Ξανά και ξανά, 29 χρόνια μετά…
Του ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΑΛΑΣΚΑ, Δημοσιογράφου στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων*
Δημοσίευση 29/1/2025

Σαν ανταριάζει στο Αιγαίο, μελετάτε Αρχίλοχο τον Πάριο. Στην καρέκλα σου, καρσί από το λόφο της αγαπημένης Σάπφας, πλάι στο σπίτι που πατά σε αγκωνάρια θριγκούς και κιονόκρανα από το γκρεμισμένο σπίτι των Ρωμαίων που γίναν, θέλαν - δε θέλαν, Αιολείς.
«Ου φιλέω μέγαν στρατηγόν ουδέ διαπεπλιγμένον
ουδέ βοστρύχοισι γαύρον ουδ’ υπεξυρημένον
αλλά μοι σμικρός τις είη και περί κνήμας ιδείν
ροικός, ασφαλέως βεβηκώς ποσσί, καρδίης πλέως»
Σα στην Αθήνα πληθαίνουν οι φωνές όσων μιλούν για της πατρίδας την τιμή, κλείνε τα αυτιά και να μελετάς Αρχίλοχο. Το «μίσθαρνο», τον «προδότη», που μια ζωή ο έρμος «ομπρός» ήταν, ώσπου σε ένα τέτοιο «ομπρός» ο Νάξιος Κόρακας του πήρε το κεφάλι. Του «πουλημένου», του «προδότη».
Κι οι στρατηγοί; Ο «στρατηγός» του στίχου ο «μέγας», ο «διαπεπλιγμένος», ο «βοστρύχοισι γαύρος», ο «υπεξυρημένος» ήταν πίσω. Σα στο Σκρα. Κοντά τρεις χιλιάδες χρόνια μετά. Εκατοντάδες, λέει, οι Μυτιληνιοί που χύσανε αίμα εκεί πάνω. Και μια μέρα, σαν οι μάχες τελειώσανε, με την καλή του τη στολή ο φαντάρος και το «επ’ ανδραγαθία» παράσημο καρφιτσωμένο στα ζερβά, κατηφόρισε στην Αθήνα να πάρει καράβι απ’ τον Πειραιά να γυρίσει στο νησί. Εκεί στο τραμ που θα τον έφερνε κοντύτερα στο σπίτι, καθήμενος αυτός στις μπροστινές τις θέσεις ήρθε μούρη με μούρη με το λοχαγό. Εκείνον τον Αθηναίο, εκεί πάνω στη μάχη που χύσανε τόσοι και τόσοι πατριώτες του το αίμα τους. Πήγε να του μιλήσει, να τον ρωτήσει τι γίνεται, μα κείνος τού ‘δειξε τις θέσεις ορθίων στα πίσω του τραμ και του είπε αυστηρά. «Πίσω στρατιώτη, πίσω».
Πικράθηκε ο άγνωστος Μυτιληνιός της ιστορίας, δαγκώθηκε και τράβηξε κατά πίσω. Μα κάπου στα μισά της διαδρομής από τα μπρος στα πίσω τού τραμ, στα μέσα του πολέμου και της ειρήνης, του μετώπου και του «οίκαδε», δε βάσταξε. Γύρισε στο λοχαγό με τα παράσημα, που ‘χε πάρει κιόλας τη θέση την μπροστινή και φώναξε. «Μπράβου, κυρ-Λουχαγέ... Μπράβου... Στου τραμ “πίσου”... Στου Σκρα “ουμπρός”;»
Σα στην Αθήνα η τιμή της πατρίδας μετριέται με δικαστικές αποφάσεις κι οι θέσεις στο επόμενο Κοινοβούλιο μοιράζονται κατά τα «πυρ» που ξεστομίζονται και τις κουκούλες του προδότη που μοιράζονται, να μελετάς Αρχίλοχο. Στο πέρασμα από τη μια εποχή στην άλλη, ζεις. Κι ο ένας μέγας επικός, ο θείος Όμηρος, στα χρόνια του αδιαμφισβήτητος ήταν. Καταπώς το «κλέος» του ήρωα που όποιος τολμούσε να τ’ αγγίξει μοναχά, πάει, καιγόταν. Μα η εποχή άλλαξε. Κι ο «ήρωας» αντικαταστάθηκε από τον απλό και καθημερινό πολίτη και τις ανάγκες του, τα θέλω του.
Το μύθο τον αντικατέστησε η λογική κι άσε το «κλέος» μοναχό του. Εγώ, κατά πώς έγραψε κι ο Αρχίλοχος, «τι μοι μέλι ασπίς εκείνη; Ερρέτω. Εξαύτις κτήσομαι ου κακίω». Τι με νοιάζει εκείνη η ασπίδα; Άι να χαθεί... Εγώ πολύ καλύτερη θε να αποκτήσω. Μια ασπίδα δική μου, που θε να τη σηκώνω οπότε εγώ θα το αποφασίζω. Εγώ. Κι όχι ο Νάξιος Κόρακας που πήρε το κεφάλι του Αρχίλοχου...
Σα στην Αθήνα κάποιοι μελετούν της πατρίδας το κλέος, εσύ να μελετάς Αρχίλοχο και να μετράς τα μνημόρια που ανοίγουν. Κι ανοίγουν παντού μνημόρια. Στα γήπεδα των συναυλιών και των ποδοσφαιρικών αγώνων, στις αυλές των τραπεζών και των ιδρυμάτων όπου κρύβονται πολλοί σαν το «ομπρός» σημάνει. Ακόμα και στις πλατείες, στις μεγάλες πλατείες όπου γινόνταν οι μαζώξεις θάψαν νεκρούς...
Εκεί πολεμήσανε οι μισοί. Πολεμήσανε τους άλλους μισούς. Οι εχθροί που ματοκυλιστήκαν με τους «δικούς μας». Και σαν τα μαχαίρια στομώσανε, από κρέας ανθρώπινο, ο μοναχικός στίχος του Αρχίλοχου ψάλθηκε (κι εκεί ο Πάριος ανηφόρισε μόνος ένας με δύναμη ολόκληρη χορού). «Κοπόεν ξίφος». Πάει το ξίφος, στόμωσε...
«Επτά γαρ νεκρών πεσόντων, ους εμάρψαμεν ποσίν, χείλιοι φονήες ειμέν»... Εφτά πέσανε στη γη σκοτωμένοι, μα σαν με τα πόδια τους πατήσανε οι φονιάδες, γίναμε χίλιοι...
Οι φονιάδες θα είμαστε όλοι; Θα συρθούμε στης πατρίδας το χαμό για έναν τζίρο σε ένα μαγαζί, για μια θέση στη Βουλή, για μια καρέκλα στο πάνθεον των ηρώων, για ένα «κλέος», ένα μνημόρι, έναν τίτλο «πατριώτη»;
Μελετάτε τον Αρχίλοχο. Στον παγωμένο αγέρα που σου δροσίζει το κούτελο και στον ανοιξιάτικο ήλιο που επιμένει πως στα δύσκολα ο Αρχίλοχος, οι φαντάροι τού «ομπρός» θα είστε μονάχοι...
Ψάλλοντες:
«Δεν τον μπορώ το Στρατηγό που κάνει τον καμπόσο
κι απλώνει τις ποδάρες του,
πόχει στην τρίχα το μαλλί και το γενάκι φρέσκο.
Μακάρι να ‘ναι μια σταλιά, ας είναι και καμπούρης,
μα να πατά γερά στη γη και να το λέει η καρδιά του»
* Το κείμενο γράφτηκε το 1998, στη διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσης με αφορμή τη σύλληψη του ηγέτη τού ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» στη στήλη «Αυτόπτης Μάρτυς». Σήμερα, δημοσιεύεται ξανά, λίγο ξαναδουλεμένο. Ο Αρχίλοχος είναι κλασικός. Σαν τις κρίσεις στη γειτονιά μας.