ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Δεν... «παλεύονται» οι συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα
Μιλήσαμε με τη διευθύντρια του Ινστιτούτου Πουλαντζά για την έρευνα, όπου 7 στους 10 εργαζόμενους λέει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τον μισθό του
Γράφει η ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ Δημοσίευση 18/11/2022
8 στους 10 εργαζόμενους (78,5%) θεωρούν ότι στην Ελλάδα προστατεύονται περισσότερο τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των εργοδοτών σε βάρος των εργαζομένων. Αυτό μεταξύ άλλων έδειξε έρευνα του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» σε συνεργασία με την Prorata S.A. με θέμα τις «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα» και για την έρευνα μιλήσαμε με τη Διευθύντρια του Ινστιτούτου, Δανάη Κολτσίδα, στο ρ/σ του «Ν» στους 99 στα fm και την εκπομπή «Ανθέων 99».
Ειδικότερα:
Περισσότεροι από τους μισούς (54,3%) θεωρούν ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας σήμερα σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων είναι χειρότερη σε σύγκριση με πριν 3 χρόνια.
1 στους 5 θεωρεί “πολύ” ή “αρκετά” πιθανό να χάσει την εργασία του τον επόμενο ένα χρόνο.
7 στους 10 (72%) δηλώνει ότι το εισόδημα από την εργασία του δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του χωρίς άλλους πόρους.
7 στους 10 (71,9%) αξιολογεί αρνητικά τις επιδόσεις της κυβέρνησης στην προστασία και ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων.
Φέτος, η έρευνα πραγματοποιείται σε μία συγκυρία κατά την οποία η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας από τις επιπτώσεις της πανδημίας προσκρούει στην εκτόξευση του κόστους ζωής. Η ενεργειακή κρίση, αλλά και ο καλπάζων πληθωρισμός αυξάνουν το κόστος της παραγωγής και διανομής των προϊόντων και υπηρεσιών και πλήττουν σημαντικά τις επιχειρήσεις, και κυρίως τις μικρομεσαίες που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία στη χώρα μας και των οποίων η βιωσιμότητα τίθεται σε ορισμένες περιπτώσεις εν αμφιβόλω. Και βέβαια, την ίδια στιγμή εξανεμίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, και κυρίως των μισθωτών, προκαλώντας ανησυχίες για μία οξεία κοινωνική κρίση τους επόμενους μήνες. Το δεδομένο αυτό θέτει με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση -ειδικά στη χώρα μας- το πρόβλημα των μισθών, το οποίο έχουμε αναδείξει και στα δύο προηγούμενα «κύματα» της έρευνας.
Την ίδια στιγμή, σε διεθνές επίπεδο τάσεις που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την πανδημία, όπως η αύξηση του αριθμού των ψηφιακών νομάδων [digital nomads/nomadic teleworking] ή το κύμα της μεγάλης παραίτησης [great resignation/big quit] προβληματίζουν τους κοινωνιολόγους της εργασίας, αλλά και την κοινή γνώμη, για τα αίτια και τις πιθανές επιπτώσεις τους. Επομένως -και με δεδομένες τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμόρφωσε στη χώρα μας η μείωση και εν συνεχεία η καθήλωση των μισθών επί μία δεκαετία και η εν γένει κατάσταση της αγοράς εργασίας (ανεργία, επισφάλεια, εργάσιμος χρόνος, προστασία από απολύσεις, συλλογικά εργατικά δικαιώματα κ.λπ.)- γεννάται το ερώτημα κατά πόσο οι τάσεις αυτές καταγράφονται και στην ελληνική αγορά εργασίας και σε τι βαθμό.
Όπως σημειώνεται στα συμπεράσματα της έρευνας:
Η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από έναν υψηλό και διάχυτο βαθμό επισφάλειας, κυρίως εντοπισμένο στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και πολύ περισσότερο τους εργαζόμενους/τις εργαζόμενες με «μπλοκάκι». Η επισφάλεια στις διάφορες εκδοχές με τις οποίες εκδηλώνεται (ανασφάλεια περί τη θέση εργασίας, μειωμένη απασχόληση, άτυπη απασχόληση, χαμηλοί μισθοί και μισθολογικό χάσμα κ.λπ.) πλήττει κυρίως τις γυναίκες και τους νεότερης ηλικίας εργαζόμενους και εργαζόμενες, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι οι άλλες κατηγορίες εργαζομένων ζουν σε καθεστώς εργασιακής σταθερότητας και ασφάλειας. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι πρόκειται για διαφορετικές εργασιακές πραγματικότητες: άνδρες έναντι γυναικών, νέοι έναντι μεγαλύτερων, μισθωτοί του δημόσιου έναντι μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Ενδεικτικά:
1 στους 5 ερωτώμενους δήλωσε ότι θεωρεί “πολύ” ή “αρκετά” πιθανό να χάσει την εργασία του τον επόμενο ένα χρόνο, ποσοστό που αγγίζει το 23% μεταξύ των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Οι γυναίκες εργάζονται σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τους άνδρες (13,5% έναντι 5,3%) με μερική απασχόληση, ενώ είναι τετραπλάσιο το ποσοστό των γυναικών που αμείβονται με κάτω από 650 ευρώ (13,8% έναντι 3,6% των ανδρών).
Το ζήτημα του επιπέδου των μισθών -που είχαμε ήδη από το περσινό «κύμα» αναδείξει ως το κυρίαρχο πρόβλημα της ελληνικής αγοράς εργασίας, φέτος προσλαμβάνει πολύ σημαντικές διαστάσεις. Ο κίνδυνος κατακόρυφης αύξησης των εργαζόμενων φτωχών στη χώρα μας, οι οποίοι θα αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και στοιχειώδεις ανάγκες τους, είναι περισσότερο από ορατός. Ήδη στην έρευνα αποτυπώνεται ξεκάθαρα η αδυναμία ενός ανησυχητικά μεγάλου μέρους εργαζομένων -ακόμα και όσων έχουν σταθερή απασχόληση- να καλύψουν τις ανάγκες του νοικοκυριού τους, ενώ επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι οι βασικές ανελαστικές δαπάνες (στέγη, τροφή, λογαριασμοί ενέργειας κ.λπ.) τείνουν να εξαντλούν -αν όχι να υπερβαίνουν- το ύψος του εισοδήματος των πολιτών από την εργασία τους. Την ίδια στιγμή, η κατάσταση αυτή επιτείνει και τα αισθήματα απογοήτευσης/μη ικανοποίησης από την εργασία, καθώς το ζήτημα της επιβίωσης διαπλέκεται με αυτό της αναγνώριση