Προβλήθηκε στην τηλεόραση, τις προάλλες, η ταινία «Για μια χούφτα τουρίστριες». Σ' αυτή -διαδραματίζεται τη δεκαετία του '70- φιλονικούν, ερίζουν, διαγκωνίζονται η δήμαρχος ενός παραδοσιακού, γραφικού νησιώτικου δήμου με τον πρόεδρο του γειτονικού χωριού. Πέρα από τα διάφορα ευτράπελα, κι επιμέρους της πλοκής στόχος και των δύο είναι η προσέλκυση των τουριστών στο δικό του χωριό. Η ταινία γυρίστηκε στη Μήθυμνα, στην Πέτρα και στη γύρω περιοχή της Λέσβου. Σήμερα η περιοχή αυτή είναι από τα πλέον αναπτυγμένα τουριστικά στο νησί.
«Οι κάτοικοι του χωριού δεν μπορούνε να πάνε σε καφενείο να πιούνε καφέ και να παίξουν τάβλι και ξερή, γιατί δεν υπάρχει τέτοιο καφενείο», έλεγε μεταξύ των άλλων ο συγγραφέας Βασίλης Αναγνώστου, το μακρινό 1989, σε ένα Συμπόσιο για τον πολιτισμό και την καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας.
Από τότε κύλησε πολύ τουριστική κίνηση κι ήρθε μεγάλη «ανάπτυξη». Τόση που τα νησιά της χώρας μας έγιναν αγνώριστα. Απάτητες παραλίες, βουνοκορφές και λαγκάδια, μικρά παραθαλάσσια και ορεινά χωριά άλλαξαν μορφή, αλλοιώθηκε η παραδοσιακή οικιστική τους ταυτότητα, άλλαξε η καθημερινότητά τους.
Φέτος το καλοκαίρι, ο φίλος Βασίλης τη διαπίστωση του 1989 την έζησε, ως πρωταγωνιστής, με πολλαπλάσια φόρτιση κι αρνητική εξέλιξη. Κάποιο απόγευμα κάθισε σε παραλιακό καφεζαχαροπλαστείο της περιοχής όπου γυρίστηκε η ταινία. Περιγράφει με ανάρτησή του πώς τον αντιμετώπισαν: «7:21μμ παραγγέλλω λεμονάδα της γιαγιάς και νερό. Ώρα 9:10μμ νοιώθω ένα "στοργικό χάδι" στην πλάτη και μια "ευγενική" ερώτηση: "Ει μάστορα! Εδώ σκοπεύεις να κοιμηθείς;". Γυρνάω ξαφνιασμένος και τον ρωτώ: "Γιατί σου φαίνομαι νυσταγμένος;". Προλαβαίνει να μισοπεί πως του "πιάνω το τραπέζι πολλή ώρα" και επειδή έχω μισοτελειωμένη δουλειά στο ΛαπΤόπ παραγγέλνω μια μπύρα (ώρα 9:12μμ) και του λέω: "Όταν λήγει η χρονοχρέωση να με ειδοποιήσει να κάνω κι άλλη παραγγελία. (Ξέρετε, έχω μια λόξα, θέλω να ζω και τα καλά και τα κακά μέχρι το τέλος). Η μπύρα αποδείχτηκε ότι είχε πολύ μικρότερο χρόνο "ανοχής". Μόνο μισή ώρα. Και αυτή τη φορά ο τόνος του ευγενούς μαγαζάτορα ήταν πιο επιτακτικός: "Τι θα γίνει μάστορα σήμερα;" Κι εκεί τον περιμένει μια μικρή έκπληξη. Ο "μάστορας" αντιδρά: "Δεν είμαι μάστορας, δεν με ήξερες και χτες για να μου μιλάς στον ενικό και τρίτον δεν είναι νόμιμο αυτό που κάνεις". Πέσαν τα φτεράκια του αμέσως κι άρχισε να επαναλαμβάνει σε λούπα: "Εγώ θέλω να δουλέψω"».
Τέτοιες σκηνές, καλοκαιρινού απείρου κάλους, ζούμε πλέον απ' τη μια άκρη ώς την άλλη της Ελλάδας. Οι τουρίστριες/τουρίστες και το δολάριο/ευρώ ήρθαν, αγοράζουν και εξαγοράζουν. Άλλοι βλέπουν το γεγονός ως ανάπτυξη και δουλειά -"θέλω να δουλέψω"-, λέει ο σερβιτόρος-μαγαζάτορας, κι άλλοι ως επέλαση.