
Οκτώ χρόνια μετά τον ισχυρό σεισμό του 2017 η Βρύσα παραμένει ένας οικισμός σφραγισμένος πίσω από απαγορευτικές πινακίδες και κορδέλες. Η καθημερινότητα δεν έχει επανέλθει ποτέ πραγματικά και το χωριό παραμένει αποκομμένο από τη ζωή που το χαρακτήριζε. Το ζήτημα επανήλθε εκ νέου στη συνεδρίαση λογοδοσίας του Δημοτικού Συμβουλίου Δυτικής Λέσβου την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου, με τους δημοτικούς συμβούλους να ζητούν εξηγήσεις για τις παρατεταμένες καθυστερήσεις.
Ο επικεφαλής της Λαϊκής Συσπείρωσης Γιάννης Συκάς έθεσε το ερώτημα για την πορεία των εργασιών άρσης επικινδυνότητας. Όπως τόνισε, η εικόνα στη Βρύσα προκαλεί θλίψη και οργή, καθώς ένα ολόκληρο χωριό παραμένει αποκλεισμένο και χωρίς προοπτική επιστροφής των κατοίκων, ενώ τα μαγαζιά παραμένουν κλειστά εδώ και χρόνια.
Ο μηχανικός του Δήμου και πρόεδρος του ΤΕΕ Βορείου Αιγαίου Στρατής Μανωλακέλλης απάντησε παρουσιάζοντας εκ νέου το ιστορικό. Αρχικά υπήρξε μια ανεπαρκής χρηματοδότηση 18 χιλιάδων ευρώ, όταν η πραγματική ανάγκη για υποστηλώσεις και κατεδαφίσεις υπολογίστηκε ήδη από το 2023 στις 650 χιλιάδες ευρώ. Η φάση των τεχνικών ελέγχων αποκάλυψε ότι τα επικίνδυνα και ετοιμόρροπα κτίρια δεν ήταν οκτώ, όπως είχε εκτιμηθεί, αλλά τουλάχιστον είκοσι δύο. Σε αυτά περιλαμβάνονται και ακίνητα που φέρουν χαρακτηρισμό μνημείου, τα οποία απαιτούν διαφορετική και χρονοβόρα διαδικασία.
Σημαντικό εμπόδιο επί χρόνια αποτελούσε το Υπουργείο Πολιτισμού, καθώς δεν είχε εγκρίνει τις αναγκαίες κατεδαφίσεις στα κτίρια υπό προστασία. Πλέον όμως το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εγκρίσεων έχει δοθεί, με ένα μόνο κτίριο να απομένει σε εκκρεμότητα. Πρόκειται για την πρώτη ουσιαστική πρόοδο μετά από πολύ καιρό, γεγονός που επιτρέπει πλέον στο θέμα να μετακινηθεί στη φάση της σταδιακής άρσης επικινδυνότητας.
Παρά τα παραπάνω, η διαδικασία παραμένει μπλεγμένη σε πολλαπλά γραφειοκρατικά στάδια. Ο φάκελος πρέπει να σταλεί στην Πολεοδομία, να περάσει από την αρμόδια επιτροπή και στη συνέχεια να υπάρξει η επίσημη άρση της απαγόρευσης εισόδου, ώστε να πάψει ο μηχανικός του Δήμου να φέρει την προσωπική ευθύνη για την ασφάλεια των κινούμενων μέσα στον οικισμό. Ο Δήμαρχος Ταξιάρχης Βέρρος υπογράμμισε ότι κανείς δεν μπορεί να υπογράψει το άνοιγμα του χωριού χωρίς πλήρη νομική κάλυψη.
Ο Απόστολος Αλατζάς υπογράμμισε πως στη Βρύσα σήμερα λειτουργεί μόλις ένας φούρνος, ενώ οι κάτοικοι είναι υποχρεωμένοι να διανύουν χιλιόμετρα για τις στοιχειώδεις ανάγκες της ζωής τους. Επεσήμανε επίσης ότι η απώλεια ηλικιωμένων κατοίκων με τα χρόνια δημιουργεί ανυπέρβλητα κενά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς πολλών ακινήτων, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την επανεκκίνηση.
Ο Γιάννης Συκάς ζήτησε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τις ενέργειες του Δήμου και όχι γενικές διαβεβαιώσεις. Τόνισε ότι δεν είναι δυνατόν οι λίγες περιπτώσεις ακινήτων χωρίς σαφείς ιδιοκτήτες να κρατούν ομήρους εκατοντάδες ανθρώπους και ένα ολόκληρο χωριό που χρειάζεται να ξαναβρεί τον βηματισμό του.
Το συμπέρασμα της συζήτησης είναι σαφές. Η κρίσιμη έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού για την κατεδάφιση των περισσότερων μνημείων απομακρύνει ένα μεγάλο εμπόδιο. Πλέον όμως η ευθύνη περνά αποφασιστικά στον Δήμο Δυτικής Λέσβου, που καλείται να αποδείξει ότι η αποκατάσταση της Βρύσας αποτελεί πράγματι προτεραιότητα και όχι μια υπόθεση που παραπέμπεται διαρκώς στο μέλλον.
Στη Βρύσα, η υπομονή έχει εξαντληθεί. Η τοπική κοινωνία περιμένει απαντήσεις και πράξεις. Η άρση της επικινδυνότητας δεν μπορεί να είναι υπόθεση άλλων οκτώ χρόνων και ο Δήμος οφείλει με γρήγορα και προσεκτικά βήματα να εξασφαλίσει τις απαραίτητες εγκρίσεις για τις κατεδαφίσεις των επικίνδυνων κτιρίων, που θα ανοίξει τον δρόμο για την άρση της επικινδυνότητας στο πολύπαθο χωριό.