
Δεκαπέντε χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου με θέμα τα παλιά μαγαζιά και τα επαγγέλματα του Μανταμάδου, τούτο το καλοκαίρι ξαναμπήκα στη διαδικασία της συγγραφής και έκδοσης ενός νέου βιβλίου με διηγήματα, ιστορίες, καταγραφή εθίμων και παραδόσεων πάλι από τη γενέτειρά μου τον Μανταμάδο.
Πλησίασα λοιπόν στον κόσμο των εκδόσεων και των Λέσβιων συγγραφέων, τόσο κατά τη διάρκεια της έκθεσης βιβλίου στο πάρκο της Αγίας Ειρήνης τον Ιούλιο που μας πέρασε, όσο και σε διάφορες παρουσιάσεις βιβλίων, που έγιναν και γίνονται είτε από τους ίδιους τους συγγραφείς είτε από τις εκδοτικές και εκτυπωτικές επιχειρήσεις της Λέσβου ή /και από τα βιβλιοπωλεία της πόλης.
Κάποια πράγματα έχουν αλλάξει μα τα περισσότερα μένουν σταθερά και αμετακίνητα.
Νομίζω πως είναι σημαντικές όλες αυτές οι προσπάθειες που γίνονται, προσπάθειες περισσότερο ατομικές και ιδιωτικές, λίγες από αυτές να υποστηρίζονται από συλλογικούς φορείς και σχεδόν καμμιά από θεσμικούς παράγοντες.
Βιβλία με θέματα από την παράδοση της Λεσβιακής υπαίθρου, με καταγραφή γεγονότων, παραδόσεων και εθίμων, που χάνονται σιγά σιγά ή έχουν ήδη διαγραφεί από τη μνήμη των μεγαλύτερων η/και δεν έχουν καν περάσει στους νεότερους.
Βιβλία που ζωντανεύουν πρόσωπα χαμένα στο χρόνο, που μας θυμίζουν άτομα που έζησαν σ αυτόν τον τόπο και άφησαν το δικό τους στίγμα.
Βιβλία που μας θυμίζουν λέξεις και φράσεις από την παλιά καθημερινή μας γλώσσα, τη λεσβιακή διάλεκτο, τη ντοπιολαλιά μας.
Όμως αν κάποιος κάνει σήμερα μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία της πόλης δεν πιστεύω πως θα μπορέσει να έχει μια έστω και μερική άποψη αυτής της πολύτιμης παρακαταθήκης που δημιουργούν αυτοί οι άνθρωποι που καταπιάνονται με την έκδοση βιβλίων με αναφορές στον τόπο μας και τη γλώσσα του.
Και είναι οι άνθρωποι αυτοί που μέσα στην εποχή της οικονομικής δυσπραγίας, καταθέτουν το υστέρημά τους για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στη δαπάνη της έκδοσης.
Είναι οι άνθρωποι που σε πείσμα της προσπάθειας επιβολής των ηλεκτρονικών και ψηφιακών μέσων και της επιχειρούμενης αποχαύνωσης των νέων μας μέσα από τις διάφορες ξενόγλωσσες «πλατφόρμες» επιμένουν στην έκδοση βιβλίων, με τίτλο και εξώφυλλο. Με γράμματα και παλιές φωτογραφίες. Με τη μυρουδιά του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού. Με τη νοσταλγία του παλιού μοτίβου.
Είναι οι άνθρωποι που δημιουργούν και στηρίζουν τον πολιτισμό αυτού του τόπου.
Ποιος αλήθεια γνωρίζει την ευαισθησία που κρύβουν τα ποιήματα του Σπύρου Αρβανιτέλλη; Πόσοι γνωρίζουν τη φαντασία που έχουν τα ιστορικά μυθιστορήματα της Αναστασίας Κατσούρη, ή το πηγαίο χιούμορ που κρύβεται στις ιστορίες του Μιχάλη Πολυπαθέλλη; Ή το λυρισμό που αναδύεται μέσα από τα τραγούδια της Μαρίας Βρανά- Παπάλα; Και τόσων άλλων…
Ούτε φυσικά γίνεται καμμιά προσπάθεια προβολής και διάχυσης των βιβλίων των Λέσβιων Συγγραφέων στους χώρους που πρέπει να αναδειχθούν και να περάσουν στην κουλτούρα των νέων. Στα Σχολειά μας. Αλήθεια νοιάζει κανέναν αν η παράδοσή μας, ο πολιτισμός μας χαθούν; Αν η γλώσσα μας πάψει να αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Λέσβου;
Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν, θεωρώ, οι τοπικοί και περιφερειακοί θεσμικοί παράγοντες, οι επιφορτισμένοι για τη διατήρηση του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού μας.
Και τελειώνοντας μήπως πρέπει παράλληλα με τα τοπικά προϊόντα της γαστρονομικής μας παράδοσης, να προβάλλονται και να προωθούνται και τα βιβλία ως στοιχεία της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς;
Αλήθεια, αυτός ο μεγάλος πλούτος γνώσης, έρευνας και εμπειρίας σωρευμένος σε βιβλία σε τούτον τον τόπο, από παλιά μέχρι και σήμερα, είναι κρίμα να μη βρίσκεται συγκεντρωμένος σε ένα σημείο, σε μια βιβλιοθήκη, που θα μπορεί να τον επισκεφτεί ο καθένας, ντόπιος και ξένος και να ενημερωθεί και να διαβάσει και να μάθει για τον τόπο και για τους δημιουργούς του!
Μιχαήλ Καπιωτάς