Γιαγιάδες, εγγόνες και ο Νυμφίος
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ*
Δημοσίευση 18/4/2022
Πόσο όμορφο είναι να βρίσκονται στον ίδιο χώρο, να συνυπάρχουν άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών, ενδιαφερόντων, απόψεων! Έτσι γινόταν στα καφενεία των χωριών, τις παλιές εποχές• γιατί δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν διαφορετικά. Κάποια στιγμή δημιουργήθηκαν, άνοιξαν οι καφετέριες• με γουστόζικη επίπλωση, νέα ροφήματα, μουσική, άλλον αέρα.
Επικρατούσε ο νες καφέ, κρύος ή ζεστός. «Να πιούμε κι εμείς απ’ αυτόν τον καφέ, τον φραπέ», έλεγαν οι μεσήλικες πελάτες. Από κει και πέρα οι αλλαγές που έγιναν ήταν πολλές. Δημιουργήθηκαν στέκια για όλα τα γούστα και τις επιθυμίες• σε κάποιες περιπτώσεις με μεγάλη, επιτηδευμένη διακόσμηση και επίπλωση. Κυρίως ξεχώριζαν για τον τρόπο λειτουργίας τους.
Όμως ο κύκλος της ζωής έφερε ξανά στη λειτουργία τον παλιό χώρο του καφενείου. Έτσι επιβεβαιώθηκε η φράση «το κλασικό είναι και μοντέρνο».
Κυριακή μεσημέρι, των Βαΐων. Κάθομαι στο «Μουσικό καφενείο». Απέναντι μου πίνουν τον καφέ τους τέσσερις κυρίες, τέσσερις χαριτωμένες γιαγιάδες. Οι τρεις έχουν στο πλάι τα μπαστουνάκια τους, για υποστήριξη όταν χρειαστεί. Παρατηρώ, στα κλεφτά, τα κλασικά ταγιέρ τους, τα πολύχρωμα μαντήλια που προστατεύουν και στολίζουν τον λαιμό, τις όμορφες, παλαιικές και διακριτικές καρφίτσες.
Εκεί στην άκρη του μαρμάρινου τραπεζιού έχουν αποθέσει μικρά κλαδιά βάγιας, που πήραν από την εκκλησία του αγίου Αθανασίου, τη Μητρόπολη. «Να δούμε, πώς είναι αυτό το Μουσικό», θα σκέφτηκαν. Σταδιακά έφυγαν οι δύο μόνες τους, με την βοήθεια των μπαστουνιών. Τις άλλες τις παρέλαβε συγγενικό τους πρόσωπο, με αυτοκίνητο. Τώρα στο σπίτι θα συνεχίσουν το έθιμο που λέει: «Βάγια, Βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό, κι ως την άλλη Κυριακή τρώνε το παχύ τ’ αρνί».
Δεν πέρασε πολύ ώρα και στο ίδιο τραπέζι κάθισαν δυο κορίτσια, με τα σακίδια στην πλάτη και τα κινητά στα χέρια. Τα επιμελώς ατημέλητα μπλου τζιν, και τα κοντομάνικα μπλουζάκια δείχνουν τα νιάτα και την άνοιξη της ζωής. Τα δάχτυλα πηγαινοέρχονταν στα πληκτρολόγια.
Η μία έδειχνε στην άλλη τι εντόπισε στην οθόνη του τηλεφώνου. Στη συνέχεια μιλάνε με φίλους, τους στέλνουν φωτογραφίες με το πρωινό και τους χώρους του καφενείου. Τους καλούνε, να περάσουν, να γίνουν η παρέα της Κυριακής.
Διπλώνω την εφημερίδα, φεύγω, πάω για περπάτημα πλάι στη θάλασσα πριν χαλάσει ο καιρός, κατά πως λένε. Κοιτώ τα κύματα που έρχονται και πάνε, χωρίς να σταματά η κίνησή τους. Αέναα, άχρονα, σε πλήρη αντίθεση με τον άνθρωπο και τη φθαρτότητά του. Πόσοι, πόσες θα είναι καλότυχοι και ξύπνιοι ώστε να δουν τον «Νυμφίο» του τροπαρίου και της ζωής, αλλά ταυτόχρονα έχουν και λαμπερή στολή ψυχής;