Εκκλησία και φασισμός στα χρόνια του εμβολιασμού
Γράφει ο ΠΑΡΗΣ ΒΟΥΝΑΤΣΗΣ
Δημοσίευση 11/11/2021
Η διαμάχη μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων καλά κρατεί. Σε μια χώρα που εξ ιδρύσεως μαστίζεται από διλήμματα και διαχωρισμούς, ο οπαδισμός, χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός υποβαθμισμένου εκπαιδευτικού συστήματος, οδηγεί όποιον δεν επιλέγει «στρατόπεδο» στην κοινωνική απομόνωση.
Μια αποσιωποιημένη φασιστική νοοτροπία, εξαιτίας των σκοτεινών χρόνων της σύγχρονης ιστορίας, υποβόσκει χρόνια και υποθάλπεται από κλειστούς κύκλους που διεισδύουν ολοένα και περισσότερο στην πολιτική σκηνή. Πολιτικά νομιμοποιημένοι να ασκούν την ακραία ιδεολογία τους, τα «πρωτοπαλίκαρα» του φασισμού με νέα προσωπεία και υπό την αίγλη της επιστημονικότητας, κατορθώνουν να διχάσουν την κοινωνία με ένα νέο πρόσχημα… την πανδημία!
Βασιζόμενοι στην αδυναμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει με κριτική ικανότητα και αποτελεσματικό τρόπο την εξάπλωση του ιού, πρώτα σπείρουν την αμφισβήτηση και ύστερα «δείχνουν με το δάχτυλο» τον υπαίτιο της παρακμής. Ανάλογα με το πώς εξυπηρετεί την σκοπιμότητα, ενίοτε ευθύνεται ο εμβολιασμένος που υποκύπτει στις πολιτικές πιέσεις και άλλοτε ο ανεμβολίαστος που δε συνεργάζεται, αρκεί τα φώτα της δημοσιότητας να παραμένουν μακριά από τους πραγματικούς υπεύθυνους. Έτσι, ο φασισμός χαίρει της ανοχής μιας κυβέρνησης αμφίβολης δημοκρατικής υπόστασης και εξαπλώνεται.
Σύμμαχος στο «θεάρεστο» έργο των κρυφοφασιστών και η Εκκλησία. Όχι φυσικά το ποίμνιο που ακολουθεί πιστά και επί το πλείστον άκριτα τον πνευματικό ηγέτη της, αλλά άνθρωποι του χώρου με εξουσία και τις κατάλληλες γνωριμίες για να επωφελούνται από την πολιτική εμπλοκή τους. Εκείνοι που πρωτοστατούν όποτε γίνεται λόγος για αποστασιοποίηση της ελληνικής κοινωνίας από την Ορθοδοξία ή τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας.
Πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που στις εκλογές υποδεικνύουν τον «καλύτερο» υποψήφιο και κατευθύνουν μαζικά τις ψήφους του εκλογικού σώματος, ως εναλλακτικά φερέφωνα των πολιτικών συμπαραστατών τους. Αυτοί που δημιούργησαν μια Εκκλησία, η οποία αντί να κηρύττει την ομόνοια, την αλληλεγγύη και την αγάπη, προτιμούν να καλλιεργεί τον οπορτουνισμό και να εκδιώκει όσους δε συμμερίζονται τις απόψεις της.
Στενά συνδεδεμένη με την Πολιτεία μέχρι σήμερα, η Εκκλησία επιλέγει από μόνη της και προς έκπληξη όλων να αποστασιοποιηθεί στα θέματα της πανδημίας και να διαχειριστεί την υγειονομική κρίση με «τον δικό της τρόπο». Ήτοι με καθυστερημένες αντιδράσεις, ανοχή σε αντάρτες ιερείς και υποστηρίζοντας «πίσω από της κάμερες» διάφορους θρησκευτικούς κύκλους που αντιτίθενται στα μέτρα της κυβέρνησης, όταν υποτίθεται ότι βρίσκονται στον έλεγχο της.
Με τις ευλογίες μιας συντηρητικής κυβέρνησης και ορισμένων φασιστοειδών πολιτικών μονάδων, η Εκκλησία στηρίζει έμπρακτα τον διαχωρισμό, επιβάλλοντας κοινωνικές εντάσεις για την εκπλήρωση ενός ακόμα άγνωστου, αλλά προφανώς υπαρκτού σκοπού. Η κοινωνία αντιμέτωπη με πλασματικά αδιέξοδα και αναζητώντας «εξιλαστήριο θύμα» για να εκτονώσει την οργή της, αντιλαμβάνεται πλέον τον συμφεροντολογικό χαρακτήρα μιας μερίδας του κλήρου και βάλει έντονα κατά των θρησκευτικών ομάδων τους, ανταποδίδοντας όσα έχει εισπράξει από την επί σειρά ετών πολιτική εμπλοκή τους.
Η Εκκλησία και η Πολιτεία φαίνεται να συμπορεύονται πάλι, όχι όμως προς όφελος της κοινωνίας, αλλά προς την υποδαύλιση των αψιμαχιών, τη διαμόρφωση συγκεκριμένης πολιτικής συνείδησης και τη διασφάλιση της εκ νέου εκλογής των κρυφοφασιστικών μορφωμάτων στην εξουσία.