Κριτική της θεωρίας του κράτους στο έργο του Νίκου Πουλαντζά
Γράφει ο ΦΡΑΝΤΖΗΣ ΚΑΡΑΔΟΥΚΑΣ
Δημοσίευση 17/7/2021
Ο Νίκος Πουλαντζάς αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση διανοουμένου στην Ευρωπαϊκή σκέψη του 20ου αιώνα, διακρίθηκε για την πρωτοτυπία της σκέψη του στη μελέτη τής θεωρίας του κράτους, στην επίδραση της στα κοινωνικά κινήματα και στην ανανέωση που έφερε στην μαρξιστική σκέψη .
Παρακάτω θα δούμε την διαδρομή του Νίκου Πουλαντζά, το έργο του, την σύγκρουση του με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, καθώς και τον γόνιμο προβληματισμό που μάς άφησε σαν κληρονομιά.. Θα ασχοληθούμε με τα θεωρητικά ζητήματα τα οποία ανέπτυξε, στον τρόπο μετάβασης στον σοσιαλισμό και την σύγκρουση του με την ορθόδοξη μαρξιστική σκέψη. Η σκέψη του είναι ακόμα επίκαιρη, μάς εμπνέει και μπορεί να μάς οδηγήσει και σήμερα στο ξέφωτο της πολιτικής και κοινωνικής αναγέννησης.
Ο Νίκος Πουλαντζάς κριτικός της θεωρίας του αστικού κράτους
Ο Νίκος Πουλαντζάς είναι ο βασικός μελετητής του αστικού κράτους σε μια εποχή, μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου κορυφώνεται η κυριαρχία του κεφαλαίου, ενσωματώνονται οι κυριαρχούμενες τάξεις στο κράτος ενώ η ιδεολογία που παράγει το κράτος αφομοιώνεται χωρίς προϋποθέσεις από την κοινωνία.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν μια δυστοπική κοινωνική πραγματικότητα και ο Νίκος Πουλαντζάς τα εντάσσει όλα αυτά σε μια μεγάλη θεματολογία την οποία ανέπτυξε, αφού ανέλυσε πρώτα τις σχέσεις κράτους, οικονομίας και κοινωνίας. Σημαντική συνεισφορά αποτελεί επίσης η ανάδειξη του κράτους έκτακτης ανάγκης. Σύμφωνα με την θεωρία Νίκου Πουλαντζά, το αστικό κράτος θα πρέπει να το κατανοήσουμε «ως σχέση, ακριβέστερα ως η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων».
Έτσι γίνονται διακριτοί οι κρατικοί μηχανισμοί , την θεωρία αυτή εισάγει ο Λουί Αλτουσέρ, οι οποίοι συγκροτούν μια δέσμη δυνάμεων οι οποίες αποτελούνται από τον κατασταλτικό μηχανισμό, δηλαδή τον σκληρό πυρήνα χωρισμένο από την πάλη των τάξεων, τον πολιτικό μηχανισμό του κράτους και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του.
Ο Νίκος Πουλαντζάς διαφωνεί με την ορθόδοξη μαρξιστική αντίληψη, όπως μάς την έχει δώσει ο Λένιν για το κράτος, και η οποία θεωρεί την αστική δημοκρατία ταυτόσημη με μια μορφή αστικής δικτατορίας. Σύμφωνα με τον Νίκο Πουλαντζά αυτή η θέση εκπορεύεται από την ένταση των επιχειρημάτων του Λένιν ενάντια στους Σοσιαλδημοκράτες. Ουσιαστικά αυτή η θεωρία προωθεί μια εργαλειακή αντίληψη του κράτους με βάση την οποία, η αστική τάξη δημιουργεί τη δομή του κράτους ανάλογα με τα συμφέροντα της.
Για τον Νίκο Πουλαντζά η ταξική πάλη, οι αντιθέσεις που υπάρχουν στις παραγωγικές σχέσεις, αποτέλεσμα της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας, αντανακλώνται και στο εσωτερικό λειτουργίας του κράτους. Στην αστική κοινωνία, το κράτος για να γίνει αποδεκτό από μεγαλύτερες μάζες, ενσωματώνει τις αντιθέσεις της κοινωνίας και τις εκφράζει στο τρόπο διαχείρισης και λειτουργίας του. Άρα ένα μίνιμουμ εκπροσώπησης από τμήματα της εργατικής τάξης αφομοιώνεται από το αστικό κράτος, για να μπορέσει να λειτουργήσει. Οι κοινωνικές αντιθέσεις διαπερνούν τη στελέχωση, την εκπροσώπηση και την υλοποίηση της πολιτικής του κράτους . Η ταξική πάλη περνάει από την κοινωνία στο εσωτερικό του κράτους.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιοχές του κράτους που καθιστούν απρόσιτη την ταξική πάλη, όπως μας λέει η θεωρία του Αλτουσέρ «το κράτος, στην καρδιά του, που είναι η δύναμη της φυσικής, πολιτικής, αστυνομικής και διοικητικής του επέμβασης, είναι φτιαγμένο, στο μέτρο του δυνατού, ώστε να μην αγγίζεται, ούτε ακόμα να “διαπερνάται”, από την πάλη των τάξεων».
Στο κράτος έκτακτης ανάγκης, μια άλλη θεωρία την οποία ανέπτυξε ο Νίκος Πουλαντζάς, συγκροτείται σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, η κυριαρχία του κατασταλτικού μηχανισμού εγγράφεται και με την προσάρτηση των ιδεολογικών μηχανισμών στο σκληρό πυρήνα του κράτους.
Ο Νίκος Πουλαντζάς και η σχετική αυτονομία του κράτους
Για την λειτουργία του κράτους, ο Νίκος Πουλαντζάς παραθέτει δυο αντικρουόμενες απόψεις, όπως μας λέει σε μια από τις παραδόσεις του στο Πάντειο το 1977,εκείνης του Χέγκελ, δηλαδή το κράτος – υποκείμενο, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία το κράτος έχει απόλυτη αυτονομία απέναντι στις κοινωνικές τάξεις και το κράτος- αντικείμενο του Λένιν, σύμφωνα με την οποία το κράτος είναι εργαλείο της αστικής τάξης για την εδραίωση των συμφερόντων της.
Για τον Νίκο Πουλαντζά, το κράτος οργανώνει πολιτικά και ιδεολογικά την αστική τάξη και παράλληλα απορρυθμίζει την ταξική πάλη. Πως το πετυχαίνει αυτό; Ο Νίκος Πουλαντζας εισάγει την θεωρία της «σχετικής αυτονομίας», αυτονομίας που το κράτος έχει έναντι του ενός ή του άλλου μπλοκ εξουσίας. Σε εποχές, που οι ταξικές αντιθέσεις έχουν υποχωρήσει, το κράτος αυτονομείται από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αστικής τάξης, έτσι ρυθμίζει την ταξική πάλη ώστε να διεξάγεται εντός των ορίων νομιμότητας, χωρίς την χρήση βίας και μακριά από την γενικευμένη και εκτός ορίων σύγκρουση. Η ολομέτωπη όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, γεννά το κράτος έκτακτης ανάγκης, την ανάδειξη της κυριαρχίας του κατασταλτικού μηχανισμού και τη δημιουργία του φασιστικού φαινομένου ως ιδεολογικού μανδύα τους κράτους καταστολής, για να μπορεί το κράτος να αποκτήσει ερείσματα στην κοινωνία και να εδραιώσει την παρουσία του μακροπρόθεσμα.
Η μετάβαση στον σοσιαλισμό
Η θέση του Νίκου Πουλαντζά σχετικά με την μετάβαση στον σοσιαλισμό είναι γνωστή από την περίφημη φράση, η οποία παρατίθεται στο τελευταίο του βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε το 1978 «Το κράτος, η εξουσία, ο Σοσιαλισμός».Σε αυτό διαβάζουμε:
«Η Ιστορία δεν μας έχει δώσει ως τώρα επιτυχημένο πείραμα δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό: απεναντίας μάς έδωσε αρνητικά παραδείγματα προς αποφυγήν και σφάλματα για μελέτη, πράγμα όχι αμελητέο. Ασφαλώς, μπορεί κανείς ν' αντιτείνει, στο όνομα φυσικά του ρεαλισμού (του ρεαλισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου ή του ρεαλισμού των άλλων, των υγιώς σκεπτόμενων νεοφιλελεύθερων) πώς αν αυτός ο δημοκρατικός σοσιαλισμός δεν υπήρξε ακόμη πουθενά, είναι διότι είναι ανέφικτος. Ίσως: δεν έχουμε πια τη χιλιαστική πίστη, τη βασισμένη σε μερικούς σιδερένιους νόμους μιας αναπόφευκτης δημοκρατικής και σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ένα όμως είναι βέβαιο: ο σοσιαλισμός θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός. Επιπλέον, η αισιοδοξία μας για τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό δεν θα πρέπει να μας κάνει να τον θεωρούμε σαν μια «βασιλική ατραπό», ευκολοδιάβατη και δίχως κινδύνους».
Σύμφωνα με τον Νίκο Πουλαντζά, η μετάβαση στον σοσιαλισμό συντελείται με την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό του κράτους, οπότε η πάλη για τον σοσιαλισμό οφείλει να αναπτύξει μια ανταγωνιστική στρατηγική και να βρίσκεται σε συστοιχία με αυτή την παράμετρο.
Ο Νίκος Πουλαντζάς αμφισβητώντας βασικές παραδοχές της ορθόδοξης μαρξιστικής παράδοσης, οδηγείται σε μια επανεκκίνηση στρατηγικής για το χτίσιμο μιας διαφορετικής κοινωνίας, το αδιέξοδο είναι παραδεδεγμένο αλλά γόνιμο, χρειάζεται να ξανασκεφτούμε καίριες θέσεις της μαρξιστικής σκέψης. Η εμπειρία από την «άνοιξη της Πράγας» το 1968 και την εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία το 1956, δίνουν την απαραίτητη επιχειρηματολογία για την μεταστροφή της μαρξιστικής σκέψης του 20ου αιώνα σε μια δημοκρατική ανάπτυξη του σοσιαλιστικού εγχειρήματος, χωρίς να γίνεται χρήση της βίας αλλά αντίθετα τηρώντας βασικές κατακτήσεις της αστικής ευρωπαϊκής παράδοσης.
Η σύγκρουση του με τον Κορνήλιο Καστοριάδη
Η σύγκρουση ξεκίνησε με μια σύντομη αναφορά του Πουλαντζά στον Καστοριάδη, σε άρθρο του, την Πρωτοχρονιά του 1977,το οποίο παρατίθεται παρακάτω. Ακολούθησαν οι δύο επιστολές και υπήρξε τέλος, ανταπάντηση στη μία απ’ αυτές του Πουλαντζά, για να επανέλθει ο Καστοριάδης, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα. Δεν θα επεκταθούμε στην ανάλυση αυτής της σύγκρουσης, άλλωστε τέτοια φαινόμενα είναι γνωστά, και δεν είναι λίγες φορές που ο ευρωπαϊκός δημιουργικός στοχασμός μετατρέπεται σε αρένα σύγκρουσης από επιφανείς εκπροσώπους της.
Η Αυγή, 1/1/1977, απόσπασμα από το άρθρο «Η χρονιά 1976 στον τομέα της επιστήμης και διανόησης»
«Ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα πρωτότυπα βιβλία τη χρονιά αυτή ήταν αναμφισβήτητα τα ιστορικά. Η ρηξικέλευθη επιστημονική ανανέωση στην Ελλάδα κάτω από την επιρροή και την ηγεμονία του μαρξισμού που μεταφράζεται για πρώτη φορά σε μια πλειάδα τόσο σημαντικών έργων ανάλυσης της ελληνικής πραγματικότητας, κυρίως από επιστήμονες που έκαναν τις σπουδές τους ή δούλευαν στο Παρίσι (Σβορώνος, Τσουκαλάς, Ελεφάντης, Μοσκώφ, Εμμανουήλ, Βέλτσος, Ηλιού, Βεργόπουλος, Δημητράκος, Πατρικίου και άλλοι, για ν’ αναφέρω μόνο αυτούς που έχουν ήδη δημοσιεύσει βιβλία στα ελληνικά), εκφράζεται σε μια στροφή προς τη μελέτη της ιστορικής διαμόρφωσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού: δηλαδή σε μια αναζήτηση των ριζών (με την έννοια σύγχρονα των καταβολών και των θεμελίων) της πρωτοτυπίας και ιδιαιτερότητας του ελληνικού χώρου. […].
Σαν απαραίτητο αντιστάθμισμα όλων αυτών παρατηρούμε την αρχή της «αντιμαρξιστικής» αντεπίθεσης. Αντεπίθεση που έπρεπε να περιμένει κανείς και που δεν έρχεται πρώτιστα από τη σκέψη της παραδοσιακής Δεξιάς, αλλά που παίρνει ιδιάζουσες μορφές και εμφανίζεται μεταξύ άλλων κάτω από το «υπερεπαναστατικό» πρόσχημα ότι «πρέπει να εγκαταλείψουμε τον μαρξισμό αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά επαναστάτες». Στον ευρωπαϊκό χώρο, η τάση αυτή εμφανίζεται ενίοτε με έργα αξιώσεων (Foucault, Deleuze), στον τόπο μας όμως με τη μορφή ενός εκλεκτικού φληναφήματος και εκλαϊκευμένου υποπροϊόντος του ευρωπαϊκού ιρασιοναλισμού, όπως τα γραφτά του συμπατριώτη μας Κορνήλιου Καστοριάδη, για τα οποία γίνεται πολύς λόγος τελευταία και που τόσο φαίνονται να εμπνέουν τον νεο-χριστιανό ορθόδοξο φιλόσοφο Χρήστο Γιανναρά. Βέβαια, ένα έργο πρέπει, σε κάποιο βαθμό, να διαχωρίζεται από το προσωπικό πολιτικό ποιόν του συγγραφέα.
Εκτός όμως από τη χαμηλή ποιότητα του έργου αυτού, θα αναλάβω τη δυσάρεστη ευθύνη να σημειώσω πως σίγουρα δεν είναι τυχαίο το ότι τα γραφτά του «υπερεπαναστάτη» Καστοριάδη προέρχονται από έναν άνθρωπο που διατέλεσε επί χρόνια ολόκληρα μέχρι πρόσφατα ένας από τους κορυφαίους διοικητές του διεθνούς οικονομικού οργανισμού ΟΟΣΑ, ενός από τους κύριους φορείς, με τη Διεθνή Τράπεζα, του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη, και που υπήρξε ο μόνος σχεδόν Ελληνας διανοούμενος του εξωτερικού που αρνήθηκε συστηματικά και ρητά να έχει την παραμικρή έστω και συμβολική συμμετοχή (υπογραφή διαμαρτυρίας το 1967 ή μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου) στην αντίθεση ενάντια στη δικτατορία.
Αναφέρομαι σ’ αυτό το παράδειγμα τελείως εμπαρενθετικά για να καταλήξω σ’ ένα επί πλέον χαρακτηριστικό της διανοητικής παραγωγής την τελευταία χρονιά: την απουσία της μαρξιστικής σκέψης από το ιδεολογικό μέτωπο αντίκρουσης των διαφόρων νεο-ιδεαλιστικών ιδεολογιών. Θάλεγε κανείς ότι αρκεί αυτές να παρουσιάζονται από προοδευτικούς και δημοκράτες συγγραφείς, ώστε στο όνομα ενός κάποιου ιστορικού συμβιβασμού στον ιδεολογικό – θεωρητικό τομέα (πράγμα τελείως παράλογο) να παραλύει και να σταματάει η κριτική. Απουσία που, ας μη βαυκαλιζόμαστε, θα πληρωθεί κάποτε ακριβά και που ήδη σήμερα αφήνει ανοιχτό το δρόμο σε επιχειρήματα σαν κι αυτό που ανέφερα προηγούμενα.
Το πλέον αναπάντητο ερώτημα στην πορεία του Νίκου Πουλαντζά
Πτυχές από τη ζωή μεγάλων προσωπικοτήτων καλύπτονται συνήθως από ένα μυστικισμό. Στην πορεία του Νίκου Πουλαντζά, το πέπλο μυστηρίου βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο έδωσε τέλος στη ζωή του, με το απονενοημένο διάβημα του. Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε στην αυτοκτονία. Επίσημα, και αυτό φαίνεται στο ντοκιμαντέρ της ΕΤ1 για τα δέκα από το θάνατο του, όταν το ερώτημα τίθεται στη σύζυγό του, η απάντηση είναι ότι ο Νίκος Πουλαντζάς δεν είχε κανέναν λόγο να προβεί στο απονενοημένο διάβημα. Σίγουρα αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο, το οποίο δεν έχει δοθεί απάντηση. Ίσως να μη υπάρχει απάντηση, ίσως να κρύβεται επιμελώς, πολλά «ίσως» μπορούν να ειπωθούν, το σίγουρο είναι ότι ο Νίκος Πουλαντζάς έχει περάσει στην αθανασία εκεί που δεν υπάρχουν ερωτήσεις παρά μόνο η σιωπή. Ας την σεβαστούμε!