
Μόλις το 0,2% των εξαγωγών της χώρας προέρχεται από το Βόρειο Αιγαίο. Την περίοδο 2020 – 2024 οι εξαγωγές των νησιών της Περιφέρειας κατρακύλησαν από τα 153,4 εκατ. ευρώ στα 79,5 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για μείωση της τάξης των 73,9 εκατ. ευρώ ή σχεδόν 50% σε τέσσερα χρόνια, γεγονός που αποτυπώνει την έντονη υποχώρηση της εξωστρέφειας της τοπικής οικονομίας. Παράλληλα, εξαιρετικά μεγάλο πρόβλημα για τις τοπικές οικονομίες των νησιών είναι η μη διαφοροποίηση των παραγόμενων προϊόντων και των εξαγωγών τους. Λάδι, μαστίχα, κρασιά, αλιεύματα και ούζα αποτελούν τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΕΒΕ (Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος), το 60,4% των προϊόντων που εξάγουν τα νησιά του Βορείου Αιγαίου αφορά τους κλάδους τροφίμων και ποτών. Ένα ποσοστό 30,3% των εξαγωγών αφορά πετρελαιοειδή, δηλαδή τα καύσιμα που παραλαμβάνουν τα αεροσκάφη των διεθνών πτήσεων στα αεροδρόμια των νησιών και τα καύσιμα των σκαφών αναψυχής. Δηλαδή, το 30,3% των εξαγωγών της Περιφέρειας δεν έχει καμία ουσιαστική επίδραση στις τοπικές οικονομίες.
Το 2021 οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν στα 113,9 εκατ. ευρώ, το 2022 μειώθηκαν στα 78,5 εκατ. ευρώ, το 2023 υπήρξε μια προσωρινή ανάκαμψη στα 111,6 εκατ. ευρώ, για να ακολουθήσει νέα πτώση το 2024 στα 79,5 εκατ. ευρώ. Σε σύγκριση με το 2020, η Περιφέρεια έχασε σχεδόν το μισό της εξαγωγικής της δύναμης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παραγωγή, την απασχόληση και το εισόδημα των κατοίκων.
Η υποχώρηση αυτή έχει επιπτώσεις και στο κρίσιμο μέγεθος της εξαγωγικής επίδοσης (εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ). Στο Βόρειο Αιγαίο οι εξαγωγές αντιστοιχούν μόλις στο 3,8% του ΑΕΠ, όταν ο αντίστοιχος εθνικός μέσος όρος ανέρχεται στο 22,4%. Η Περιφέρεια βρίσκεται έτσι στην 13η θέση της χώρας, δηλαδή τελευταία μεταξύ όλων των Περιφερειών, αποτυπώνοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο την υστέρησή της σε σχέση με άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Ωστόσο, ένα θετικό στοιχείο είναι το περιφερειακό εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο παραμένει πλεονασματικό. Το 2024 οι εισαγωγές ανήλθαν σε 43,8 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο να διαμορφωθεί στα 35,8 εκατ. ευρώ. Παρά την κάμψη, ο δείκτης εξαγωγών προς εισαγωγές εξακολουθεί να είναι υψηλός (181,7%), αν και υπολείπεται σημαντικά του 276,6% που είχε καταγραφεί το 2020.
Όσον αφορά τη διάρθρωση των εξαγωγών, πέντε βασικοί κλάδοι κυριαρχούν: τα τρόφιμα με ποσοστό 40%, τα πετρελαιοειδή με 30,3% και τα ποτά και καπνά με 20,4%, ενώ πολύ μικρότερα μερίδια κατέχουν οι μηχανές και συσκευές (7,2%) και η κλωστοϋφαντουργία και ένδυση (1,2%). Οι κυριότεροι εξαγωγικοί προορισμοί παραμένουν οι ευρωπαϊκές αγορές, με την Ιταλία (21,1%) και τη Γερμανία (19,6%) να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μερίδιο, ακολουθούμενες από τη Βουλγαρία (10,3%), τη Γαλλία (8,4%) και τις ΗΠΑ (5,7%).
Τα παραπάνω στοιχεία μαρτυρούν πως στο Βόρειο Αιγαίο δεν έχουν αναπτυχθεί νέες παραγωγικές επιχειρήσεις με το μέγεθος να δραστηριοποιηθούν στο εξαγωγικό εμπόριο. Η εξαγωγική δραστηριότητα αντί να αυξάνεται, μειώνεται. Σειρά παραγωγικών επιχειρήσεων με πολυετή εξαγωγική δράση είτε έχουν πάψει να λειτουργούν (βλέπε ΕΑΣ Λέσβου), είτε έχει περιοριστεί δραστικά ο τζίρος τους. Υπάρχουν και οι φωτινές εξαιρέσεις (π.χ. η ΕΜΧ, κάποιες ποτοποιίες) ωστόσο δεν αρκούν για να ανατρέψουν την συνολική εικόνα. Σε κάθε περίπτωση, μεγάλο κενό για την οικονομική ζωή των νησιών αποτελεί η μη δημιουργία νέων επιχειρήσεων σε καινοτόμους κλάδους που θα δίνουν υψηλή προστιθέμενη αξία στα παραγόμενα προϊόντα που θα προωθούνται προς το εξωτερικό. Επιπλέον, σοβαρό πρόβλημα για τις τοπικές οικονομίες των νησιών είναι η σταθερή υποχώρηση του τομέα της μεταποίησης, που σε προηγούμενες δεκαετίες είχε σημαντικότερη παρουσία με περισσότερες επιχειρήσεις και μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν, εκτός των άλλων, πως τα μέχρι σήμερα μέτρα στήριξης των παραγωγικών δραστηριοτήτων – όπως τα υψηλά ποσοστά επιδότησης των επενδύσεων, οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ, το μεταφορικό ισοδύναμο και οι αγροτικές επιδοτήσεις – είναι εντελώς ανεπαρκή για να υπάρξει παραγωγική ανάταξη.