Ο Καρντούλ, ο τελευταίος καστανάς από το Μπαγκλαντές
Χρόνια τώρα κάθε χειμώνα στην οδό Ερμού, στο ύψος της Στοάς Βεκρέλλη, αναβιώνει την παράδοση των καστανάδων της Μυτιληνιάς αγοράς
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Δημοσίευση 17/3/2021
Σαν με ρωτήσετε για τον τελευταίο καστανά της Μυτιλήνης που θυμάμαι θα σας πω για εκείνο τον άγνωστο μου πίσω από τη φουφού, μια ψιλόλιγνη φιγούρα στη γωνία εκεί στην είσοδο της αγοράς απέναντι από την Τράπεζα της Ελλάδας. Η εμφάνιση του σηματοδοτούσε την άφιξη του χειμώνα κι η εξαφάνιση του, τον ερχομό της Άνοιξης.
Δε θυμάμαι πώς τον έλεγαν, ίσως να μην έμαθα και ποτέ. Θυμάμαι μοναχά τα ζεστά κάστανα στο καμωμένο από την κομμένη εφημερίδα, χωνάκι. Μετά το φροντιστήριο στου «Κονταξή», το μάθημα των Αγγλικών εκεί στην οδό Σαπφούς, μετά τον «Αρίωνα» με έργα δυο, την κοπάνα στο «Νούφαρο». 10 ζεστά ψημένα κάστανα, δραχμές δυο να ξεγελάσεις την πείνα σου μέχρι να πάς σπίτι, να κεράσεις τη φιλενάδα της εποχής ή έτσι απλά επειδή ήταν ζεστά και όμορφα. Κι ένιωθες αυτή τη ζέστα που διαπερνούσε το χακί στρατιωτικό μπουφάν ή το μοντγκόμερι και ζέσταινε το δέρμα εκεί στο ύψος της τσέπης.
Σαν γύρισες από την Αθήνα δεν είχε καστανά πια. Και χρόνια μετά το τελευταίο που σε ένοιαζε στην αγορά ήταν ο καστανάς της. Μέχρι που σήμερα τον πρόσεξες.
Χρόνια λέει είναι εκεί. Στο πεζοδρόμιο της οδού Ερμού, μπροστά στην είσοδο της Στοάς Βεκρέλλη. Πολλά χρόνια. «Όγδοος χειμώνας είναι που στέκομαι εδώ» είπε σαν τον ρώτησα σήμερα αγοράζοντας το άσπρο σακουλάκι με τα κάστανα που αντικατέστησε το χωνάκι από την κομμένη εφημερίδα. Δυο ευρώ για αυτό το άσπρο σακουλάκι που πάει να πει 890 δραχμές. Χαμογέλασα. Απλά μαθήματα οικονομίας... Με ετούτα τα λεφτά πριν χρόνια θα αγόραζα 445 χωνάκια με κάστανα.... Σε 40 χρόνια ένα μεταλλικό δίδραχμο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 απαξιώθηκε 445 φορές!
«Από πού είσαι;» ρώτησα τον καστανά. Παραξενεμένα με κοίταξε, διέκρινα κι ένα φόβο στα μάτια του, «γιατί με ρωτά ετούτος τώρα;» θα σκέφτηκε, μα μου απάντησε πως είναι από το Μπαγκλαντές. Είναι 29 χρονών. Και είναι στην Ελλάδα 15 χρόνια. Στη Μυτιλήνη είναι εννιά χρόνια. Που πάει να πει πως ήρθε στην Ελλάδα 14 χρονών παιδί. 14 χρονών παιδί από το Μπαγκλαντές στο Ιράν, στην Τουρκία, στην Ελλάδα μέσω Έβρου, στην Αθήνα. Και εννιά χρόνια τώρα, στη Μυτιλήνη.
Το χειμώνα καστανάς, το καλοκαίρι στα πανηγύρια. «Καλά είναι...». Τα καταφέρνει. Είναι και «νόμιμος» πια. Κι οι Μυτιληνιοί «είναι καλοί. Αγοράζουν κάστανα».
Του χαμογέλασα... «Πώς σε λένε;» τον ρώτησα.
«Με λένε Καρντούλ» μου απάντησε. Πήρα τα ζεστά κάστανα στο άσπρο σακουλάκι και τα έχωσα στην τσέπη του μπουφάν. Του έδωσα τα δυο ευρώ... «Ευχαριστώ πολύ Καρντούλ» του είπα.
Χαμογέλασε... «Περίμενε κύριε...» μου είπε ξαφνικά. Πήρε με τη μασιά του τρία ακόμα κάστανα και μου τα πρόσφερε...
Κι είδα στη φουφού του καστανά από το Μπαγκλαντές εκείνη τη μορφή στην είσοδο της Ερμού πριν 40 χρόνια. «Πάρε κι αυτά από μένα....» μου έλεγε που και που, προσθέτοντας... «ο γιός του κυρ Παναγιώτη δεν είσαι;»
Έχωσα στην τσέπη τα τρία ζεστά κάστανα που μου ‘χε προσφέρει ο Καρντούλ μαζί με τά άλλα που ‘χα αγοράσει. Ένιωσα τη ζέστη στο δέρμα που διαπέρασε το μπουφάν μου που δεν ήταν χακί στρατιωτικό ούτε μοντγκόμερι πια....
«Σε ευχαριστώ Καρντούλ» ψέλλισα γρήγορα γρήγορα κι έστριψα. Απομακρύνθηκα από τον Καρντούλ. Τον τελευταίο καστανά της αληθινής, της δικής μου Μυτιλήνης, που είναι από το Μπαγκλαντές.