
Στον «Ν» στους 99 fm φιλοξενήθηκε ο συγγραφέας, αρθρογράφος, μεταφραστής και αρθρογράφος Νίκος Σαραντάκος, εγγονός και συνονόματος του ποιητή Νίκου Σαραντάκου (1903–1977) – του γνωστού «Άχθου Αρούρη». Με αφορμή την έρευνα του Αριστείδη Καλάργαλη για τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου 1945 στις πολιτικές φυλακές Λαγκάδας, ο εγγονός ξεδίπλωσε μνήμες, τεκμήρια και ιστορίες που φωτίζουν ξανά τον ρόλο των ανθρώπων του πνεύματος στη Λέσβο της Κατοχής και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου.
«Ήταν προφυλακισμένοι με ψεύτικες κατηγορίες» θυμίζει για τους Μυτιληνιούς αντιστασιακούς, εξηγώντας πως η δίκη «ευτυχώς έγινε νωρίς» και οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν πριν κορυφωθεί ο Εμφύλιος. Στους μήνες της κράτησης, στον θάλαμο των «διανοουμένων», γεννήθηκε η χειρόγραφη τετρασέλιδη εφημερίδα «Αλύγιστος»· ένα συλλογικό αντίβαρο στην απομόνωση, με επετειακά κείμενα για την 28η Οκτωβρίου, σατιρικές στήλες και πολιτικές αναλύσεις. «Μέσα στον “Αλύγιστο” ο παππούς είχε και ένθετο, τον “Χαφιέ”,» σημειώνει, υπογραμμίζοντας την αιχμηρή σάτιρα της εποχής.
Παρά το ιστορικό βάρος της έκδοσης, το πλήρες σώμα των φύλλων δεν έχει βρεθεί. «Ξέρουμε για δύο τεύχη», λέει, αποδίδοντας φόρο τιμής στον αείμνηστο Βαγγέλη Καραγιάννη και επισημαίνοντας την ανάγκη συστηματικής αρχειακής έρευνας στα τοπικά έντυπα – έναν δρόμο που ήδη χαράζει ο Αρ. Καλάργαλης, ο οποίος εδώ και χρόνια ανασύρει πολύτιμες δημοσιεύσεις και χρονογραφήματα.
Από τη Μάνη στη Μυτιλήνη: μια διαδρομή λέξεων, πράξεων και ψευδωνύμων
Ο ποιητής γεννήθηκε στη Μάνη και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά πριν έρθει με μετάθεση στην Αγροτική Τράπεζα Μυτιλήνης στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Εκεί παντρεύτηκε την Ελένη Μυρογιάννη, δασκάλα και ποιήτρια. Έγραφε αδιάκοπα σε τοπικά και αθηναϊκά έντυπα, με ψευδώνυμα: αρχικά «Βριάρεως» στον «Δημοκράτη», έπειτα το ομηρικό «Άχθος Αρούρης» («βάρος της γης»), ενώ κάποτε υπέγραψε και «Ηρόστρατος» – πάντα με δόση αυτοσαρκασμού, «δεν ήταν καθόλου σοβαροφανής», λέει ο εγγονός.
Στη Κατοχή συνελήφθη (Μάρτιος 1944) και κρατήθηκε δύο μήνες σε στρατόπεδο. Μετά την αποφυλάκιση έστησε τον ραδιοσταθμό του ΕΑΜ Λέσβου, το περίφημο «τρύπος της Πυθίας», ένα πρόχειρο αλλά ευρηματικό μηχάνημα που «κρυβόταν σε σκαμνί» όταν χτυπούσε η πόρτα. Το καλοκαίρι του 1944 κατέφυγε με τον γιο του στην Αγία Παρασκευή, στην «Ελεύθερη Λέσβο», ώσπου να φύγουν οι Γερμανοί (Σεπτέμβριος 1944). Τα Χριστούγεννα του 1945 τα πέρασε ξανά στη φυλακή· αθωώθηκε στις αρχές του 1946.
Από το 1948 εργάστηκε στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «Ήλιος», ενώ άφησε πλούσιο έργο: ποιήματα (περί τα 200), μεταφράσεις (γαλλικά, ρωσικά, αρχαία), χρονογραφήματα και «έμμετρη αλληλογραφία». Η μεταθανάτια συλλογή «Της Κατοχής και του Στρατόπεδου» εκδόθηκε λίγο μετά τον θάνατό του (Μάρτιος 1977).
«Ήρεμος, επικούριος, με χιούμορ και χέρια που έπιαναν»
Ο Νίκος Σαραντάκος σκιαγραφεί έναν γλυκά ανυπόκριτο άνθρωπο: «πολύ ήρεμος», «επικούριος», με χιούμορ και μαστοριά – κατασκευές από ξύλο, βιβλιοδεσίες και μικρές «ταχυδακτυλουργίες» για τα εγγόνια. Ακόμη και το παλιό του τζιπ είχε βαφτιστεί «Γρηγόρης»… «κατ’ αντίφραση», αφού έπιανε με το ζόρι 50 χλμ/ώρα – υλικό για πειρακτικές μαντινάδες.
Για τη σχέση με τη γιαγιά Ελένη Μυρογιάννη, σημειώνει την τρυφερή συντροφικότητα, τις γυναικείες ελευθερίες που ο παππούς αναγνώριζε – «στη Μάνη ήταν αλλιώς» – και τον βαθύ κλονισμό της μετά τον χαμό του.
Ανοικτές υποθέσεις, ανοικτά αρχεία
Παρότι αγάπησε τη Μυτιλήνη, μετά την αποφυλάκιση και την αναχώρηση του 1946 δεν επέστρεψε εύκολα. «Κάτι υπήρχε» λέει ο εγγονός, αφήνοντας χώρο για τις σιωπές της μνήμης. Το τελευταίο ταξίδι έγινε το καλοκαίρι του 1976 – μια αποχαιρετιστήρια επίσκεψη πριν την αρρώστια.
Σήμερα, ο Νίκος Σαραντάκος συνεχίζει το νήμα από το ιστολόγιό του (sarantakos.wordpress.com), με λογοτεχνικά και γλωσσικά σημειώματα (μέχρι και τη «λέξη της χρονιάς»), τα δικά του βιβλία, ενώ ετοιμάζει την έκδοση των «Μυτιληναϊκών Περιπάτων», των παλιών χρονογραφημάτων του παππού στον «Δημοκράτη». «Μια φορά θα βγει», λέει για την επικείμενη έκδοση, γι’ αυτό θέλει να ξανακοιτάξει τα αρχεία – μαζί και με τον Καλάργαλη – «μήπως έχει ξεφύγει κάτι».