Στα σοκάκια της Πέργαμος, «μι του Χριστέλ(ι)που πουνεί»
Ιστορίες της Μεγάλης Εβδομάδας σε εκκλησιές που πια δεν υπάρχουν, με ανθρώπους που έλειψαν, ελπίζοντας σε μιαν Ανάσταση
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Δημοσίευση 3/5/2024
Η βρύση «της αγριάδας» αναμετάξυ σε όσους ακολουθούσαν τους επιτάφιους των δυο εκκλησιών… Των Αγίων Θεοδώρων που ερχόταν από τον πάνω δρόμο και της Ζωοδόχου Πηγής που ερχόταν από τον κάτω. (Η φωτογραφία της δεκαετίας του 1940)
Σαν γράφω τέτοια σημειώματα, τέτοιες μέρες μπερδεύομαι πολύ… Από τον πρώτο ενικό ως τον τρίτο ενικό, από το μπερδεύομαι στο μπερδεύεσαι… Άγνωστος πόσο μακρινός είναι ετούτος ο δρόμος…
Μακρύς κι ανηφορικός. Από το Ντομούζ Αλάνι της Περγάμου στο δρόμο προς την Ακρόπολη… Σταματάς κι αποφασίζεις να πας προς τα εκεί, στα πλαϊνά σοκάκια στα βορειοανατολικά της πολιτείας που δεν είχες πάει ποτές χρόνια τώρα. Προσπερνάς χαμηλά σπιτάκια, απόδειξη πως σε ετούτη την πολιτεία ζούσαν κάποτες και απλοί μεροκαματιάρηδες που όμως κατάφεραν να τους βλέπουν όλους από ψηλά!
Τα σπίτια κρεμασμένα θαρρείς από το βράχο της Ακρόπολης, παίζουν οι πίσω αυλές τους με το αρχαίο ιερό της Δήμητρας ή την κάτω αρχαία αγορά… Ριζωμένα πάνω σε άγνωστο από πούθε έρχονται τεράστιους δόμους από ντόπιο τραχείτη και γρανίτες και τις κολώνες γκρίζες και μαύρες να προεξέχουν από τη γης. Κάτι σαν θέσεις, να αναπαυθείς από την κούραση της ανηφόρας…
Και ξαφνικά στα αψηλά μια δημόσια βρύση. Περίεργη, μεγάλη στ’ αλήθεια, αλλιώτικη με μια τριγωνική απόληξη στην κορυφή… Σταματάς…. Δεν σε βοηθάν τα μάτια σου. Ψηλαφείς το σμιλεμένο μάρμαρο και διαβάζεις, διαβάζεις και ανατριχιάζεις…
ΜΕΓΑ ΠΑΡΕΣΧΕ ΚΑΛΟΝ ΜΙΧΑΗΛ ΣΟΥΒΑΤΖΗΣ ΤΟΙΣ ΠΟΛΙΤΑΙΣ
ΧΡΗΣΤΟΝ ΛΑΒΩΝ ΒΟΗΘΟΝ ΦΙΛΟΝ ΓΑΜΒΡΟΝ ΤΙΦΤΙΚΤΣΗΝ
ΗΓΕΙΡΑΝ ΤΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΡΗΝΗΝ ΤΗΡΟΥΝΤΕΣ ΑΙΩΝΙΟΝ ΜΝΗΜΗΝ
ΤΗΣ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΤΟΥ Ο ΜΕΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ Ο ΔΕ
ΩΣΤΕ ΘΝΗΤΕ ΟΤΑΝ ΠΙΝΗΣ ΚΑΙ ΔΙΨΑΝ ΞΗΡΑΝ ΚΑΤΑΠΑΥΗΣ
ΜΗ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑΝ ΠΟΤΕ ΕΝ ΤΑΙΣ ΕΥΧΑΙΣ ΛΗΣΜΟΝΗΣ
1Η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1906
Πάνε 118 χρόνια από τότε που έφυγε η Μαρία. Κι ο πατέρας της με τον άντρα της θρηνώντας φτιάξαν τη βρύση ώστε σαν οι θνητοί ξεδιψάν να τη συγχωράν…
Πάνε 118 χρόνια που έφυγε η Μαρία, πάνε 102 χρόνια που έφυγαν όλοι.
Οι γείτονες πλησιάζουν, ρωτάν αν η γραφή λέει πού θάφτηκε από τους Ρωμιούς ο χρυσός…. Είπαμε… Έναν αιώνα μετά κι ακόμα δεν κατάλαβαν πως ο χρυσός ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν σε ετούτα τα σπίτια…
Τι να την κάνεις την ακρόπολη σαν συναντάς την άγνωστή σου βρύση για τη μνήμη της Μαρίας; Στρίβεις στο δρόμο που ξετυλίγεται σαν φίδι κουλουριασμένο στον απάνω μαχαλά. Οι γείτονες επιμένουν… Στα ερείπια της Αγίας Παρασκευής σου λένε για το μεγάλο σαράι που ‘ταν λέει χτισμένο εδώ. Το χρυσό, επιμένουν, πού τον θάψαν οι Ρωμιοί;
H βρύση της Μαρίας (Η φωτογραφία του 2018)
Στρίβεις… Νεότερα πια χαμόσπιτα χτισμένα πάνω στα χώματα του παλιού νεκροταφείου των Αγίων Θεοδώρων και του παλιού αρμένικου νεκροταφείου. Χαμόσπιτα στη θέση της παλιάς μεγάλης εκκλησιάς των Αγίων Θεοδώρων που οι Περγαμηνοί στη μνήμη τους μαγείρευαν ρεβίθια και τα μοίραζαν σε χριστιανούς και μουσουλμάνους που περνούσαν το Σελινούντα ποταμό κι ανηφόριζαν στη χάρη τους… Τίποτα δεν έχει μείνει πια… Τίποτα εξόν από τη μεγάλη σκάλα και τον αψηλό αναλημματικό τοίχο της παλιάς ιστορικής εκκλησιάς. Ένα τοίχο στεφανωμένο θαρρείς επίτηδες από μια τούρκικη σημαία. Το λάβαρο του νικητή…
Καρσί η παλιά βρύση, η βρύση «της αγριάδας» αναμετάξυ σε όσους ακολουθούσαν τους επιτάφιους των δυο εκκλησιών… Των Αγίων Θεοδώρων και της Ζωοδόχου Πηγής. Πιωμένοι με «κονιάκια» έξω από τις εκκλησιές οι άνδρες γιατί το ‘χαν σε κακό να μπουν μέσα. Έμπαιναν, προσκυνούσαν και βγαίναν. Και μετά «κονιάκια». Είχαν και λόγο….
«Για του Χριστέλ(ι) που πουνεί». Μεσημέρι Μεγάλης Παρασκευής εκεί στη βρύση, η αγριάδα. Ποιος θα περάσει πρώτος. Ώσπου έτρεξε αίμα στα σοκάκια της πολιτείας σου κι ο Μητροπολίτης της Εφέσου στην οποία υπάγονταν απαγόρευσε το έθιμο της ταυτόχρονης περιφοράς του επιταφίου. Ένας το μεσημέρι κι ένας πριν σκοτεινιάσει το απόγευμα. Αφού δε μπορούσε να απαγορέψει τα «κονιάκια»..
Πάσχα σκέφτεσαι. Θυμάσαι τα λόγια του παιδιού της Πέργαμος, του Βάσου Καπάνταη…
Μονολογείς τα: «Το καρφί που κάρφωσαν στον τοίχο για να κρεμάσουν το ρούχο τους, το σταυρό από την κάπνα του κεριού του Πάσχα κάτω από τις πόρτες, τις χαρακιές της βούρτσας, το ασβέστωμα, το σανίδι που έτριζε… Ήχους, εικόνες και μυρωδιές να αναπαραστήσω, ζεστή και αναστημένη να σε νιώσω μητέρα μου Πέργαμο».
Το ταξίδι «στο χωριό σου» τέλειωσε ξανά…
«Θα γυρίσω» λες. Από το σπίτι σου, καρσί όπου πέρασε το αίμα σου. «Θα γυρίσω» λες σιγά-σιγά, μην σε ακούσουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες και τρομάξουν…