× Στο Νησί
SOCIAL MEDIA

Ατταλος ο τελευταίος

Για μια επίσκεψη στην Πέργαμο, μέρα σαν σήμερα, του Αγίου Παντελεήμονα, πριν 40 χρόνια!

Δημοσίευση 27/7/2022

Ατταλος ο τελευταίος

του ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΑΛΑΣΚΑ
«…απ΄ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά
μιλούνε -φίλοι μου- μιλούνε σαν άνθρωποι
κι έπειτα ήσυχα - ήσυχα πεθαίνουν
τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά
και μια - μια ανοίγουν τα φτερά
οι σκυθρωπές μορφές ενός καινούριου κόσμου»
«Τρίαδάκρυα του Θεού» Μίλτου Σαχτούρη

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ανηφόριζε τα σοκάκια της πολιτείας σα να ΄ξερε από τα πριν το που οδηγούν. Η γέφυρα, το Ουλού Τζαμί, η ανηφόρα, η θέα στον ποταμό και ξανά δεξιά και πάνω…
«Πού στο διάβολο τα ξέρεις τα σοκάκια;» του φώναξε λαχανιασμένη, δέκα-είκοσι μέτρα πίσω, εκείνη. «Σταμάτα να ανασάνω…».
Έκανε πως δεν άκουσε. Τα ποδάρια του είχαν βγάλει φωτιές θαρρείς. Σαν το κατσίκι έτρεχε απάνω στις λειασμένες μαυρόπετρες κι όσο κόντευε στο άγνωστο για κείνον «κέντρο», τόσο η δύναμη που τον τραβούσε σ’ αυτό δυνάμωνε.
«Έλα, Έλα, Έλα». Μια φωνή άγρια κι αγαπητή μαζί, του ’χε αρπάξει από τα μακριά τα κρέατα του στήθους του και τα τράβαγε. Πονούσε…
«Έρχομαι…» μονολόγησε δυνατά.
«Έρχομαι» άκουσε.
Σαν βγήκε στο πλάτωμα, ο πόνος καταλάγιασε. Ο αγέρας σεργιάνισε ανάμεσα στα μαλλιά του, πάγωσε τον ιδρώτα του μετώπου του και χοροπηδηχτά τράβηξε στ’ άλλο μέρος της πλατείας.
Μπροστά ήτανε η βρύση. Νερό τρεχούμενο από τις ρίζες της γης. Έσκυψε…
Μόλις ακούμπησε το νερό στα χείλια του, το ένιωσε να του μιλά.
«Καλημέρα, καλώς ήρθες. Καλημέρα».
Σκιάχτηκε. Σήκωσε τα μάτια του στο ντουβάρι της βρύσης. Τραβήχτηκε πίσω…
«Τί γίνεται ‘δω πέρα;» μονολόγησε.
Ημερομηνία με γράμματα στη λαλιά του. Εκατό και βάλε χρόνια πριν. Κοντοστάθηκε κι έσκυψε με απόφαση στη λίθινη γούρνα της βρύσης. Έχωσε τα χέρια του στο νερό με δύναμη και το τίναξε στο πρόσωπό του. Πήγε παραπέρα, έκατσε καταγής, ακούμπησε την πλάτη σε μια μαρμαροκολώνα που ’χε φυτρώσει θαρρείς κι άναψε τσιγάρο. Άκουσε την ανάσα του. Βαριά, άρρυθμη. Ξεροκατάπιε το σάλιο του και τον καπνό.
«Εδώ είμαστε, λοιπόν» είπε. Στο Ντομούζ Αλάνι. «Τούτη είναι η πλατεία τ’ Αη Γιώργη. Και τούτα τα χαλάσματα… ε, τούτα, ναι, τούτα είναι».
Εκείνη σωριάστηκε δίπλα του. «Σ’ έχασα...». Του ζήτησε τσιγάρο, της άφησε όλο το πακέτο.
Η ματιά του έτρεχε γύρω-γύρω στην παραλληλόγραμμη αλάνα. Ένα σπίτι με δυο πεύκα εμπρός του. Δύο πεύκα. Δυο πεύκα θηρία. Το ‘να γεννημένο με το μπάρμπα Γρηγόρη το 1908 και τ’ άλλο με τον κυρ Παναγιώτη, το 1916.
Αναταράχτηκε...
Πλησίασε πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών του. Σαν να φοβόταν μην κάνει θόρυβο και σηκωθεί στο πόδι ολάκερη η πολιτεία.
«Καλώς ήλθες… Καλημέρα». Η φωνή... Και πάλι και πάλι. Ένιωσε να πονά, έβαλε τα χέρια του στ’ αυτιά. Όχι άλλη φωνή, όχι άλλες καλημέρες, όχι άλλα καλωσορίσματα.
Άρχισε να τρέχει κατά το σπίτι. Κάθε του βήμα θαρρείς και πάταγε σε πυρωμένο σίδερο. Προσπέρασε γρήγορα τα πεύκα. Κι ανέβηκε το σκαλοπάτι.
Έπιασε το ρόπτρο με το χεράκι που βαστά μια πέτρα, τ΄ ανασήκωσε και σταμάτησε…
Το χεράκι των παραμυθιών. Το χεράκι που ‘ταν χρυσαφί κι η δούλα κάθε πρωί το έλαμπε για να το βλέπουν οι γειτόνισσες, οι ρημαδιασμένες, και να στραβώνονται. Τ’ απίθωσε δίχως ήχο στο μέταλλο της πόρτας.
Τ’ ανασήκωσε ξανά, έκλεισε τα μάτια και το χτύπησε δυνατά. Μία, δύο, τρεις φορές. Κι η φωνή μέσα στα μηνίγγια του ξανάπε, γλυκά-γλυκά ετούτη τη φορά. «Καλώς ήρθες».

Σαν άνοιξε τα μάτια του, μπροστά στην ανοιγμένη πόρτα είδε εκείνον. Έστεκε εμπρός του γέρος, και καμπουριασμένος. Τον ήξερε, μα δεν τον είχε ματαδεί. Στο πετρωμένο βλέμμα του, ξεχώρισε εκείνο το χρώμα το καφετί, με τη σπιρτάδα τ’ αλόγου που καλπάζει.
«Αφέντη...» άκουσε.
«Καλημέρα», τ’ απάντησε.
«Αφέντη ολγκελντινίζ» ματάκουσε.
Το βλέμμα είχε χάσει τη σπιρτάδα. Ο γέρος ήταν άσπρος. Το μουστάκι του έτρεμε. Μαζί μ’ αυτό και το κατωχείλι του και τα βλέφαρα. Ενενήντα και βάλε χρόνια έτρεμαν μέσα σ’ έναν άνθρωπο.
«Αφέντη εσύ ‘σαι;» άκουσε.
Σιωπή...
«Εγώ ‘μαι αφέντη. Ο Αλή ‘μαι. Γέρασα, αφέντη, γέρασα. Κι εσύ ‘σαι ακόμα πιο νιος κι από τότε»…
Πιο νιος από τότε…
Από πότε;
Σήκωσε το χέρι του και τ’ απίθωσε στον ώμο του Αλή. Αλή τον έλεγαν;
«Αλή, ναι εγώ ‘μαι. Μα δεν είμαι αυτός που ήξερες. Είμαι η φύτρα του, καταλαβαίνεις;»
Η φωνή του πέρασε τα μυαλά, χώθηκε απ’ τη μια μεριά και ξεριζώθηκε απ’ την άλλη.
«Καλώς ήρθεεες…»
Έσφιξε τον ώμο τ’ Αλή που θαρρείς κατάλαβε τον πόνο του. Αμήχανα έτριψε το κούτελο του, το μουστάκι και τα χείλια του....
Νεκρή στιγμή, δευτερόλεπτα απ’ αυτά που αναρωτιέσαι πόσοι αιώνες είναι…
Και ξαφνικά ο Αλή του ‘χωσε το ζερβό του χέρι στα μαλλιά και του ψιθύρισε.,
«Περίμενε, αφέντη περίμενε…»
Χάθηκε πίσω από την πόρτα με το χέρι που χτύπαγε αιώνα τώρα το μέταλλο. Χάθηκε…
Δίπλα του εκείνη.
«Τι ‘ναι εδώ;»
Έκατσε στο σκαλοπάτι το φτιαγμένο από σαρμουσακόπετρα. Μπροστά του τα δυο πεύκα. Ο μπάρμπα Γρηγόρης κι ο κυρ Παναγιώτης.
Ο κυρ Παναγιώτης.
Ο κυρ Παναγιώτης.

Άναψε τσιγάρο. Ξανά τσιγάρο. Τι άλλο να έκανε;
Τσιγάρο. Φαρμάκι απ’ τα χρόνια τα πολύ παλιά, από τότες που λέγαν στον καφενέ πως είναι φάρμακο του πόνου της καρδιάς.
Είδε τον Αλή να πλένεται απ’ το νερό της πλατείας.
Κι η φωνή, η γνώριμη πια φωνή φώναξε δυνατά. «Αλή, Αλή, έλα, έλα, έλα, Αλή …»
Ο Αλή, από κάπου εκεί κοντά, απ’ τη βρύση με το νερό που και δαύτο μίλαγε, φόρτωσε στο ζνίχι του τ’ αρνί. Άσπρο με τρίχες στριφτές κι αλλιώτικες, σα να ψάχνουν να βρουν τη ρίζα τους κι επιστρέφουν.
Σε λίγο ήταν δίπλα του.
Πρόλαβε μόνο να δει το μαχαίρι που ξεδίπλωσε, προς τον αγέρα και το κατέβασμά του. Τη στιγμή που τ’ απίθωνε στο λαιμό τ’ αρνιού να κι η φωνή. Πνιγμένη. Δεν καταλάβαινε τι του ‘λεγε.
Κι ο αγέρας που έπιασε να φυσά του πάγωσε το μέτωπο. Του χτύπησε το πετσί, περνώντας μέσα απ’ τα φύλλα των δένδρων του μπάρμπα Γρηγόρη και του κυρ Παναγιώτη.
Άκουσε την ανοιχτή πληγή στο καρύδι τ’ αρνιού να του μιλά. «Καλώς ήρθες» ξανά και ξανά.
Ο Αλή του πήρε τα χέρια και τα ’χωσε στο αίμα τ’ αρνιού που ζεστό ακόμα κλωτσούσε την τύχη του.
«Χαλάλι, αφέντη, χαλάλι να χαρείς, χαλάλι».
Εκείνος κουνούσε τα χέρια στο κενό, το αίμα έρρεε απ’ τα χέρια του. Εκείνη είχε πισωγυρίσει.
Αίμα, αίμα, αίμα…
Ματωμένα χέρια, χέρια με αίματα, αίματα, με αίματα. Η σκέψη του έγινε αίματα, σύνθημα.
Με αίματα, έσκυψε το κεφάλι, ο αγέρα φύσαγε ανάμεσα στα μαλλιά του.
«Έλα» έλα του είπε η φωνή. Ένιωσε την αυστηρότητα. Σήκωσε τα ματωμένα χέρια του.
«Μπάρμπα Αλή, τι θες από μένα;»
Ο γέρος του οδήγησε τα ματωμένα χέρια στο κούτελο. Γραμμή κάθετη, γραμμή οριζόντια, σταυρός.
Σταυρός. Κίνηση αργή.
«Καλώς ήρθες...» η φωνή.
«Χαλάλι, χαλάλι, χαλάλι» σιγοψιθύρισε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η μέρα είχε κυλήσει ασήκωτη. Ο χαμός, τα θανατικά, το φευγιό, τα δέντρα, η κρεμάλα, η σφαίρα πάνω απ’ το ζερβί το φρύδι, ο βιασμός κι ο πιτσιρίκος μόνος του, από την Πέργαμο στο Δικελί – ώρες πόσες; - το πέρασμα στο Αιγαίο.
Κι αυτός στο ίδιο δωμάτιο.
Στριφογύριζε στο στρώμα που του είχε στρώσει ο Αλή να κοιμηθεί. Το ταβάνι είχε κατέβει χαμηλά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, εκείνη εκεί, πλάι του.
«Ποιος είναι πλάι μου τούτη την ώρα;» μονολόγησε.
Το δωμάτιο γύριζε. Μαζί του κι αυτός. Μπρος - πίσω στο χρόνο κι η φωνή… η φωνή βουβή από ώρα.
Τρεις η ώρα…
Ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε στη σκάλα. «Αίμα» σκέφθηκε, μα σαν αντίκρισε το πεύκο και τη ματωμένη απ’ το αίμα του αρνιού σαρμουσακόπετρα, αναρωτήθηκε «Αίμα;».
Σωριάστηκε στα σκαλιά. Ένιωσε τα νύχια του να μπήγονται στην πέτρα και τα μάτια
του να ‘ναι έτοιμα να σκάσουν.
«Αυτά είναι όλα, λοιπόν», μονολόγησε. Αυτά ήταν όλα; Κι αυτός τι ήταν; Τι θα ήταν πια αυτός;
«Αφέντη...». Ο Αλή έκατσε δίπλα του. Δίπλα του βρίσκονταν έτοιμα να χυθούν στο Ντομούζ αλάνι ενενήντα κοντά χρόνια ετούτης της πολιτείας. Του πρόσφερε τσιγάρο. SAMSUN. Από τα φτηνιάρικα βαριά κι ασήκωτα σαν εκείνα του κυρ Παναγιώτη στο τσαγκαριό.
Του ’πιασε το γόνατο και του ψιθύρισε στ’ αυτί.
«Αφέντη να ’σαι καλά, γερός να ‘σαι αφέντη».
Κείνο το βράδυ τέλειωσε, με τον Αλή αμίλητο.
Και αυτός αμίλητος. Και τη φωνή που’ παιρνε αμπάριζα από το πεύκο θαρρείς, κι αυτή αμίλητη ήταν από ώρα.
Σαν ξημέρωσε η μέρα, 27 Ιουλίου του 1982, ο Αλή του έδωσε μια κούτα. «Τα πράγματα. Αυτά δε χαλαλίζονται...» του είπε.
Απλά καθημερινά πράγματα από τότες, καρπετιά, ένα καμουτσίκι για το άλογο, ένα φλιτζάνι του καφέ. Κι ένα φτηνιάρικο χαρτονένιο πανηγυρτζίδικο εικόνισμα του Αγίου Παντελεήμονος. «ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΕΝ ΚΟΥΣΚΟΥΝΤΖΟΥΚΙΩ» έγραφε στην άλλη του πλευρά.

Τον άλλο χρόνο ξαναπήγε στην πολιτεία. Έτρεξε στην πλατεία, ήπιε νερό από τη βρύση και τράβηξε στο σπίτι με τα σιδερένια παντζούρια.
Ο Αλή δεν ήταν όμως πια εκεί.
Ο Αλή δεν θα ξαναήταν πια εκεί.
Η φωνή, κι η φωνή ξανάρθε. Χώθηκε στα μονοπάτια τα πονεμένα από το χαμό τ’ Αλή, απ’ το χαμό του αφέντη του, του Στρατηγη, απ’ το χαμό του μπάρμπα Γρηγόρη, απ’ την κυρα Εριφύλη με τα κορίτσια που χάθηκαν στο δρόμο.
Η φωνή αργά του ψιθύρισε στο αυτί.
«Άτταλε, εσύ έχεις έναν Αλή;»
Ναι. Τούτη τη φωνή την ήξερε. Την ήξερε τη φωνή της πολιτείας του. Αυτός ήταν ο τελευταίος που την άκουσε.

Υ.Γ. 27 Ιουλίου 2022. 40 χρόνια μετά. Ο Άτταλος 60χρονος πια, με φωνές πολλές ολόγυρα του και την εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα «ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΕΝ ΚΟΥΣΚΟΥΝΤΖΟΥΚΙΩ». «Ήταν εκεί και με περίμενε. 60 χρόνια περίμενε εμένα» μονολογεί κάθε τέτοια μέρα 40 χρόνια τώρα. Και κλείνει το μάτι στον Άγιο για το θαύμα του. «Αχ κυρ Παντελή» του λέει σιγά σιγά σκύβοντας στην εικόνα. «Με έκανες να πιστέψω στην Ανάσταση θαρρείς μα εγώ την έζησα την Ανάσταση».

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ
Tο stonisi.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

ΕΡΤ: Το παράρτημα!

Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΑΔΙΤΗΣ*
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Πάνω από 6.000 Τούρκοι σε λίγες ημέρες

«Ευχαριστούμε την Ελλάδα που έκανε εύκολο το ταξίδι στο όμορφο νησί σας» δήλωσαν οι επισκέπτες που περίμεναν στην ουρά για να περάσουν από το Τελωνείο Μυτιλήνης, όπου τους περίμενε ούζο!
ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ
ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Ιστορίες «στο Ν» για την ιστορία και τοπογραφία της Λέσβου

Ο Δημήτρης Μάντζαρης συζητά με το Σπύρο Καράβα, ομότιμο καθηγητή Νεότερης Ιστορίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
ΑΧΙΝΟΣ

Πάτησε τον Αχινό, 11/4/2024

Το καυστικό σχόλιο της ημέρας
ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑ ΜΠΛΟΥΖ

Του Αγίου Αντύπα της Περγάμου

Η γιορτή σαν σήμερα 11 Απριλίου, στο ναό του Αιγυπτίου θεού Όσιρι που ‘γινε εκκλησιά για το μαθητή του Ιωάννη του Θεολόγου και σήμερα λειτουργεί σαν τζαμί
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Απούσα η Σάμος

Γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΡΛΑΣ*
ΑΧΙΝΟΣ

Πάτησε τον Αχινό, 10/4/2024

Το καυστικό σχόλιο της ημέρας
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Στο ταξίδι της μουσικής με τον Μανώλη Ζαχαράκη

Ο μόλις 21χρονος βιρτουόζος του πιάνου, ανοίγει φτερά για τη σύνθεση και τη Γερμανία- Μέχρι τότε τον απολαμβάνουμε στο Mythical Coast
ΑΧΙΝΟΣ

Πάτησε τον Αχινό, 9/4/2024

Το καυστικό σχόλιο της ημέρας
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Αξιολόγηση; Σιγά μην φοβηθώ!

Γράφει ο ΘΕΜΗΣ ΚΛΙΟΜΙΔΙΩΤΗΣ, αναπληρωτής εκπαιδευτικός
ΑΧΙΝΟΣ

Πάτησε τον Αχινό, 8/4/2024

Το καυστικό σχόλιο της ημέρας
ΑΧΙΝΟΣ

Πάτησε τον Αχινό, 7/4/2024

Το καυστικό σχόλιο της ημέρας