Αθήνα, Προπύλαια, 22 Νοέμβρη 2024
Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΑΔΙΤΗΣ*
Δημοσίευση 30/11/2024
--- Έλα γιέ μου, δωσ' μου το χέρι σου.
Αθήνα, πλατεία Κοραή, 22 Νοέμβρη, γύρω στις 12 το μεσημέρι. Γυρίζω και ένας κάτασπρος γεροπλάτανος κάθεται σ' ένα πεζούλι και μου απλώνει το χέρι του να τον τραβήξω.
Χαμογέλασα. '' Γιε μου '' και μάλιστα σε διαδήλωση είχα πολλά - πολλά χρόνια να με φωνάξουν. Πήγα κοντά του, του άπλωσα το χέρι, το 'πιασε και χωρίς αμφιταλαντεύσεις στάθηκε όρθιος. Μου 'ριχνε και στα χρόνια - εξ ου και το '' γιέ μου '' - και στο ύψος.
Έριξε μια ματιά στο πανό που κρατούσαμε και,
--- Από που είσαστε γιέ μου;
--- Από Λέσβο, από τη Μυτιλήνη.
--- Μπράβο βρε. Ήρθατε από το νησί για τη συγκέντρωση;
--- Ε, ναι. Και συ; Από 'δω, από Αθήνα;
και χωρίς να περιμένω απάντηση, αλλά θέλοντας κι όλας να τον τσιγκλίσω του ρίχνω το '' δόλωμα '' και συνεχίζω,
--- Πάντως, το λέει η περδικούλα σου. Αντί να κάτσεις στο σπίτι σου με τα εγγόνια σου και την ησυχία σου παίρνεις τους δρόμους και τυραννιέσαι...
Πέτυχα διάνα. Περνά το χέρι του στον ώμο μου, σκύβει στ' αυτί μου για να σκεπάσει τις μουσικές και τα συνθήματα από τα μεγάφωνα και μου λέει :
--- Άκουσε γιέ μου. Αποστόλη με λένε, και ναι, είμαι από 'δω, από τη Νέα Ιωνία. Καβατζάρισα τα 90 αλλά κάτω θα κάτσω άμα με κάτσει ο χάρος. Και δε μου λες, πως να κάτσω κάτω; Θαλασσοπνιγόμουνα από τα 15 μου, κράτος, τράπεζες, εφοπλιστές βγάλανε από τη πλάτη μου λεφτά και λεφτά και σήμερα παίρνω μια σύνταξη που δεν φτάνει ούτε για τα φάρμακα, της κυράς μου και τα δικά μου.
Πήρε φόρα και δεν τον σταματούσες με τίποτα
--- Ναι έχω εγγόνια. Και παιδιά και εγγόνια και δισέγγονα. Τα παιδιά μου, οι δυο γιοί μου με τις νύφες μου, είναι στο άλλο μπλοκ, παρακάτω. Τα εγγόνια μου είχαν κατεβεί, προχτές, κάτω στην απεργία και τα δισέγγονα , άλλα είναι στο σχολειό και άλλα τα κρατά η κυρά στο σπίτι. Γι αυτό δεν είναι 'δω.
Τώρα, όμως, να σου πω κάτι... Γιατί κατεβαίνω ε; Το εισιτήριο από την Ιωνία μέχρι την Ομόνοια κάνει 1,20 και άλλα τόσα για να γυρίσω, 2,40. Για να πληρώσω, λοιπόν, τα εισιτήρια χρειάζομαι τις αυξήσεις, απ' αυτές που μας τάξανε, τεσσάρων ημερών...
Προχτές πήγα στο γιατρό, στο ΙΚΑ. Είχα έναν πόνο, εδώ ψηλά στο στήθος. Περίμενα δυο ώρες με καμμιά εκατοσταριά άτομα ακόμα, που λέει ο λόγος. Όταν μπήκα στο ιατρείο με ξεπέταξε σε ένα λεφτό και μου είπε, πως για να με εξετάσει καλύτερα, να '' περάσω '' από το ιατρείο του. Κατάλαβες;;;
Πήρε μια ανάσα και πριν προλάβω να πω λέξη συνεχίζει :
--- Έφυγα από το ΙΚΑ και πήγα στο μάρκετ να πάρω δυο πράγματα που μου 'χε γράψει η κυρά στο χαρτί. Πέντε μου έγραψε να πάρω, τρία πήρα. Ξέρεις γιατί; Δεν φτάνανε τα λεφτά.
Ναι, έχω εγγόνια και δισέγγονα. Εντάξει τα εγγόνια είναι μεγάλα πια, και έχουν δικά τους παιδιά. Όμως τι να πρωτοπληρώσουν; Τσάντες, βιβλία, τετράδια, μολύβια, δασκάλες και δασκάλους; Ακόμα και σε ένα γηπεδάκι που πάνε και παίζουν οι μικροί πρέπει να πληρώσουν. Και καλά, άντε να πληρώσουν. Με τι, όμως; Τα λεφτά που βγάζουν ίσα που φτάνουν για να ζήσουν. Τι λέω να ζήσουν... Ίσα να επιβιώσουν
Και χαμηλώνοντας τη φωνή του,
--- Κι εγώ το μόνο που μπορώ, έχω στο συρτάρι κάμποσες καραμέλες, όταν έρχονται στο σπίτι τα κούτσικα να τα γλυκαίνω.
Και σχεδόν ψιθυριστά,
--- Και πίστεψε με, ντρέπομαι γι' αυτό.
--- Εντάξει κυρ - Απόστολε, πάρε ανάσα. Κατάλαβα, με έπεισες, με κάλυψες πλήρως. Και πίστεψε και μένα, αν ήσουν ο μόνος που τα περνούσες όλα αυτά, σήμερα εδώ θα ήσουνα μοναχός σου. Αλλά, όπως βλέπεις...
Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε μπρος - πίσω, δεξιά - αριστερά. Όπου έφτανε το μάτι του, κόσμος. Δεν φαινόταν ούτε αρχή ούτε τέλος. Έσκασε ένα πικρό χαμόγελο και,
--- Ναι, δεν είμαι μόνο εγώ!