«Σα που ξερ’ς»
Μια διδακτική ιστορία από έναν αγράμματο ασκητή -Γράφει η ΜΑΡΙΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 27/9/2020
Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος αγράμματος που ασκήτευε πολλά χρόνια απομονωμένος από τον κόσμο, ολομόναχος, σε ένα μικρό νησάκι καταμεσής της απεραντοσύνης της θάλασσας. Ζούσε με λίγες κατσικούλες που τις έβοσκε στα αγροτόπια του νησιού και είχε και μια μικρή βαρκούλα για να ψαρεύει. Αυτά τα λίγα υπάρχοντα και η μεγάλη του πιστή στο Θεό ήταν η περιουσία του. Ζούσε με νηστεία και προσευχή και χωρίς κοσμικές ανέσεις.
Ο κόσμος τον είχε ξεχάσει και κανείς δεν θυμόταν ποια ταλαιπωρία και ποια μοίρα τον οδήγησε στο να αποφασίσει να ζει μόνος αναζητώντας τον Θεό. Η μόνη προσευχή που ήξερε και ολημερίς επαναλάμβανε ήταν: «Μη με ελεείς Κύριε!».
Μια μέρα έτυχε να περάσει ψαρεύοντας, περιπλανώμενος στη θάλασσα, ένας παπάς και βλέποντας ζωή πάνω στο νησί σταμάτησε θέλοντας να το εξερευνήσει. Έδεσε τη βάρκα του στο μικρό αυτοσχέδιο λιμανάκι του νησιού και βγήκε στη στεριά. Αφού περπάτησε απ' άκρη σ' άκρη είδε στοιχεία ανθρώπινης ζωής και το μοναδικό μονοπάτι του νησιού τον οδήγησε σύντομα σε μια μικρή σπηλιά που ήταν η κατοικία του ασκητή. Τον βρήκε να προσεύχεται λέγοντας τη μόνη προσευχή που γνώριζε.
Ο παπάς παραξενεύτηκε βλέποντας ένα ρακένδυτο άντρα, αλλά περισσότερο του έκανε εντύπωση η προσευχή του, και ο ασκητής όμως που είχε πάρα πολύ καιρό να δει και να μιλήσει με άνθρωπο στην αρχή τρόμαξε με την παρουσία του ξένου. Μόλις όμως διαπίστωσε ότι ήταν παπάς χάρηκε με αυτή την απρόσμενη επίσκεψη αφού τη θεώρησε θείο δώρο και πως θα είχε πολλά να του πει για τον έξω κόσμο και για τον Θεό.
Έτσι και έγινε. Άρχισαν να συζητούν, αφού τον φίλεψε με φρέσκια ψαρόσουπα που μόλις είχε φτιάξει. Ο ασκητής τον ρώτησε για τα νέα των ανθρώπων μα ο πιο μεγάλος του πόθος ήταν να μάθει και άλλες προσευχές ώστε να δείχνει την πίστη του στον Θεό γιατί είχε αμφιβολίες για αυτήν.
Ο παπάς του είπε πως αυτή η προσευχή που έλεγε είναι η καλύτερη και δεν χρειαζόταν να μάθει άλλες, αρκεί η ψύχη του να είναι αγνή και καθαρή. Το μονό που έπρεπε να κάνει ήταν να μάθει να τη λέει σωστά δηλαδή «Ελέησον με, Κύριε» και όχι «Μη με ελεείς Κύριε» όπως είχε συνηθίσει τόσα χρόνια.
Με την κουβέντα πέρασε η ώρα. Ο ήλιος ξεκίνησε να δύει και συνάμα η θάλασσα άρχισε να αγριεύει. Ο παπάς χαιρέτησε βιαστικά τον ασκητή και μπήκε στη βάρκα του, ενώ τα κύματα άρχισαν να φοβερίζουν.
Βλέποντας ο ασκητής τη βάρκα να ξεμακραίνει συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει τα σωστά λόγια της προσευχής. Άρχισε να φωνάζει από μακριά κουνώντας τα χέρια του: «Εεεεε, παπάάάάά; Τι λουγιά ντιν είπεις ντη προυσευχή; Ντη ξέχασα».
Αλλά όσο και να φώναζε, ο παπάς δεν τον άκουγε. Βγάζει λοιπόν ο ασκητής την κάπα του, την πετάει στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, ανεβαίνει επάνω της και χρησιμοποιώντας τα χέρια του για κουπιά φτάνει κοντά στη βάρκα του παπά. «Εεεεεε, παπάάααα» του φωνάζει πάλι «Ξαναπέ την ντη σουστή ντη προυσευχή τσι ντη ξέχασα».
Γυρίζοντας ο παπάς, και βλέποντας τον ασκητή να ταξιδεύει στη φουρτουνιασμένη θάλασσα πάνω στην κάπα του, έκπληκτος του φώναξε «Μην αλλαξς τίπουτα, τίπουτα. Σα που ξερς! Σα που ξερς!».