«Ακουμπώσαμι τσι φέτους»
Γράφει ο: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΠΙΩΤΑΣ *
Δημοσίευση 4/6/2021
Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τί σημαίνει αυτό το «ακουμπώσαμε»… εννοιολογικά δηλαδή. Από ποια ρίζα προέρχεται, τί σημαίνει στην κυριολεκτική του έκφραση.Γνωρίζω όμως πολύ καλά πώς το χρησιμοποιούσαμε, τί σήμαινε για μας και πόση σημασία δίναμε κι εμείς σαν παιδιά αλλά κυρίως οι πιο μεγάλοι.
Κάθε προϊόν λοιπόν που εμφανίζεται για κατανάλωση, έχει την εποχή του, τα δέντρα και τα φυτά έχουν την περίοδο της άνθησης και της καρποφορίας, κάθε περίοδος του έτους έχει τα δικά της μοναδικά φρούτα και λαχανικά. Και τότε διατίθενται φρέσκα και λαχταριστά για κατανάλωση. Είχε μάλλον θα έπρεπε να πούμε αφού πια μπορείς να βρεις τα πάντα σε όλες τις εποχές του χρόνου στα μεγάλα σούπερ μάρκετ, στα εξειδικευμένα μαγαζιά, στους καταψύκτες των σπιτιών.
Τότε όμως που μεγαλώναμε, πολλά χρόνια πριν, που καλά καλά δεν είχαμε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα στα σπίτια μας και νερό κουβαλούσαμε με τα κουμάρια, τα λαγήνια και τους ντενεκέδες, τότε τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά, πολύ πιο όμορφα. Είχαν τη γραφικότητά τους και τη σημασία τους, κάθε λέξη και κάθε έκφραση στήριζε την καθημερινότητα που κι αυτή στηριζόταν στην παράδοση κυρίως την προφορική.
Με τί λαχτάρα περιμέναμε να «δέσει» η αμυγδαλιά τους καρπούς της, να κόψουμε γλυκόξινα «τσάγαλα» κι αργότερα μόλις γίνουν τα ιρίκια σαν στραγάλια για να ρημάξουμε τις ιρικιές. Και τα μούτρα μας ήταν πια μόνιμα ξινισμένα από τη ξινίλα των άγουρων κορόμηλων την άνοιξη. Και το φθινόπωρο ήταν όλες οι γωνιές των σπιτιών μαυρισμένες στιμένες από τα κυδώνια, που τα σπάγαμε πάνω στις καλοπελεκημένες γωνιακές λαμπάδες από κόκκινη πέτρα Μυστεγνιώτικη…
Ε δεν μιλάμε και για τα καρπούζια, σαν έφτανε ο καιρός τους κι ωριμάζανε καλό Ιούλιο πιά κι ερχόταν τα φορτηγά από τα καρπουζοχώραφα του κάμπου της Καλλονής, που μόνος του τροφοδοτούσε ολόκληρο το νησί με καρπούζια και πατάτες!
Τότε πιά ήταν η τρέλα μας ποιος θα προκάνει να πιάσει σειρά να τον πάρει ο έμπορας που έφερνε το φορτιό για να το ξεφορτώσουμε. Ένας απάνω στην καρότσα, ένας – δυό κάτω κι ένας τρίτος που τα στοίβαζε με προσοχή σε μια γωνιά στο μανάβικο. Πετώντας ο ένας στον άλλον. Και κάθε τόσο «κατσιρντούσι» κάποιος ένα καρπουζάκι, έπεφτε, έσπαγε κι αυτό ήταν η πληρωμή μας για το χαμαλίκι…
Και σαν μας έδινε και κανένα ολόκληρο, με τί καμάρι το πηγαίναμε στο σπίτι, σαν να κάναμε καμιά ανδραγαθία, ήταν όμως η πληρωμή του κόπου μας…
Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο δεν λέει η παροιμία? Κάθε χρόνο λοιπόν, κάθε που ερχόταν η ώρα να φάμε για πρώτη φορά ένα φρούτο κυρίως, οργανωνόταν μια τελετουργική ιεροτελεστία… κάθε φορά όμως!
Και ποια ήταν αυτή; Πιάναμε ένα κομμάτι από το φρούτο, το πρώτο όμως κομμάτι που θα τρώγαμε για τη χρονιά αυτή με το ένα χέρι, περνούσαμε το χέρι πίσω από το κεφάλι και το φέρναμε στην άκρη των χειλιών από την άλλη πλευρά του προσώπου. Δεξί χέρι; Αριστερό μάγουλο. Ή αντίστροφα. Δοκιμάστε το!!! Θα σας δυσκολέψει αρκετά… Αυτή όμως ήταν και η ομορφιά. Και η σημειολογία. Έτσι πιστεύω. Φτάσαμε, αξιωθήκαμε κι εφέτος να φάμε το πρώτο μας καρπούζι! Το πρώτο μας λαχταριστό φετινό φρούτο! Είμαστε εδώ και είμαστε καλά! «Ακουμπώσαμι λοιπόν τσι φέτους! Άντι τσι τ χρόν !!! ».