
Με αφορμή τη σημερινή πλημμύρα στην Καλλονή και στη Σκάλα Καλλονής, η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης φέρνει στο φως ένα συγκλονιστικό κομμάτι της τοπικής ιστορίας, μέσα από το αρχείο παλαιών εφημερίδων που καταγράφουν τις μεγάλες καταστροφές του παρελθόντος. Με τίτλο «Η Καλλονή και οι Πλημμύρες – Ιστορία που Επαναλαμβάνεται», η Βιβλιοθήκη υπενθυμίζει ότι τα ακραία φαινόμενα που σήμερα δοκιμάζουν τον κάμπο της Καλλονής έχουν βαθιές ρίζες στον χρόνο, επαναλαμβάνοντας σχεδόν τα ίδια δραματικά σκηνικά που καταγράφηκαν πριν από έναν αιώνα.
Σύμφωνα με τα αρχειακά στοιχεία των εφημερίδων «Ταχυδρόμος», «Προοδευτική Λέσβος» και «Λεσβιακός Κήρυξ», η Καλλονή και τα γύρω χωριά είχαν πληγεί σφοδρά από μεγάλες πλημμύρες το 1931, το 1953 και το 1963, με τεράστιες ζημιές σε καλλιέργειες, υποδομές και κατοικίες. Οι περιγραφές των δημοσιογράφων της εποχής, συγκλονιστικά όμοιες με τις σημερινές εικόνες, μιλούν για σπίτια που καταστράφηκαν, για χωριά που αποκλείστηκαν και για ανθρώπους που κινδύνευσαν μέσα στα ίδια νερά του ποταμού Τσικνιά.
Τον Ιανουάριο και τον Μάρτιο του 1931, η Καλλονή βρέθηκε στο έλεος των χειμάρρων και του Τσικνιά, ο οποίος υπερχείλισε και κατέκλυσε τα πάντα στο πέρασμά του. Όπως έγραφε τότε ο «Ταχυδρόμος», «οι φτωχοί πρόσφυγες εκινδύνευσαν να πνιγούν μέσα στα σπίτια τους απ᾿ τα οποία τους έβγαζαν με δεμένα σχοινιά». Τα ορμητικά νερά παρέσυραν τρόφιμα, προμήθειες και υπάρχοντα, ενώ τα σπίτια γέμιζαν λάσπη και καταστροφή. Στην Καλλονή καταστράφηκαν επτά κατοικίες, ενώ μεγάλες ζημιές υπέστησαν τα χωριά Αρίσβη (Τζουμαϊλή), Κεράμι, Αργιανά, Παπιανά, Σκάλα Καλλονής και Σουμούρια, όπου έμεναν πολλοί πρόσφυγες.
Μέσα σε αυτό το χάος, η ανθρώπινη αλληλεγγύη δεν έλειψε. Ο Μητροπολίτης Καλλονής Διονύσιος φρόντισε για τη διανομή τροφίμων και ιατρική περίθαλψη, ενώ οι τοπικές αρχές –ο Πρόεδρος της Κοινότητας Δ. Αγγελίδης, ο Αντιπρόεδρος Ιγν. Θεοδωρακέλλης, ο Αστυνόμος Σουμέλας και ο Υπενωμοτάρχης Ζαχ. Νίτσος– βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Ο τελευταίος, όπως αναφέρει η εφημερίδα, «κολυμβών εντός του ποταμού προς διάσωσιν κινδυνευούσης οικογενείας κινδύνευσε να πνιγεί».
Η παλιά γέφυρα του Τσικνιά, κατασκευασμένη από την εποχή της Τουρκοκρατίας, υπέστη σοβαρές ζημιές, επιδεινώνοντας την ήδη χαοτική κατάσταση. Οι κάτοικοι κατήγγειλαν λάθη στην ανακατασκευή της, καθώς αντί για 12 καμάρες φτιάχτηκαν μόνον 9, χαμηλότερες και στενότερες, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η διέλευση των υδάτων. Οι ζημιές υπολογίζονταν τότε σε 5 εκατομμύρια δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή.
Το 1953 η ιστορία επαναλήφθηκε. Οι υπερχειλίσεις του Τσικνιά προκάλεσαν νέες εκτεταμένες ζημιές στις καλλιέργειες, ιδίως στις πατάτες, με τις απώλειες να ξεπερνούν τα δύο δισεκατομμύρια δραχμές. Οι κοινότητες ζήτησαν επιτακτικά τη διευθέτηση της κοίτης των χειμάρρων, γνωρίζοντας ότι χωρίς αντιπλημμυρικά έργα το φαινόμενο θα συνέχιζε να πλήττει τον τόπο.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1963, η γέφυρα του Τσικνιά κοντά στην Αρίσβη υπέστη καθίζηση και δύο από τα ανοίγματά της κατέρρευσαν τελείως, διακόπτοντας τη συγκοινωνία με το βόρειο τμήμα του νησιού και προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στην καθημερινότητα των κατοίκων.
Η σημερινή ανάρτηση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης είναι μια ουσιαστική έκκληση για προβληματισμό. Οι περιγραφές του «Ταχυδρόμου» από το 1931 –«φρίκη και απόγνωσις… πανικός εις τους κατοίκους»– μοιάζουν τραγικά επίκαιρες. Οι ίδιες περιοχές που τότε πνίγονταν από τον Τσικνιά βρίσκονται και πάλι σήμερα κάτω από νερό, δείχνοντας ότι το παρελθόν συνεχίζει να επαναλαμβάνεται όταν τα διδάγματά του ξεχνιούνται.
Η Βιβλιοθήκη, μέσα από τη σειρά «Η Βιβλιοθήκη θυμάται», αξιοποιεί το ψηφιακό της αρχείο εφημερίδων για να αναδείξει σημαντικά γεγονότα του λεσβιακού παρελθόντος, φωτίζοντας την ιστορική συνέχεια του τόπου. Οι αναφορές του «Ταχυδρόμου», της «Προοδευτικής Λέσβου» και του «Λεσβιακού Κήρυκα» (που διατίθενται ψηφιακά στο dspace.cplm.gr) αποτελούν πολύτιμη πηγή γνώσης και υπενθύμιση ότι η συλλογική μνήμη δεν πρέπει να παραμένει κλεισμένη στα αρχεία.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, η φράση που έκλεινε το ρεπορτάζ του 1931 ηχεί πιο επίκαιρη από ποτέ:
«Η θέσις όχι μόνον των κατοίκων της Καλλονής αλλά και όλων των χωριών… εξακολουθεί να είναι τραγικώς απελπιστική».