Ο Σόλωνας που μας έμαθε να ακούμε αμανέδες…
Ένα Ελληνοτουρκικό γλέντι πριν κοντά 30 χρόνια…
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Δημοσίευση 25/7/2020
Χειμώνας βαρύς αρχές της δεκαετίας του 1990, πάνε κοντά 30 τώρα χρόνια. Μια παρέα Τούρκοι δημοσιογράφοι με μια παρέα Ελλήνων δημοσιογράφων αναζητούν δρόμους επικοινωνίας, να τα καταφέρουμε να αρθρώσουμε έναν άλλο λόγο, λέγαμε, σε όφελος της ενημέρωσης αλλά και της αλληλοκατανόησης των γειτονικών λαών…
Τα καταφέραμε; Μάλλον όχι, αλλά ετούτο είναι άλλος καυγάς. Εξάλλου δεν έχει σημασία το τι κάναμε εμείς αλλά το τι έκαναν και το τι δεν έκαναν οι άλλοι.
Μετά από ώρες το λοιπόν κουβέντας στο Εργατικό Κέντρο, βράδυ με αγέρα και βροχή δυνατή χωθήκαμε στο γειτονικό «Μπουντρούμι», ένα παλιό διχτεργοστάσιο στο αδιέξοδο της οδού Ίμβρου. Ένα ιστορικό για τη Μυτιλήνη μαγαζί που ‘χε ο Γιώργος Καραγιαννάκης, στέκι μοναδικό που λέω πως όμοιο του δεν θα ξαναέχει η πόλη.
Εκεί το λοιπόν στο πλάι της χοντρής χτισμένης με τούβλα ασβεστωμένης κολώνας μια παρέα μέλη της Κοινότητας του Πανεπιστημίου, μεγάλοι και τρανοί όλοι τους πια, είχαν στήσει ένα γλέντι γρατζουνώντας ένα καημένο ούτι θυμάμαι, ο ένας. Κορυφαίος σαν σε αρχαίο χορό ο Σόλωνας. Στριμωχτήκαμε και καθίσαμε εκεί δίπλα.
«Δκα μας μουρά είναι τούτ’;» με ρώτησε ο Σόλωνας. Δεν πρόλαβα να απαντήσω… «Μανέδες ακούτι ρε καρντάσια;» ρώτησε τους Τούρκους συναδέλφους.
Ακούγαν αμανάδες οι Τούρκοι συνάδελφοι;
Ο μακαρίτης ο Μαατζίτ από τη Σμύρνη, αποκάλυψη της βραδιάς άρχισε να τραγουδά έναν «μανέ».
«Για Τούρκος καλός είναι….» είπε ο Σόλωνας. Κι απάντησε με έναν «μανέ» στην «πρόκληση» του Μαατζίτ.
Οι οκτάβες ανεβαίναν. Επικίνδυνα ψηλά. Ώσπου στο τέλος ο Σόλωνας είπε με το χαρακτηριστικό του ύφος με το κρυμμένο χαμόγελο και το κομπολόι στο χέρι, τραβώντας μια γερή τζούρα από το άφιλτρο του τσιγάρο και μια γουλιά ρακί.
«Άντε να του τιλιώσου του Τουρκέλ…».
Το μαγαζί όλο, σταμάτησε να λειτουργεί. Από τον ιδιοκτήτη μέχρι τη λάντζα και τους θαμώνες, αφήσαν πιάτα φαγιά και παράδες και κρεμάστηκαν όλοι τα χείλια του Σόλωνα.
«¨Αμάν, αμάν…»
Σαν τέλειωσε εκείνος ο μακρόσυρτος συνεχής ήχος που ξεχυνόταν από το στόμα του Σόλωνα, ο Μαατζίτ μπροστά σε όλο του αποσβολωμένο μαγαζί σηκώθηκε όρθιος, έσκυψε και φίλησε το χέρι του Σόλωνα.
Γέλια και χειροκροτήματα.
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος των «μανέδων» είχε λάβει τέλος με την ελληνική πλευρά να κερδίζει περήφανη νίκη!
Ο Σόλωνας αγκάλιασε το Μαατζίτ και του χτύπησε χαϊδευτικά το μάγουλο. «Καλός είσι. Καλός….» του είπε. Κι απόσωσε. «Θα σι πω ένα σκουπό. Μόνο για σένα…».
Το βράδυ ήταν μακρύ, γεμάτο ήχους, τραγούδια, ρακί και κόκκινο Λημνιό καλαμπάκι θυμάμαι... Με το Σόλωνα, πρώτο, κορυφαίο, χορευτή και μανετζή πραγματικό… Αντρίκιο γλέντι από αυτά τα παλιά για τα οποία είχαμε ακούσει μοναχά από τους παππούδες μας.
Αμάν βρε Σόλωνα.
Αμάν… Μέρα που πήγες κι εσύ να διαλέξεις να φύγεις. Σε ευχαριστούμε για τα γλέντια και τους «μανέδες» που μας έμαθες να ακούμε θαρρείς και ξυπνώντας ήχους γραμμένους στα κύτταρα μας.
Και δώσε χαιρετίσματα ρε Σόλωνα. Που ‘σαι… Γλέντησε τους λίγο εκεί πάνω. Πικραμένοι είναι κι αυτοί…