Στις δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν, τον Ταγίπ Ερντογάν βγήκε δημόσια να στηρίξει και μάλιστα ένθερμα ο τρίτος υποψήφιος για την Προεδρία, Σινάν Ογκάν. Ο Ογκάν με κάτι περισσότερο από 5% στις κάλπες είναι προφανές πως από την μία θέλει να ενταχθεί στο πλευρό των νικητών και από την άλλη να αποκτήσει πρόσβαση στα ενδότερα της Κυβέρνησης ώστε με το χρόνο να πάρει την θέση του «γκριζόλυκου» Μπαχτεσλί. Όχι σήμερα ο Ερντογάν ίσως να μην χρειάζεται κανέναν από τους δύο εθνικιστές ακροδεξιούς του εταίρους για να επιστρέψει στο «Λευκό Παλάτι» στην Άγκυρα ως Πρόεδρος αλλά χρειάζεται ένα «αντίβαρο» στις πιέσεις του εξαιρετικά έμπειρου Μπαχτσελί που φέρνει στο «τραπέζι» το καθόλου μικρό 10%.
Με την κίνηση αυτή ο Κιλιτσντάρογλου προφανώς δεν αποσκοπεί απλά να πάρει μόνο το 2% που πήρε το συγκεκριμένο κόμμα του Ουμίτ Οζντάγκ στις βουλευτικές εκλογές. Ο Κιλιτσντάρογλου επιχειρεί και αυτός από τη μία να «κολυμπήσει» στη μεγάλη πληθυσμιακά δεξαμενή της άκρας δεξιάς και σε δεύτερο χρόνο να αποδυναμώσει την Μεράλ Αξενέρ τον έτερο πόλο των γκρίζων λύκων της Τουρκίας η οποία έχει θέσει το «Καλό κόμμα» στις υπηρεσίες της αντιπολίτευσης.
Ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, την διαφορά και το εάν ο Ερντογάν θα συνεχίσει την πορεία που έχει οικοδομήσει τα τελευταία 20 χρόνια, επιχειρώντας να ανυψώσει το ονομά του όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτό του Κεμάλ Ατατούρκ, είναι δεδομένο πως η Τουρκία είναι μία βαθιά πολωμένη πολιτικά και κοινωνικά χώρα που κινείται σήμερα όσο πιο ακραία γίνεται αδιαφορώντας ή εθελοτυφλώντας για σημαντικά και ουσιαστικά προβλήματα όπως αυτό του κόστους ζωής, της οικονομίας αλλά και της ασφάλειας.