Αντί στεφάνου…Στη Δέσποινα (Λούλα) Καθιώτη
Γράφει η ΑΓΛΑΙΑ ΑΡΧΟΝΤΙΔΟΥ – ΑΡΓΥΡΗ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 19/6/2020
Ήταν Νοέμβρης του 1999 ,όταν έγιναν τα εγκαίνια του νέου αρχαιολογικού Μουσείου της Μυτιλήνης . Ο Κόσμος πολύς . Η Υπουργός επί του Πολιτισμού Ελισσάβετ Παπαζώη, η Γενική Γραμματέας Λϊνα Μενδώνη, Υπουργος Νίκος Σηφουνάκης, Περιφερειάρχης, Νομάρχης, Δήμαρχοι από όλη τη Λέσβο, τη Λήμνο και τη Χίο , Δημοσιογράφοι και πολύς ο κόσμος από τη Λέσβο και την Αθήνα, που είχαν έρθει για τα εγκαίνια ενός πολυσυζητημένου Μουσείου στην ακριτική Λέσβο.
Ανάμεσα στον κόσμο ξεχώρισε μια μικροκαμωμένη φιγούρα, κυρία καλοντυμένη, κομψή και χαμογελαστή, που με πλησίασε με αυτοπεποίθηση ,αλλά συγχρόνως κάποια συστολή ,βλέποντας τον χαμό γύρω μου. Ήταν η Λούλα Καθιώτη .
«Με κάλεσες και ήρθα» μου είπε, βλέποντας στην αρχή την έκπληξη ανάμεικτη με την ευχαρίστηση να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο μου. Βλέποντας την αισθάνθηκα βαθιά μέσα μου την ξεχωριστή της παρουσία ανάμεσα σε τόσους, καθόσον ήταν μια συμμετοχή σε αυτή τη γιορτή γνήσια φιλική, χωρίς ιδιαίτερες βλέψεις, υπολογισμούς και σκοπιμότητες. Ήρθε γιατί ήθελε να συμμετέχει στα δρώμενα που είχαν οργανωθεί για το καλό του τόπου από φιλικά πρόσωπα .
Η Λούλα, όπως προτιμούσε να τη λέμε οι φίλοι της, γεννήθηκε στην Αθήνα με απώτερη καταγωγή από την Άνδρο. Με το νησί της Λέσβου και ιδιαίτερα με τη Μόρια συνδέθηκε χάριν του αγαπημένου της συζύγου Μιχάλη Καθιώτη, γέννημα θρέμμα της Μόριας.
Όταν την έβλεπες είχες την αίσθηση πως είναι μία κυρία με τη βαθύτερη έννοια του όρου και όταν έκανες παρέα μαζί της καταλάβαινες την καλοσύνη της. Ήταν η κοπέλα της διπλανής πόρτας. Δεν άκουσα ποτέ κακό από το στόμα της για κανέναν. Δεν την επηρέαζαν τα μεγάλα σαλόνια και η πολυτέλεια , που είχε την τύχη να μοιραστεί με την Μιμή Κουκλέλλη – Χατζοπούλου, με την οποία είχαν συνδεθεί στενά τα τελευταία 40 χρόνια .Δεν ένοιωθε ζήλια ευχαρίστηση μόνο και καμάρι.Εκείνη ήταν περήφανη για η δική της οικογένεια .
Καμάρωνε το μοναχογιό τους τον Βασιλάκη , όπως τον έλεγε. «Ήταν στους καταδρομείς το ξέρεις;» μου έλεγε, όπως κάθε μάννα Ελληνίδα, όταν ήθελε να δείξει πως εκτός από καλό και συνετό παιδί, ο γιός της βέβαια έχει προκόψει πολύ, αλλά ξεχωρίζει και για την αθλητική του κορμοστασιά και την εκτίμηση των προϊσταμένων στο Στρατό. Καμάρωνε τα εγγόνια της το Μιχάλη και την Αθηνούλα, τονίζοντας κάθε φορά, πως αυτό το καλό καρίτσι η Βενετία (της αρέσει να τη λέμε Βέτη) τα μεγαλώνει τόσο σωστά….
Η Λούλα, έτσι όπως τη γνώρισα και την έζησα, ήταν η εκπρόσωπος της Ελληνίδας μάννας και συζύγου.
Νικημένη από την «επάρατη νόσο», έφυγε πριν από μια εβδομάδα νοιώθοντας την αγάπη όλων μας, περιτριγυρισμένη από τα αγαπημένα της πρόσωπα , τον εξαιρετικό αγαπημένο της Μιχάλη, το Βασιλάκη, τη Βέτη την Αθηνούλα και το Μιχαλάκη.
Πιστεύω ότι δεν ένοιωσε ποτέ Μοριανή ,δεν θα μπορούσε εξ άλλου, αλλά ακολουθούσε πιστά και με διακριτικότητα τον αμετανόητο Μοριανό ,τον σύντροφο της ζωής της. Η σύζυγος αγαπούσε τους φίλους του και συμμεριζόταν την αγωνία του και την αγάπη του για τον τόπο και τους ανθρώπους.
Εξέφραζε όμως την αγωνία της για τα επικίνδυνα και κουραστικά hobby του Μιχάλη. Το κυνήγι ή τις καθημερινές εξορμήσεις στα Βατερά ,αλλά και την ουζοποσία με τους φίλους. Αλλά αυτά είναι τρόπος ζωής για τον αγαπημένο της Μιχάλη και καταλάβαινε στο βάθος ότι ένας καφές στη Μόρια με ψιλοκουβέντα στο καφενείο με τους φίλους, του χαρίζει παλάτια .
Η κηδεία της ,στην Αγία Ειρήνη της Παλαιάς Φώκαιας ήταν ταιριαστή με αυτό που εκπροσωπούσε η αγαπημένη μας φίλη. Μια εκκλησία γεμάτη λουλούδια, με τα αγαπημένα της πρόσωπα, συγγενείς και λιγοστούς φίλους. Θέλεις ο κορονοϊός, θέλεις η απόσταση, και πολλοί φίλοι δεν μπόρεσαν να έρθουν. Μέσα σε συγκινησιακή φόρτιση σεμνή και απέριττη τελετή, που μας επέτρεψε να ακούσουμε και να κατανοήσουμε τα σοφά λόγια της ακολουθίας .
Λούλα μου, καλό ταξίδι .
Θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη .