Χριστουγεννιάτικο λιομάζωμα στη Μυτιλήνη
Οι γιορτινές μέρες των ελαιοπαραγωγών την δεκαετία του 1970
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΑΝΑΒΗΣ Δημοσίευση 25/12/2021
Την δεκαετία του 1970 οι ελαιώνες γύρω από την πόλη της Μυτιλήνης την μέρα των Χριστουγέννων έσφυζαν από ζωή. Οι ελαιοπαραγωγικές οικογένειες έφευγαν από τα σπίτια τους νωρίς το πρωί ώστε με το που βγει ο ήλιος να έχουν πάει στα χωράφια τους.
Εκείνη την εποχή δύσκολα συναντούσες μεγάλους νταϊφάδες στους ελαιώνες της Λέσβου. Η καλλιέργεια και η συγκομιδής της ελιάς είχαν αλλάξει σε πολλά σημεία σε σχέση με τις αρχές του 20ου αιώνα. Το σύνηθες ήταν κάθε οικογένεια να μαζεύει τις ελιές από τα δικά της χωράφια. Σε κάποιες περιπτώσεις κοντινοί συγγενείς και φίλοι βοηθούσαν τους ιδιοκτήτες του χωραφιού στην συγκομιδή, κι έβγαζαν ένα μεροκάματο. Κι όποιοι είχαν πολλά χωράφια έπαιρναν κι έναν ή δύο εργάτες ραβδιστές για να επιταχύνουν την συγκομιδή.
Οι πιο επιμελείς ελαιοπαραγωγοί ξεκινούσαν την συγκομιδή στα μέσα του Οκτώβρη τελείωναν στα τέλη του Μάρτη ή τα μέσα του Απρίλη. Η μέρα των Χριστουγέννων για τους περισσότερους ελαιοπαραγωγούς εκείνης της εποχής ήταν μια εργάσιμη ημέρα. Γιατί η συγκομιδή του καρπού ήταν μια πολύμηνη διαδικασία αλλά και γιατί υπήρχε πάντα ο κίνδυνος της κλοπής του καρπού.
Η πρώτη δουλειά, με το που έφταναν στον ελαιώνα οι οικογένειες των ελαιοπαραγωγών ήταν να ανάψουν μια μεγάλη φωτιά, με κλαδιά που βρίσκονταν στο σημείο όπου μάζευαν ελιές. Η φωτιά έκαιγε όλη την ημέρα και γύρω από αυτή κινούνταν η ζωή στον ελαιώνα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες, τον Δεκέμβρη υπάρχει πολλή υγρασία στους ελαιώνες της Λέσβου. Γι’ αυτό και οι μωρομάνες έβαζαν τα μωρά τους δίπλα στην φωτιά για να ζεσταθούν. Τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά, δηλαδή οι μαθητές του δημοτικού, μιας και είχαν κλείσει τα σχολεία ακολουθούσαν τους γονείς τους στα λιοχώραφα. Μόλις άναβε η φωτιά ζεσταίνονταν για αρκετή ώρα κι αμέσως μετά ξεκινούσαν να μαζεύουν ελιές με τα χέρια όπως έκαναν οι μαμάδες τους. Οι άντρες μόλις ζεσταίνονταν λίγο, έπαιρναν στα χέρια τους τις τέμπλες (σ.σ. τα ραβδιά με τα οποία χτυπούσαν τις ελιές για να πέσουν κάτω) και τις έβαζαν στην φωτιά για να τις ισιώσουν όταν τις έβλεπαν να έχουν στραβώσει. Αμέσως μετά ανέβαιναν πάνω στα δέντρα και ξεκινούσαν το ράβδισμα.
Λόγω της ημέρας, την ώρα που ζεσταίνονταν μικροί και μεγάλοι, έτρωγαν ένα- δύο φοινίκια (μελομακάρονα). Ήταν το εορταστικό πρωινό τους.
Οι γυναίκες, πριν ξεκινήσουν το λιομάζωμα, ετοίμαζαν το φαγητό της ημέρας. Μέχρι να ολοκληρωθεί η προετοιμασία, είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα κάρβουνα από την φωτιά. Έβγαζαν σε μια άκρη κάρβουνα και πάνω τους έβαζαν την κατσαρόλα με το φαγητό που σιγόβραζε ως το μεσημέρι.
«Μην πατάτε τις ελιές»!
Εκείνη την εποχή ελάχιστοι ελαιοπαραγωγοί είχαν αγοράσει ελαιόπανα. Οι περισσότερες οικογένειες μάζευαν τις ελιές μία- μία από το έδαφος. Άλλωστε το λάδι έδινε πολύ καλό εισόδημα και κανείς δεν διανοούνταν να αφήσει αμάζευτες τις ελιές. Κι όσοι το έκαναν, θεωρούνταν οκνηροί και ανεπρόκοποι.
Κατά τις 10 – 11 το πρωί τα σχολιαρόπαιδα κουράζονταν με το λιομάζωμα, τα παιδικά τους χέρια κρύωναν και σκίζονταν από τα αγκάθια και τις αστιβιές. Άφηναν στην άκρη τα καλάθια και τις ελιές και ξεκίνησαν το παιχνίδι. Η άνοδος της θερμοκρασίας και η φωτιά που συνέχιζε να καίει, ενεργοποιούσε και τα μωρά που κι αυτά ξεκινούσαν το παιχνίδι. Κι όταν τα παιδιά, μικρότερα και μεγαλύτερα, πατούσαν τις ελιές μέσα στο παιχνίδι τους, οι μεγάλοι έβαζαν τις φωνές: «μην πατάτε τις ελιές».
«Καλή σοδειά να έχουμε»!
Το μεσημέρι 12 – 12.30 ήταν σταθερά η ώρα του φαγητού και της ξεκούρασης. Ένα μεγάλο «μεσάλ(ι)» ή «τράπεζα» (σ.σ. ένα μεγάλο τραπεζομάντηλο συνήθως υφαντό) στρώνονταν στο έδαφος, λίγο παράμερα από την φωτιά, ώστε όσοι κάθονται από την πλευρά της φωτιάς να ζεσταίνονται ελαφρά. Στη μέση έμπαινε η κατσαρόλα με το φαγητό και γύρω από αυτή οι καστανιές (σ.σ. μεταλλικά σκεύη μεταφοράς φαγητού).
Συνήθως το φαγητό περιλάμβανε φασολάδα ή φασόλια μαυρομύτικα με μπόλικο λάδι κι αλάτι ή κάποιο άλλο όσπριο. Μια ρέγγα καπνιστή σουβλίζονταν και καψαλίζονταν πάνω στην φωτιά, μετά την βάζανε σε ένα σκεύος με λίγο λάδι. Για τους ραβδιστές συχνά το γεύμα περιλάμβανε λαρδί είτε παστό είτε ψητό. Επίσης το γεύμα περιλάμβανε κονσέρβες ψαριού, λίγο σκληρό τυρί, ελιές τσακιστές, τουρσί, χαλβά και μπόλικο ψωμί. Ωστόσο τα Χριστούγεννα μέρα γιορτινή το φαγητό συνήθως ήταν λιπαρό χοιρινό κρέας με σέλινο ή χόρτα του βουνού με σέλινο.
Την ώρα του φαγητού, γίνονταν ο οικογενειακός προγραμματισμός των επόμενων ημερών αλλά και ο προγραμματισμός της δουλειάς για τις επόμενες ώρες της ημέρας. Λόγω της ημέρας, όλοι αντάλλαζαν ευχές με την πιο συνηθισμένη να είναι το «καλή σοδειά να έχουμε». Όλη η διαδικασία του φαγητού κρατούσε μισή ώρα περίπου. Στη συνέχεια οι γυναίκες αναλάμβαναν να μαζέψουν τα σκεύη του φαγητού να πετάξουν τα αποφάγια στην φωτιά και να προσθέσουν λίγα ακόμη κλαδιά για να ξαναδυναμώσει η φωτιά καθώς είχαν μείνει μόνο κάρβουνα.
Τα παιδιά θα βοηθούσαν για λίγο τις μανάδες στους στην συγκομιδή του καρπού και μετά θα συνέχιζαν το παιχνίδι. Οι άντρες θα ανέβαιναν πάνω στα δέντρα για να συνεχίσουν το ράβδισμα. Κι αν δεν πιέζονταν από την δουλειά, θα έπαιρναν κοντά τους το μεγαλύτερο αγόρι της οικογένειας και με ένα ντεμπλί θα του έδειχναν πως να ραβδίζει, πότε από την μέσα πλευρά του δέντρου και πότε από την έξω, θα του έδειχναν και πως να σέρνει τα πόδια του πάνω στο έδαφος και παράλληλα να σπρώχνει τις ελιές κάτω από τις πατούσε του για να μην τις πατήσει. Εκεί κοντά ένα μικρό ραδιόφωνο θα έπαιζε Χριστουγεννιάτικα τραγούδα, το σήμα έφανε ως το σημείο που γίνονταν η συγκομιδή.
Επειδή ήταν γιορτινή η ημέρα κατά τις 3.30 το απόγευμα σταματούσαν το ράβδισμα και το μάζεμα της ελιάς, έβαζαν τις ελιές στα τσουβάλια και μετέφεραν τα τσουβάλια στην αποθήκη αν υπήρχε στο χωράφι.
Αμέσως μετά όλοι μαζί, κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Τα Χριστούγεννα για τις οικογένειες των ελαιοπαραγωγών, εκείνη την εποχή, δεν ήταν μια μεγάλη γιορτή, αλλά σίγουρα είχε οικογενειακό χρώμα.
*To άρθρο δημοσιεύτηκε στο free press περιοδικό της Λέσβου ΠΛΑΤΕΙΑ που κυκλοφορεί