Η ιστορία των Λαδάδικων της Μυτιλήνης
Μια ιστορία για το πράσινο χρυσάφι της Λέσβου
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΑΝΑΒΗΣ Δημοσίευση 19/5/2024

Η οδός Αθανασίου Μητρέλια της Μυτιλήνης, είναι σχεδόν άγνωστη με το επίσημο όνομα της, μιας και οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης γνωρίζουν την ευρύτερη περιοχή με το προσωνύμιο «Λαδάδικα». Το προσωνύμιο οφείλεται στο ότι επί δεκαετίες, ο συγκεκριμένος δρόμος φιλοξενούσε δεκάδες ελαιομεσιτικά και ελαιοεμπορικά γραφεία.
Στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» του 1928, διαβάζουμε πως στον συγκεκριμένο δρόμο υπήρχαν πάνω από 20 ελαιομεσιτικά και ελαιοεμπορικά γραφεία. Ο Θαν. Παρασκευαΐδης, στα «Λεσβιακά», τεύχος ΙΒ, αναφέρει πως πριν το 1930, τα ελαιομεσιτικά γραφεία στη Μυτιλήνη ήταν έξι, ενώ μετά το 1930 είχαν γίνει 14. Τα ελαιοεμπορικά γραφεία ήταν 11. Ο ίδιος αναφέρει ότι το 1986 στη Μυτιλήνη, λειτουργούσαν τέσσερα ελαιοεμπορικά γραφεία και έξι ελαιομεσιτικά. Ήταν η εποχή που τα γραφεία αυτά όδευαν προς κλείσιμο, καθώς το εμπόριο και η μεσιτεία είχαν μεταφερθεί στους συνεταιρισμούς της Λέσβου, στην Ένωση Συνεταιρισμών και στα ιδιωτικά ελαιοτριβεία.
Τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, το ελαιόλαδο έδινε πολύ καλό εισόδημα στους παραγωγούς και τους εμπόρους. Γι’ αυτό και υπήρχε τόσο έντονη οικονομική δραστηριότητα γύρω από το εμπόριο του ελαιολάδου και των υποπροϊόντων του (πυρηνέλαιο και σαπούνι).
Τα «Λαδάδικα» της Μυτιλήνης ήταν μικρά καταστήματα, τα οποία είχαν στενή είσοδο και στις μικρές προθήκες τους, υπήρχαν μικρά μπουκαλάκια με ελαιόλαδο. Το εσωτερικό τους ήταν συνήθως πολύ λιτό. Υπήρχε ένα γραφείο με δύο - τρεις καρέκλες. Πάνω στο γραφείο υπήρχαν τα λογιστικά βιβλία που διατηρούσε ο έμπορας ή ο ελαιομεσίτης. Σε μια γωνιά ήταν τα απαραίτητα υλικά για την οξυμέτρηση του ελαιολάδου. Αυτός ήταν όλος ο διάκοσμος.
Τα ελαιοεμπορικά και ελαιομεσιτικά γραφεία είχαν ως κύρια δραστηριότητα το χονδρικό εμπόριο του ελαιολάδου. Σε ορισμένα γραφεία υπήρχαν μικρές δεξαμενές ελαιολάδου, χωρητικότητας μέχρι μισό τόνο. Το λάδι που βρισκόταν σε αυτές, πωλούνταν απευθείας στους καταναλωτές. Δηλαδή γίνονταν λιανεμπόριο ελαιολάδου για να εξυπηρετούνται ορισμένοι καταναλωτές. Ωστόσο ποτέ αυτή η δραστηριότητα δεν ήταν βασικό αντικείμενο.
Το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου αιώνα η παραγωγή σαπουνιού στην Λέσβο ήταν συνυφασμένη με το ελαιόλαδο. Η μούργα που έμενε όταν καθαρίζονταν οι δεξαμενές του ελαιολάδου, τα πολύ «χοντρά» (μεγάλης οξύτητας) λάδια, τα λάδια που έμειναν μετά το τηγάνισμα χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή σαπουνιού.
Η διαφορά μεταξύ ελαιομεσιτίας και εμπορίου ελαιολάδου
Τα ελαιομεσιτικά, όπως λέει και το όνομα τους ασκούσαν μεσιτεία. Ήταν οι διαμεσολαβητές μεταξύ των παραγωγών από την μια πλευρά και των τυποποιητών και εμπόρων από την άλλη πλευρά. Η αμοιβή τους ήταν 1% από τον παραγωγό και 1% από τον αγοραστή του ελαιολάδου επί της τιμής πώλησης του προϊόντος.
Τα ελαιοεμπορικά γραφεία ανήκαν σε χονδρεμπόρους ελαιολάδου. Αυτοί αγόραζαν το λάδι από τους παραγωγούς και το πωλούσαν όταν έκριναν ότι είναι η κατάλληλη στιγμή. Το κέρδος τους προέκυπτε από την διαφορά τιμής αγοράς και πώλησης. Οι έμποροι διατηρούσαν δικούς τους χώρους αποθήκευσης του ελαιολάδου. Οι ελαιομεσίτες δεν είχαν δικές τους αποθήκες: Το λάδι που εμπορεύονταν ήταν αποθηκευμένο είτε στις αποθήκες ελαιοτριβείων είτε στις αποθήκες των παραγωγών.
Οι ελαιομεσίτες καθημερινά πήγαιναν με τα δείγματα ελαιολάδου που είχαν, στους εμπόρους του νησιού (Κατσακούλης, Τρύφων, Παπαρίσβας κλπ) και προσπαθούσαν να πετύχουν την καλύτερη δυνατή τιμή. Ακόμη και μια δεκάρα να κέρδιζαν, είχε μεγάλη σημασία.
Πολύ συχνά οι ελαιοπαραγωγοί δανείζονταν χρήματα από ελαιομεσίτες, ελαιοτριβείς και εμπόρους ελαιολάδου για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το χρέος αποπληρώνονταν τους χειμερινούς μήνες είτε με την παράδοση μέρους της παραγωγής ελαιολάδου στον έμπορο ή των μεσίτη, είτε με την πώληση του ελαιολάδου και την παρακράτηση του χρέους.
Οι ελαιομεσίτες της Μυτιλήνης είχαν πολύ καλή συνεργασία με εμπόρους και ελαιομεσίτες της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της Βορείου Ελλάδας. Οι συναλλαγές με εμπόρους ελαιολάδου της Αθήνας ήταν πολύ περιορισμένες.
Η «γεωγραφία»
Τα ελαιομεσιτικά και ελαιοεμπορικά γραφεία δεν δημιουργήθηκαν τυχαία στην συγκεκριμένη θέση. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα το τελωνείο της Μυτιλήνης βρίσκονταν στην σημερινή Πλατεία Σαπφούς. Ο χώρος μπροστά από την πλατεία σχεδόν πάντα ήταν γεμάτος με βαρέλια που περιείχαν λάδι και περίμεναν καΐκια που θα τα μετέφεραν στην βόρειο Ελλάδα. Εκείνη την εποχή έτσι γίνονταν το εμπόριο του ελαιολάδου.
Τα ελαιομεσιτικά γραφεία βρίσκονταν στην βόρεια πλευρά της οδού Αθανασίου Μητρέλια. Η νότια πλευρά είχε αποθήκες τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων.
Πίσω από τα λαδάδικα ήταν η ψαραγορά της Μυτιλήνης, ο μπαλουχανάς. Εκεί ήταν συγκεντρωμένα τα ιχθυοπωλεία της πόλης. Λίγο πιο μέσα, στην περιοχή πηγαδάκι, βρίσκονταν τα πρατήρια χονδρικής εμπορίας λαχανικών και κηπευτικών, η λαχαναγορά της Μυτιλήνης.