Ο εγγονός του Φώτη Κόντογλου γυρίζει το χρόνο πίσω
«Βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο και με έπαιρνε κι εμένα μαζί του» λέει ο Φώτης Μαρτίνος
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 20/4/2025

«Είχα ένα σκαμνάκι, καθόμουν δίπλα του κι εκείνος ζωγράφιζε. Ήταν μισοσκόταδο μέσα στο ατελιέ, γιατί δεν του άρεσε το φως και, καθώς ζωγράφιζε, τον άκουγα να ψέλνει. Εκείνη την ώρα, είχε απόλυτη συναίσθηση ότι φτιάχνει την εικόνα του Θεού. Βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο και με έπαιρνε κι εμένα μαζί του».
Με αυτά τα λόγια μιλώντας στην Καθημερινή ο Φώτης Μαρτίνος, εγγονός του μεγάλου λογοτέχνη και αγιογράφου Φώτη Κόντογλου, γυρίζει τον χρόνο πίσω. Πίσω στα Πατήσια, στο σπίτι της συνοικίας Κυπριάδη, εκεί όπου έζησε τα πρώτα 14 χρόνια της ζωής του δίπλα στον παππού του. Σε εκείνο το ισόγειο διαμέρισμα όπου το φως ήταν πάντα μετρημένο και η ατμόσφαιρα μυστηριακή, λες και σεβόταν το έργο που συντελούνταν μέσα του.
Η αίσθηση του ιερού, βαθιά ριζωμένη στον τρόπο ζωής και δημιουργίας του Κόντογλου, έγινε βιωματικό σχολείο για τον μικρό Φώτη. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος παππούς – δεν έδινε συμβουλές, δεν πήγαινε τα εγγόνια του βόλτα. Ήταν ένας άνθρωπος αφοσιωμένος, παθιασμένος, δοσμένος απόλυτα στο έργο του: τη βυζαντινή αγιογραφία, τη συγγραφή, την αναζήτηση του ελληνικού πνεύματος μέσα από τις τέχνες.
Ζωγραφίζοντας με πίστη – Μια ζωή αφιερωμένη στην τέχνη
Ο Φώτης Κόντογλου, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, γεννήθηκε το 1895 στο Αϊβαλί. Τα πρώτα του χρόνια ήταν σημαδεμένα από την προσφυγιά και τις δυσκολίες, όμως η δίψα για γνώση και έκφραση τον οδήγησε στη Σχολή Καλών Τεχνών και αργότερα στο Παρίσι. Από το 1948 έως τον θάνατό του, το 1965, αρθρογραφούσε καθημερινά στην εφημερίδα Ελευθερία, ενώ στο σπίτι του συνέρρεαν άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις – για να συζητήσουν, να συγκρουστούν, να γελάσουν.
«Ηταν ένας άνθρωπος που απέπνεε τεράστια σιγουριά», θυμάται ο εγγονός του. «Η ενέργειά του ανάβλυζε σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Γι’ αυτό και τραβούσε τόσο κόσμο. Κάθε απόγευμα το σπίτι μας ήταν γεμάτο – καθηγητές, εργάτες, διανοούμενοι, πλούσιοι, αγράμματοι. Όλοι είχαν θέση στο σαλονάκι του Κόντογλου, γιατί μιλούσαν απλά και κατανοητά. Είχαν χιούμορ, αυτοσαρκάζονταν, ήταν άνθρωποι ζωντανοί».
Η μνήμη που ζει μέσα στους τοίχους
Ο Φώτης Μαρτίνος περιηγείται στους τοίχους του Δημαρχιακού Μεγάρου Αθηνών, στην αίθουσα που φέρει το όνομα του παππού του. Εκεί, στη σκιά των τοιχογραφιών που φιλοτέχνησε ο Κόντογλου στα τέλη της δεκαετίας του ’30, νιώθει ξανά εκείνη τη σιωπηλή σύνδεση: «Όταν βρίσκομαι σε αυτή την αίθουσα, είναι σαν να βρίσκομαι κοντά του. Η ζωή πριν και μετά τον Κόντογλου ήταν τελείως διαφορετική. Όταν ζεις με τέτοιους ανθρώπους, μεγαλώνεις πιο γρήγορα».
Το αρχείο μιας ζωής – Και ακόμη αταξινόμητο
Το έργο του Φώτη Κόντογλου δεν περιορίζεται σε εικόνες και κείμενα. Είναι ένα άτυπο σύμπαν, ένα σύνολο βιωμάτων, σχεδίων, χειρογράφων, σημειώσεων σε χαρτοπετσέτες και παλιές σακούλες. Το 2015, μεγάλο μέρος του αρχείου του παραχωρήθηκε ψηφιοποιημένο στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Όμως, όπως εξηγεί ο εγγονός του, η ταξινόμηση συνεχίζεται ακόμη – «πέντε χρόνια δουλεύαμε πάνω σε αυτό και ακόμα δεν έχει τελειώσει. Υπάρχουν πολλές βαλίτσες γεμάτες με λέξεις, εικόνες, σκιές».
«Την ημέρα που πέθανε, μαυροφορέθηκε όλη η γειτονιά»
Ο θάνατος του Κόντογλου δεν ήταν απλώς η απώλεια ενός δημιουργού. Ήταν το τέλος μιας εποχής. «Την ημέρα που πέθανε, μαυροφορέθηκε όλη η γειτονιά», λέει ο Φώτης Μαρτίνος. «Ήταν ένας άνθρωπος που κουβαλούσε την αλήθεια του και τη μετέδιδε με ένταση και αγάπη. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλος σαν αυτόν».
Και ίσως, τελικά, αυτή να είναι η βαθύτερη εικόνα του Θεού που ζωγράφιζε: μια πράξη αγάπης, πίστης και φωτός, μέσα σε ένα μισοσκόταδο ατελιέ, με ένα παιδί να κάθεται σιωπηλά στο σκαμνάκι και να μαθαίνει τον κόσμο μέσα από τα χρώματα και τους ψαλμούς.