Μεγάλωσα στον Πολιχνίτο και ζω ακόμη εδώ. Είμαι από τους «τυχερούς» ή τους «άτυχους» που επέλεξαν να γυρίσουν και να μείνουν στο χωριό τους – όπως κι αν το μεταφράσει ο καθένας. Το σίγουρο είναι πως αυτός ο τόπος είναι η ζωή μου.
Κι όμως, κουράστηκα να βλέπω να μετράμε την αγάπη για τον Πολιχνίτο σαν να είναι διαγωνισμός. Να ψάχνουμε ποιος αγαπάει περισσότερο και ποιος λιγότερο, λες και υπάρχει τέτοιο μέτρο. Ο καθένας κουβαλάει τον τόπο του με τον δικό του τρόπο, κι όλοι μαζί συνθέτουμε την ψυχή αυτού του χωριού.
Αλλά φτάνει πια.
Φτάνει με την ανθρωποφαγία, με τις κατηγορίες, με το «πάντα φταίει ο άλλος». Φτάνει με την οργή που γίνεται φυγή. Αν αποφασίσεις να φύγεις, είναι κατανοητό. Κανείς δεν μπορεί να σου στερήσει την επιλογή. Όμως όταν φεύγεις, ποιον τιμωρείς στ’ αλήθεια; Τον Δήμο; Την ΔΕΥΑΛ; Τους γείτονες; Ή τον ίδιο τον τόπο σου που μένει κάθε φορά φτωχότερος;
Ναι, το νερό λείπει. Ναι, είναι δικαίωμα αυτονόητο. Ναι, η αγανάκτηση είναι απολύτως κατανοητή. Αλλά η λύση δεν θα βρεθεί φεύγοντας. Γιατί τότε μένουν πίσω οι ίδιοι άνθρωποι που παλεύουν καθημερινά όχι μόνο για το νερό, αλλά παλεύουν για να υπάρχει ένα χωριό ζωντανό να σε περιμένει όταν ξανάρθεις. Δεν είδα την ίδια λαχτάρα να προβάλλετε και τα όμορφα που γίνονται σε αυτόν τον τόπο. Τις δράσεις που δίνουν ανάσα. Τους ανθρώπους που αφιερώνουν χρόνο και ψυχή για να μην ερημώσει το χωριό.
Δεν λέω να μην μιλάμε για τα προβλήματα. Να μιλάμε και να φωνάζουμε. Αλλά ας σταματήσουμε να τρωγόμαστε μεταξύ μας. Ο τόπος τούτος δεν θα αλλάξει με το πόσο δυνατά φωνάζεις, αλλά με το πόσο αντέχεις να μείνεις, να σταθείς δίπλα στους δικούς σου ανθρώπους, να προσφέρεις έστω και λίγο. Αντί να ψάχνουμε ποιος φταίει, ας ψάξουμε ποιος μπορεί να βοηθήσει. Γιατί το χωριό μας δεν θα σωθεί με το «εγώ φεύγω», αλλά με το «εμείς μένουμε».
Το πιο άδικο για τον Πολιχνίτο δεν είναι η δίψα. Είναι να τον εγκαταλείπουμε. Γιατί τότε σβήνει όχι μόνο το νερό στις βρύσες, αλλά και εμείς οι ίδιοι …..
Υ.Γ. Μη σπρώχνεστε, θα προλάβετε όλοι να με κράξετε! 🤪