× Στο Νησί
SOCIAL MEDIA

Το χασαπάκι

Μία αφήγηση με καθυστέρηση σαράντα επτά χρόνων-Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΑΔΙΤΗΣ

Από το NEWSROOM Δημοσίευση 21/4/2020

Το χασαπάκι
' χρόνος ανάγνωσης
Στη μνήμη
του Στέλιου, της Σοφίας, του Γιάννη


Απρίλης 1973. Το φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα είχε πάρει πάνω του για τα καλά.Πριν από κανα δίμηνο είχε γίνει η πρώτη γερή αντιδικτατορική συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο, με έφοδο της αστυνομίας, συλλήψεις και στη συνέχεια στρατεύσεις φοιτητών.

Μετά από μια βδομάδα δεύτερο, πιο γερό στραπάτσο της χούντας.
Κατάληψη της Νομικής, κλείσιμο μέσα για τρεις μέρες και μετά ηρωική έξοδος των φοιτητών, χωρίς να μπορέσει η αστυνομία να κάνει τις συλλήψεις που ήθελε.
Τις μέρες οι δρόμοι της Αθήνας γέμιζαν, έτσι ξαφνικά, με προκυρήξεις και κάποιοι τοίχοι, μόλις ξημέρωνε, έβαζαν τις φωνές: ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τα ταβερνάκια της Μαυρομιχάλη, των Εξαρχείων, του Ζωγράφου και της Καισαριανής τα βράδυα ήταν γεμάτα κι ανάμεσα στα ρεμπέτικα, έπιανε τ' αυτί σου, από κάποιους “απερίσκεπτους”, και κανέναν Θοδωράκη.
Το κλίμα είχε ζεσταθεί και η άνοιξη με τις φουσκοδεντριές της έμπαινε κι αυτή, για τα καλά, μέσα στο παιχνίδι.


-το σχέδιο-

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Παραμονές 21ης Απριλίου και το μήνυμα έφτασε: “Το Σάββατο όλοι στην πλατεία Κοτζιά”.
Βραδάκι, κάπου στη Δροσοπούλου, κι ο Στέλιος μας φέρνει την είδηση.

- Το Σάββατο θα γίνει χαμός. Την πλατεία Κοτζιά θα την γεμίσουμε. Θα τους δώσουμε μια γερή γροθιά στο στομάχι.
Και με όσο γίνεται πιο έντονα χρώματα αρχίζει να περιγράφει -ζωγραφίζει- τι θα γίνει το Σάββατο. Τολμώ να εκφράσω μία απορία:
- Καλά ρε Στέλιο, αλλά πώς; Πού θα βρεθεί όλος αυτός ο κόσμος για να γεμίσουμε την πλατεία;
Εκείνος όμως απτόητος:
- Θα κατέβει κόσμος απ' όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Θα κατεβούν κι όλες οι σχολές. Ο κόσμος θα είναι μαζεμένος σε κάθε γωνιά γύρω από την πλατεία και στις 12 ακριβώς θα μπουκάρουμε. Δε θα καταλάβουν από πού τους ήρθε.
Εγώ όμως δυσπιστώ.
- Ρε συ Στέλιο, σίγουρα; Στέλιο, θα φάμε πάλι ξύλο!
- Μη το συζητάς. Θα κατεβεί τόσος κόσμος που δε θα το περιμένει κανένας τους. Εμείς ακριβώς στις 12 ορμάμε στην πλατεία.
- Ό,τι πεις! Ξύλο θα φάμε, αλλά τι; Πρώτη φορά θα' ναι;

-στη πλατεία-

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σάββατο, ευτυχώς δεν έχω δουλειά, κι ετοιμάζομαι για την πλατεία Κοτζιά
Η μάνα μου με παρακολουθεί χωρίς να μιλά. Όμως, μόλις βλέπει αντί τα καθιερωμένα άρβυλα, να βάζω τα αθλητικά μου την ακούω να μουρμουρίζει, δυνατά όμως, για να την ακούσω.
- Μμμμ, μάλιστα, πάλι τρεχάλες θα' χουμε.
Δε μιλώ, συνεχίζω να ετοιμάζομαι, κι όταν πια ανοίγω την πόρτα να φύγω,
- Γεια σου μάνα, το μεσημέρι μπορεί να αργήσω. Ίσως βγούμε να φάμε με τα παιδιά.
Εκείνη μ' αγκαλιάζει, μου δίνει το καθιερωμένο της φιλί και μου λέει μ' ανησυχία:
- Να προσέχεις.

Παίρνω το ηλεκτρικό απ' τα Άνω Πατήσια και βάζω πλώρη για την πλατεία Κοτζιά.
Μέσα στο τρένο προσπαθούσα να διακρίνω τον κόσμο που κατέβαινε στη συγκέντρωση και θα γεμίζαμε την πλατεία.
Δεν ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα, αλλά, λέω, εντάξει. Αυτό μας έλειπε να φαινόταν.
Φτάνουμε Ομόνοια και κατεβαίνω, μαζί με τον περισσότερο κόσμο. Διασκορπίζονται, όμως, προς κάθε κατεύθυνση και μόνο δυο τρεις, που δεν μου' μοιαζαν και πολύ για διαδηλωτές, πηγαίνουν προς την έξοδο που οδηγούσε στην οδό Αθηνάς.
Ανεβαίνω κι εγώ, και χωρίς πολλά πολλά τραβώ προς την πλατεία Κοτζιά.
Καθώς πλησιάζω, χαμογελώ και μονολογώ:
- Ναι βέβαια, θα τους πιάσουμε στον ύπνο...
Η πλατεία Κοτζιά, από όλη τη πλευρά της οδού Αθηνάς, ήταν κλεισμένη με κλούβες και αστυνομικά λεωφορεία, και σ' όλο το πεζοδρόμιο ήταν παραταγμένοι αστυνομικοί σε διπλές σειρές και με στολές δράσης.
Περνώ στο απέναντι πεζοδρόμιο και καθώς προχωρώ προσπαθώ να δω τι γίνεται στο βάθος.
Διακρίνω ότι τα “καλά παιδιά” έχουν πιάσει ήδη δουλειά. Έχουν αρχίσει έλεγχο ταυτοτήτων και γεμίζουν σιγά – σιγά τις κλούβες με ύποπτους πιθανούς διαδηλωτές.
Ξαφνικά, μένω με το στόμα ανοιχτό.
Έρχομαι φάτσα με φάτσα με τον Στέλιο και τη Μαριάννα, λες και μόλις είχαν βγει από τη δεξίωση του πρέσβη με τα σοκολατάκια, έτσι που με δυσκολία τους αναγνώρισα.
Ο Στέλιος, με σκούρο μπλε κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, γραβάτα, μαύρο γυαλί και παπούτσι λουστρίνι, κι η Μαριάννα με μαύρο μακρύ φόρεμα, ψηλοτάκουνα και μαλλί άχου βάχου.
Πιασμένοι αλά μπρατσέτα, κάνουν πως δε με βλέπουν, και με βήμα βιαστικό προχωρούν προς την Ομόνοια. Μου' ρχεται να βάλω τα γέλια.
Προβληματισμένος με ό,τι βλέπω συνεχίζω να προχωρώ και φτάνω έξω απ' το δημαρχείο, απέναντι απ' την πλατεία.
Από την άλλη πλευρά της πλατείας, στην οδό Αιόλου, η κατάσταση με την αστυνομία ίδια.
Η ώρα είχε περάσει τις εντεκάμιση, και στις γύρω γωνιές δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο κόσμος που έτρεχε βιαστικός στις δουλειές του και που δεν είχε την παραμικρή διάθεση για οτιδήποτε άλλο.
Όμως, και για όποιον είχε διάθεση για “κάτι άλλο” ούτε που μπορούσα να φανταστώ πώς θα μπορούσε, έστω να τρυπώσει κρυφά στην πλατεία.
Έχω φτάσει πια στο ύψος της κρεαταγοράς, νιώθω ότι έχω μια απόσταση ασφαλείας απ' τον “εχθρό” και στέκομαι να ανασυντάξω τις σκέψεις μου.
Η εικόνα της παραλλαγής του Στέλιου μου' χει κολλήσει στο μυαλό όμως και σαν τσίχλα μου' χει κολλήσει στο μυαλό η ιδέα στις 12 η ώρα να' μαι μέσα στην πλατεία. Όμως πώς;

-η παραλλαγή-

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ρίχνω αφηρημένος μια ματιά στην είσοδο της κρεαταγοράς και η λύση μου' ρχεται σαν φλασιά. Ο Γιώργος.
Χωρίς να το καλοσκεφτώ τρέχω μέσα στη κρεαταγορά.
Ο Γιώργος είναι χασάπης, φίλος παλιός, καλός και μια χαρά παιδί.
Τον βρίσκω στο μαγαζί του, με τη ποδιά του γεμάτη αίματα, έτσι όπως ακριβώς την ήθελα.
- Γεια σου ρε Γιώργη.
Τα σχετικά προκαταρκτικά και μετά κατευθείαν στο ψητό:
- Τι γίνεται ρε Γιώργη, κίνηση στη γειτονιά σας ε;
- Ε, ναι. Λόγω της ημέρας φοβούνται τίποτα ιστορίες και πλάκωσαν στ' αυτιά μας..
Και λέγοντας “στ' αυτιά μας”, μου ρίχνει ένα ερευνητικό βλέμμα.
- Εσύ πώς από 'δω;
Χωρίς πολλά πολλά...
- Γιώργο, βγάλε την ποδιά.
Ξαφνιάζεται, με κοιτάζει για λίγο, χαμογελά και,
- Ρε συ, να σου δώσω την άλλη, που' ναι καθαρή. Σήμερα μου την έδωσε η Γιωργία.
- Όχι, όχι, αυτή θέλω τη λερωμένη.
Σε χρόνο μηδέν έχω φορέσει τη ποδιά του Γιώργου, τη λερωμένη με τα αίματα, και κάνω να φύγω.
Ο Γιώργος με πιάνει απ' μπράτσο, με κοιτά στα μάτια και:
- Αδερφέ, να προσέχεις.

- η είσοδος -

Στη κρεαταγορά υπήρχε μια στοά που έβγαζε κατευθείαν στην πλατεία Κοτζιά. Από κει γινόταν και η τροφοδοσία των μαγαζιών. Αυτή η είσοδος ήταν αφύλαχτη.

Παίρνω ύφος, χώνω τα χέρια στις τσέπες, ρίχνω μια ματιά δεξιά – αριστερά, και μπουκάρω στη πλατεία.

Πρώτο τεστ, ένα φορτηγάκι ψυγείο με κρέατα, που περίμενε ν' αρχίσει το ξεφόρτωμα. Περνώ από δίπλα του και ούτε που με κοιτάει κανείς.
Παίρνω θάρρος, καλό σημάδι λέω.
Στα δεξιά μου, επί της Αιόλου, μια κλούβα με κάμποσους αστυνομικούς απ' έξω, επί τον έργον του ελέγχου ταυτοτήτων, και στ' αριστερά μου ένα περίπτερο.
Με βήμα σταθερό, καθόλου βιαστικό, πάω στο περίπτερο.
- Ένα Καρέλια, σπίρτα, και το “Φως”.
Το Φως είχε πρωτοσέλιδο, με τεράστια, ξύλινα γράμματα: “Ο ΚΕΛΕΣΙΔΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ” και από κάτω: “πώς αποκρούω τα πέναλτ騔.

Παίρνω την εφημερίδα στα χέρια μου και μου' ρχεται, πάλι, να βάλω τα γέλια.
Εγώ φοιτητής, άκαπνος και Αεκτζής, με χασαποποδιά, τσιγάρα και το “Φως”. Η πλήρης παραλλαγή. Ο πατέρας μου να μ' έβλεπε αποκλείεται να με γνώριζε.
Η ώρα πλησίαζε 12. Την αράζω στο παγκάκι, δίπλα στο περίπτερο, ανάβω τσιγάρο, ξεδιπλώνω την εφημερίδα κι αρχίζω το διάβασμα.

Διάβασμα, που λέει ο λόγος δηλαδή. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα πάνω απ' την εφημερίδα και σαν περισκόπιο παρακολουθούσα τι γινόταν γύρω μου.
Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι, σχεδόν 12. Τραβάω μια τελευταία τζούρα απ' το τσιγάρο, το σβήνω με το παπούτσι μου και τραβώ για το κέντρο της πλατείας.
Η ώρα ήταν 12 ακριβώς κι εγώ ήμουν εκεί.

Ένιωσα σαν τον Δία στον Όλυμπο. Ήμουνα στο κέντρο της πλατείας Κοτζιά και γύρω γύρω μου όλη η Αστυνομική δύναμη Αθηνών Πειραιώς και Περιχώρων λες και με φύλαγε μη πάθω τίποτα.
Ο Κελεσίδης αποκάλυπτε πώς απέκρουε τα πέναλτι και την ίδια στιγμή μου παρείχε την τέλεια κάλυψη.
Στέκομαι για λίγο ακόμα στη μέση της πλατείας με ανοιγμένη την εφημερίδα και κάνω σιγά σιγά μια στροφή να δω τι γίνεται στα πέριξ.
Φοβάμαι όμως, ότι αρχίζω να το παρατραβώ. Διπλώνω την εφημερίδα, τη χώνω στην τσέπη μου και ξεκινώ για την αποχώρηση. Ώρα 12,08.

- η έξοδος-

Με την άκρη του ματιού μου, στην απέναντι πλευρά της πλατείας, μπροστά από το ταχυδρομείο βλέπω δυο αστυνομικούς να σιγοκουβεντιάζουν και να δείχνουν προς εμένα. Εγώ με σταθερό βήμα προχωρώ προς την στοά όμως οι αστυνομικοί έχουν αρχίσει και μου' ρχονται.
Εν τω μεταξύ, το φορτηγό – ψυγείο με τα κρέατα έχει αρχίσει το ξεφόρτωμα.
Οι αστυνομικοί με πλησιάζουν, εγώ καταλαβαίνω τα δύσκολα και παίρνω άλλη μια τρελή απόφαση.
Αν έτρεχα για να πάω στο Γιώργο θα' ταν σαν να τον έδινα εν ψυχρώ.
Την ώρα που ακούω πίσω μου ένα “Ε, εσύ έλα 'δω”, εγώ ήδη φωνάζω προς το φορτηγό:
- Ρε παιδιά, σας είπα πάω για τσιγάρα. Εσείς ξεκινήσατε; Βάλτε μια φωνή.
Και χωρίς δεύτερη σκέψη πάω προς το φορτηγό, με τους δυο μπάτσους κολλημένους σχεδόν πάνω μου.
Οι εργάτες που ξεφόρτωναν, ένας πάνω στο φορτηγό και δύο που πηγαινοέρχονταν, γυρίζουν προς το μέρος μου, βλέπουν τους μπάτσους πίσω μου, ρίχνουν ένα βλέμμα ο ένας στον άλλο και δεν λένε τίποτα.
Σε κλάσματα δευτερολέπτου βρίσκομαι να είμαι φορτωμένος με ένα μοσχαρίσιο μπούτι στην πλάτη και να ακολουθώ τον προπορευόμενο μεταφορέα σε ένα κρεοπωλείο.
Σ' όλη τη διαδρομή δεν ένοιωσα ούτε το βάρος του τεράστιου όγκου που' χα στην πλάτη, ούτε το πότε έφτασα στον προορισμό μου.
Μόνο όταν έφτασα, και ο “συνάδελφος” με βοήθησε να ξεφορτωθώ τότε συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Γύρισε, με είδε, χαμογέλασε αμήχανα, κι έφυγε.
Εγώ τον ακολούθησα μέχρι την έξοδο κι έριξα ένα βλέμμα προς το φορτηγό. Είδα ότι οι μπάτσοι είχανε φύγει και οι άνθρωποι που ξεφόρτωναν κοιτούσαν προς το μέρος μου. Σήκωσα το χέρι μου, έγειρα ανεπαίσθητα το κεφάλι μου κι εκείνοι έκαναν την ίδια κίνηση.
Στρίβω και πάω προς το μαγαζί του Γιώργου. Μόλις με βλέπει βάζει τα γέλια.
- Έτσι όπως σε βλέπω, είσαι σωστός χασάπης.
- Ε, ναι. Κοντεύω να γίνω, του λέω γελώντας, χωρίς άλλες εξηγήσεις.
Βγάζω την ποδιά, φοράω το δικό μου τζάκετ και παίρνω τα τσιγάρα
- Τσιγάρα, εσύ; Τι τα θες; Από πότε;
- Δε μου λες ρε Γιώργο, τα παιδιά στο φορτηγό, εκεί που ξεφορτώνουν, τα ξέρεις;
- Ναι, απ' αυτούς ψωνίζω. Σε λίγο θα έρθουν και σε μένα. Εξαιρετικά παιδιά. Λεβεντιές, και μου κλείνει το μάτι.

- Ωραία. Λοιπόν, όταν έρθουν δωσ' τους τα. Πες τους ότι είναι από μένα. Τους τα κερνώ. Θα καταλάβουν. Λοιπόν Γιώργη, γεια σου και σ' ευχαριστώ. Σ' ευχαριστώ πολύ.
|Φεύγω από την άλλη κατεύθυνση. Από την κύρια είσοδο της κρεαταγοράς.
Βγαίνω στην οδό Αθηνάς, και δεν πάω προς την Ομόνοια αλλά τραβάω προς του Ψυρή για να αποφύγω κανένα κακό συναπάντημα.
- Φύλαγε τα ρούχα σου για να τα έχεις όλα, σιγομουρμουρίζω και μέσα απ' τα στενά του Ψυρή βγαίνω στο Θησείο. Παίρνω τον ηλεκτρικό, κατεβαίνω στον Πειραιά κι από κει με λεωφορείο ανεβαίνω στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Από την πλατεία Κοτζιά στη Νέα Φιλαδέλφεια μέσω Λαμίας. Όμως είπαμε: Φύλαγε τα ρούχα σου...

-το χασαπάκι-

Με το Στέλιο και τους λοιπούς ανταμώσαμε σε δυο τρεις μέρες.
Την ίδια μέρα επικοινωνήσαμε, βεβαιωθήκαμε ότι, κατά τα άλλα, όλα είχαν πάει καλά κι ότι δεν πιάσανε κανέναν από μας.
Ανταμώσαμε στο ταβερνάκι της Μαυρομιχάλη, στου “Ζάρλα”.
Μόλις μπαίνω μέσα, ο Στέλιος σηκώνεται κι έρχεται κοντά μου με γέλια.
- Ρε συ, είσαι καλά;
- Ναι, αμέ. Γιατί;
Σκασμένος στα γέλια μου λέει:
- Καλά, καλά, Τίποτα, έτσι ρώτησα.
Σε λίγο μπαίνει στην ταβέρνα κι ο Μήτσος. Σε κανένα τέταρτο από τη στιγμή που ήρθε, παίρνει μία καρέκλα, κάθεται δίπλα μου και χαμογελώντας μου λέει με συνωμοτικό ύφος:

- Έμαθα ότι η Ασφάλεια γυρεύει ένα χασαπάκι. Έχουν χάσει όμως τα ίχνη του. Εσύ ξέρεις τίποτα;
Κι εγώ, με το ίδιο ύφος, ανασηκώνοντας τους ώμους μου:
- Όχι ρε Μήτσο, πού να ξέρω;
Πάντα χαμογελώντας, σηκώνεται, μου ανακατεύει τα μαλλιά, κάτι σαν χάδι, και:
- Εντάξει ρε μάγκα, και πάει πίσω στη θέση του.
Αυτό το ανακάτεμα των μαλλιών ήταν τα πιο σημαντικά, τα πιο πολύτιμα εύσημα που' χω πάρει σ' όλη την πολιτική μου πορεία.

-επίλογος-

Το κείμενο, από δω και κάτω, έχει γραφτεί σε δεύτερο χρόνο απ' το παραπάνω. Ίσα ένα κλικ διαφορά.
Πριν το στείλω “στο νησί” πέρασε από “λογοκρισία”. Ο “λογοκριτής” μου, αφού πέρασε λίγη ώρα από τότε που το διάβασε, με ρώτησε:

- Δε μου λες ρε πατέρα, ύστερα από τόσα χρόνια που' χουν περάσει, τώρα θα το ξανάκανες;
Γύρισα και τον είδα λίγο παραξενεμένος. Μετά “άκουσα” την ερώτησή του και... χάθηκα
Στην αρχή σκοτείνιασα. Μου' ρθαν στο μυαλό πρόσφατες συμπεριφορές και γεγονότα, καταστάσεις που δε θέλω ούτε καν να τις σκέφτομαι, και πήγαν να βγουν απ' το στόμα μου πικρές κουβέντες. Ύστερα, σιγά σιγά, έφυγα προς τα πίσω. Σε άλλους χρόνους, άλλα πρόσωπα, άλλα γεγονότα. Γλύκανε η ατμόσφαιρα. Δύσκολες μεν μέρες, αλλά όμορφοι άνθρωποι. Απ' αυτούς που χαίρεσαι να τους έχεις και φίλους και ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ. Θυμήθηκα ότι κάποιοι από αυτούς τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, όταν χρειάστηκε κινδύνεψαν για να με φυλάξουν. Θυμήθηκα...
- Ε; Δε μου' πες, θα το ξανάκανες;
Η ίδια επίμονη φωνή μ' έφερε πίσω ξανά. Γύρισα, τον είδα και ήσυχα, ήρεμα, γλυκά:
- Ναι, αν χρειαζόταν θα το ξανάκανα. Και μια, και δυο, και χίλιες δυο φορές.-

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Μια Μυτιληνιά στην Κωνσταντινούπολη

Tο εντυπωσιακό μαρμάρινο άγαλμα της Αρτέμιδος ανακαλύφθηκε στο νησί της Λέσβου κατά τη δεκαετία του 1860 και μεταφέρθηκε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Παραμονή της Παναγιάς στην Αγιάσο με άδεια της Χωροφυλακής

Ντοκουμέντα από τις μέρες της Χούντας και τις καθαιρέσεις αυτοδιοικητικών διότι… «δεν συνεμορφώθησαν» -Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΥΡΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Εξερευνώντας τα ιστορικά τοπόσημα της Λήμνου και τον ρόλο της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Από τη στρατηγική βάση στον τόπο της μνήμης
ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Καθημερινές γυναικείες ιστορίες από τη Λέσβο των αρχών του 20ού αιώνα

Όπως αποτυπώθηκαν στον τοπικό Τύπο- Γράφουν η ΜΑΡΙΑ ΓΡΗΓΟΡΑ και η ΦΑΝΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Οι δυο μεριές της θάλασσας

Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ συγγραφέας, Δρ. Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

15 Ιουλίου ‑ 16 Αυγούστου 1974, 33 δραματικές μέρες πριν 51 χρόνια

Οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας για την πολλαπλή χουντική προδοσία, τους δυο «Αττίλες», τη μεταπολίτευση και τους τρεις Λέσβιους που … δεν γύρισαν!
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Οδοιπορικό στην Ιστορία και την Αρχιτεκτονική κληρονομιά της Λέσβου

Την Τετάρτη 23 Ιουλίου ο Μουσικοχορευτικός Σύλλογος «Ο Μπάλος» και ο ιστότοπος «Πανόραμα Πολιχνίτου» συνδιοργανώνουν οδοιπορικό στον Πολιχνίτο
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Το δράμα της Κύπρου αναβίωσε στην εκδήλωση για τον πρόσφυγα παιδίατρο Θεόδωρο Χατζηιωάννου

Την εκδήλωση διοργάνωσαν η ΕΣΗΕΠΗΝ, ο σύνδεσμος Αχαΐας – Κύπρου «ΑΧΑΙΩΝ ΑΚΤΗ» με τη στήριξη της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

29 χρόνια από το θάνατο του Ανδρέα

Στις 23 Ιουνίου 1996 ο ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ άφησε την τελευταία του πνοή μετά από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο στο σπίτι του στην Εκάλη
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Οι άγνωστοι ήρωες της Μυτιλήνης

Οι Λιμενικοί Ηλίας Καζάκος και Γιώργος Κωτούλας εκτελέστηκαν για την αντιστασιακή τους δράση σττις 5 Ιουνίου 1942
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

O Θεόφιλος «μπαίνει» με τους πίνακές του στο Μουσείο του Λούβρου

Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν "σοβατζή"