Μικρασιατική Εκστρατεία: Αντιπολεμικό κίνημα κι εργατικοί αγώνες (Μέρος 2ο)
Γράφει ο ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΨΑΝΗΣ
Δημοσίευση 3/12/2022
Το απεργιακό κίνημα
«Απεργίες ή υπευθυνότητα σε στιγμές κρίσιμες για τα εθνικά θέματα»; Αυτό το δίλημμα υπάρχει μέχρι τις μέρες μας. Η απάντηση από τη σημερινή κοινοβουλευτική αριστερά είναι σαφώς «υπευθυνότητα», υπέρ του πατριωτικού πολέμου, κ.λπ. Η επιλογή ήταν σκληρή, ιδιαίτερα σε συνθήκες πολέμου, όπου μπορείς να κατηγορηθείς για ηττοπαθή προπαγάνδα, για στάση σε καιρό πολέμου, για εσχάτη προδοσία και να καταλήξεις στο εκτελεστικό απόσπασμα. Κι όμως, η επιλογή για το νεαρό ΣΕΚΕ ήταν απεργίες και αντιπολεμικός αγώνας.
Το Γενάρη του 1919, όπως είδαμε, ξεσπά απεργία στο Βόλο από πολλούς κλάδους. Η κυβέρνηση τρομάζει και στέλνει το Σβώλο να διαπραγματευθεί, μαζί με έκτακτη στρατιωτική ενίσχυση για κάθε ενδεχόμενο. Η υποστήριξη ή μη της απεργίας διχάζει τη ΓΣΕΕ, ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους κυβερνητικούς συνδικαλιστές (5 προς 6 στην 11μελή Εκτελεστική Επιτροπή).
Το ίδιο διχάζει και ο γιορτασμός της πρωτομαγιάς, που γιορτάστηκε από τους σοσιαλιστές σε 12 πόλεις με πολλούς απεργούς. Τον Ιούνιο έγινε η απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων και η πρώτη στην Ελλάδα γενική πολιτική απεργία τον Ιούλιο, με την υποστήριξη της σοσιαλιστικής μειοψηφίας της ΓΣΕΕ- την εποχή εκείνη οι τραπεζοϋπάλληλοι θεωρούνταν κάτι παραπάνω από ένα προνομιούχο μεσοαστικό στρώμα. Στις προετοιμασίες για τη γενική απεργία η κυβέρνηση απαντά με σύλληψη και εξορία της συνδικαλιστικής σοσιαλιστικής μειοψηφίας.
Η άμεση συνέχεια της πολιτικής απεργίας ήταν ένα ολόκληρο κύμα οικονομικών απεργιών από διάφορους κλάδους για τους επόμενους μήνες. Το Σεπτέμβρη ξεσπά μεγάλη απεργία των ηθοποιών- άλλος «ένας κόσμος χωριστά» από την εργατική τάξη, περισσότερο από τους τραπεζοϋπάλληλους.
Το Δεκέμβρη του 1919 γίνεται η μεγάλη απεργία των καπνεργατών Δράμας και Καβάλας, με διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία.
Στους πρώτους μήνες του 1920 τη χώρα συγκλονίζει η απεργία των μηχανουργών -που βρέθηκαν αντιμέτωποι με καταστολή και λοκ - άουτ. Ήταν τότε που ο Βενιζέλος είπε τη διαβόητη φράση: «Να πεινάσετε!». Τον Απρίλη ήταν η σειρά των καπνεργατών της Αν. Μακεδονίας. Η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα: τρομοκρατία και βία, στήσιμο εργοδοτικών σωματείων, καλλιέργεια εθνικιστικού μίσους για διάσπαση των εργατών. Η παράδοση όμως της πολυεθνικής Φεντερασιόν δεν έχει χαθεί. Η διάσπαση των απεργών με βάση τη φυλετική τους καταγωγή δεν πέρασε. Η Καπνεργατική Ομοσπονδία ηγεμονεύεται από την επαναστατική αριστερά. Στις προκηρύξεις της συνδέει ευθέως τον απεργιακό αγώνα με τον πόλεμο. Αποκαλύπτει στα μάτια των εργατών ότι το αιματοκύλισμα δεν γίνεται για τη δόξα της πατρίδας, αλλά για τα αστικά συμφέροντα. Αυτή τη σύνδεση την έκαναν με το δικό τους τρόπο και οι κεφαλαιοκράτες και το κράτος τους, όταν επιστράτευαν τους απεργούς.
Το Γενάρη απεργούν πάλι οι καπνεργάτες και το Φλεβάρη οι ναυτεργάτες και μετά έχουμε τη πανσιδηροδρομική απεργία. Στον πόλεμο οι σιδηρόδρομοι, μαζί με τα πλοία, είναι κρίσιμης σημασίας. Η Π.Ο.Σ. ήταν προπύργιο του «υπεύθυνου» συνδικαλισμού και είχε σοσιαλδημοκρατική ηγεσία. Όμως οι πιέσεις της φτώχειας δεν έκαναν διακρίσεις και η απεργία κηρύχτηκε.
Όλες οι αμαξοστοιχίες σταμάτησαν να κινούνται. Ακόμα και ένα όχημα που ζήτησε η κυβέρνηση για να μεταφέρει τον Πατριάρχη Αντιοχείας, αρνήθηκαν να κινήσουν. Η κυβέρνηση ικανοποίησε μερικά αιτήματα, αλλά οι απεργοί με συντριπτική πλειοψηφία ψήφισαν να συνεχίσουν την απεργία. Η συνέχεια ήταν η καταστολή.
Η κυβέρνηση έστειλε ευζώνους για να συλλάβουν τους απεργούς μέσα στο θέατρο που συνεδρίαζαν. Αμέσως επιστρατεύτηκαν και εκατοντάδες στοιβάχτηκαν στα καράβια για το μέτωπο. Αποβιβάζονται μάλιστα στο λιμάνι της Σμύρνης με πορεία, φωνάζοντας συνθήματα και τραγουδώντας «εργατικά άσματα». Ακόμα κι έτσι επιστρατευμένοι αρνούνται να πιάσουν δουλειά, μέχρι την τυπική λήξη της απεργίας.
Το Φλεβάρη του 1921 έχουμε την εξέγερση στο Βόλο για το ζήτημα της ακρίβειας του ψωμιού. Με τις καμπάνες των εκκλησιών να χτυπούν, όλα τα εργοστάσια σταματούν και οι απεργοί (7.000 !) συγκεντρώνονται και αντιμετωπίζοντας τις προσβολές των ιδιοκτητών μακαρονοποιείου αρχίζουν να σπάνε τα τζάμια. Κλήθηκε ο στρατός και οι αξιωματικοί φοβούμενοι τη συμπάθεια των στρατιωτών προς τους διαδηλωτές, άφησαν τους ψυχραιμότερους να κατευνάσουν τα πλήθη των απεργών. «Από τα μπαλκόνια αναπετάσσοντο ερυθραί σημαίαι προς εξευμενισμόν των διαδηλωτών» (Α. Μπεναρόγιας).
Το ίδιο βράδυ ξεκίνησαν συλλήψεις από έμπιστα στρατιωτικά τμήματα που κατέφθασαν και 300 εργάτες ρίχνονται στις φυλακές. Το κλίμα που επικρατούσε το περιγράφει με τα δικά του λόγια ο καπνεργάτης και μέλους του ΣΕΚΕ Σπύρος Χατζησταυράκης. Ο Χατζησταυράκης ήταν ένας από τους ομιλητές του συλλαλητηρίου. Την προηγούμενη μέρα, είχε πραγματοποιηθεί στο Βόλο ένα εθνικιστικό συλλαλητήριο εναντίον της συνθήκης των Σεβρών και υπέρ της συνέχισης του πολέμου.
Ο Χατζησταυράκης επιτέθηκε με λύσσα κατά του συλλαλητηρίου: “Αρκετάς θυσίας και αρκετό αίμα έχυσεν ο λαός δια τα συμφέροντα των μεγάλων... ο λαός δεν εννοεί πλέον ... να αφίσει τας γυναίκας του και τας θυγατέρας του να γίνουν πόρναι των πλουσίων” και κάλεσε τον λαό “να δείξει τη δύναμίν του και διά του γρόνθου του...”.
Στην απολογία του ο Χατζησταυράκης (ο οποίος σημειωτέον αυτοκτόνησε μισοτρελαμένος από τα βασανιστήρια που υπέστη) αποκάλυψε ότι ο πατέρας του ήταν ναύτης στο θωρηκτό Σπέτσες και πως η μητέρα του για να μεγαλώσει τα τρία παιδιά της αναγκάστηκε να δουλέψει σε έναν πλούσιο έμπορο, ο οποίος τη βίασε.
Το Δεκέμβρη του 1921 έχουμε την απεργία της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως. Παρόλο που η απεργία οργανώθηκε στα κρυφά, η κυβέρνηση είχε πάρει τα μέτρα της: σε κρίσιμα πόστα είχε βάλει στρατιώτες. Η απεργία αρχικά ήταν καθολική. «Τα φώτα έσβυσαν εις αυτήν την συνεδριάζουσαν Βουλήν, ήτις διέκοψε την συνεδρίασίν της, καθ’ ήν στιγμήν ωμίλει ο πρωθυπουργός. Οι ηλεκτρικοί συρμοί εσταμάτησαν εις το τούνελ» .(Α. Μπεναρόγιας, ο.π.)
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε την απεργία με ακραία καταστολή. Πενήντα απεργοί και η ηγεσία του συνδικάτου οδηγούνται στο στρατοδικείο που επιβάλει εξοντωτικές ποινές «δεκαετούς και εικοσαετούς ειρκτής».
Παρά την ήττα των απεργιών, το αντιπολεμικό αίσθημα γιγαντώνεται.