
Η συνεχιζόμενη ακρίβεια στα τρόφιμα μετατρέπεται σε μόνιμο εφιάλτη για τα ελληνικά νοικοκυριά, με την πραγματική αγοραστική δύναμη να συρρικνώνεται και το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος να κατευθύνεται πλέον σε βασικές ανάγκες.
Τα επικαιροποιημένα στοιχεία της Eurostat αποτυπώνουν με σαφήνεια το αδιέξοδο. Το 2024 η κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα υποχώρησε περαιτέρω και διαμορφώθηκε στο 79% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ η απόκλιση σε σχέση με την Ευρωζώνη φτάνει το 35%. Πρόκειται για μια εικόνα κοινωνικής υποβάθμισης που δεν μπορεί πλέον να αποδοθεί σε συγκυριακούς παράγοντες, αλλά συνδέεται άμεσα με τις κυβερνητικές επιλογές και την αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου της αγοράς.
Παρά την επίσημη ρητορική περί αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, οι τιμές βασικών ειδών διατροφής παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα σε σχέση με το 2022. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι αυξήσεις αγγίζουν ή και ξεπερνούν το 65%, όπως στο μοσχαρίσιο κρέας, την ώρα που στην Ευρωζώνη οι αντίστοιχες ανατιμήσεις είναι σαφώς χαμηλότερες. Η επιμονή αυτών των διαφορών αποκαλύπτει όχι μόνο την αποτυχία των κυβερνητικών μέτρων τύπου επιδομάτων και επικοινωνιακών παρεμβάσεων, αλλά και τη συνειδητή ανοχή σε στρεβλώσεις, καρτέλ και αδιαφανείς πρακτικές στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Η θέση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή κατάταξη είναι ενδεικτική του βάθους του προβλήματος. Το 2024 η χώρα καταγράφεται με την 7η χαμηλότερη πραγματική κατά κεφαλήν κατανάλωση σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ένα μέγεθος που αντικατοπτρίζει άμεσα το επίπεδο υλικής ευημερίας των νοικοκυριών.
Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το 2010 η αντίστοιχη επίδοση βρισκόταν στο 93% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ ακόμη και το 2015, εν μέσω μνημονίων και capital controls, ήταν στο 78%. Σήμερα, μετά από χρόνια υποτιθέμενης ανάπτυξης, η κοινωνία βρίσκεται ουσιαστικά καθηλωμένη ή και σε χειρότερη θέση, γεγονός που συνιστά πολιτική αποτυχία με σαφές κοινωνικό αποτύπωμα.
Ακόμη πιο αποκαρδιωτική είναι η εικόνα στα επιμέρους αγαθά. Παρότι το συνολικό επίπεδο τιμών στην Ελλάδα παραμένει κατά 13,5% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, τα τρόφιμα το 2024 ήταν ακριβότερα κατά 6,2% σε σχέση με τον κοινοτικό μέσο όρο.
Από τον Ιανουάριο του 2022 έως σήμερα οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 28%, όταν στην Ευρωζώνη η αύξηση ήταν 26%. Στο μοσχαρίσιο κρέας η διαφορά είναι εκρηκτική, με άνοδο 65% στην Ελλάδα έναντι περίπου 36% στην Ευρωζώνη, ενώ στο αιγοπρόβειο κρέας η αύξηση φτάνει το 44% έναντι 30,43%. Η επίκληση ειδικών συνθηκών προσφοράς δεν μπορεί να λειτουργεί ως μόνιμο άλλοθι για μια αγορά που αφήνεται ανεξέλεγκτη.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η εικόνα σε προϊόντα στα οποία η Ελλάδα διαθέτει ισχυρή εγχώρια παραγωγή. Στα φρούτα οι τιμές αυξήθηκαν κατά 30,5% και στο ψωμί κατά 30%, όταν στην Ευρωζώνη οι αντίστοιχες αυξήσεις ήταν 22,05% και 23,07%.
Στα λαχανικά οι ανατιμήσεις κινούνται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με την Ευρωζώνη, 18,2% έναντι 18,5%, αποδεικνύοντας ότι όπου υπάρχει στοιχειώδης έλεγχος, οι αποκλίσεις περιορίζονται. Αντίθετα, στον καφέ και το κακάο οι τιμές είναι αυξημένες κατά 41,2%, ενώ το γάλα κοστίζει περίπου 30% ακριβότερα σε σχέση με τις αρχές του 2022, επιβαρύνοντας καθημερινά τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Η ακρίβεια στα τρόφιμα είναι ζήτημα κοινωνικής συνοχής και πολιτικής ευθύνης. Όσο η κυβέρνηση επιλέγει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα με αποσπασματικά μέτρα και επικοινωνιακές εξαγγελίες, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο της αγοράς προς όφελος των μεγάλων καρτέλ τροφίμων και χωρίς ενίσχυση του πραγματικού εισοδήματος, τα ελληνικά νοικοκυριά θα συνεχίσουν να φτωχοποιούνται. Τα στοιχεία είναι αμείλικτα και η πραγματικότητα στα ράφια των σούπερ μάρκετ διαψεύδει καθημερινά κάθε αφήγημα επιτυχίας.