Από το βήμα της ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε τη μείωση του ΕΝΦΙΑ από το 2026 και την κατάργησή του από το 2027 για την κύρια κατοικία σε οικισμούς έως 1.500 κατοίκους. Η εξαγγελία παρουσιάστηκε από τα φιλοκυβερνητικά μέσα ως μεγάλη ανακούφιση, όμως στην πραγματικότητα δεν απαντά στο βασικό ερώτημα, γιατί εξακολουθεί να υπάρχει ένας μνημονιακός φόρος, δεκατέσσερα χρόνια μετά την επιβολή του;
Η ιστορία του ΕΝΦΙΑ ξεκινά το 2011, με το διαβόητο ΕΕΤΗΔΕ που επέβαλε η κυβέρνηση Παπανδρέου με υπουργό Οικονομικών τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Επρόκειτο για ένα «έκτακτο τέλος» μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, που χαρακτηρίστηκε άμεσα από την κοινωνία ως «χαράτσι». Αντί να λήξει όπως είχε υποσχεθεί, το μέτρο μονιμοποιήθηκε.
Το 2013 η κυβέρνηση Σαμαρά το μετονόμασε σε ΕΝΦΙΑ, ενσωματώνοντας και τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας. Έκτοτε, παρά τις αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού και τις συχνές υποσχέσεις για ελάφρυνση, ο φόρος παρέμεινε βαρίδι για εκατομμύρια ιδιοκτήτες.
Το παράδοξο είναι ότι ακόμη και μετά την έξοδο από τα μνημόνια το 2018, την άρση των κεφαλαιακών ελέγχων και τη δυνατότητα δανεισμού με αρνητικό επιτόκιο το 2019, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν έσπευσε να καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ. Αντίθετα, τον διατήρησε ως βασικό εργαλείο δημοσιονομικών εσόδων, παρά το γεγονός ότι όλοι αναγνώριζαν τον χαρακτήρα του ως προϊόν των μνημονίων. Έτσι, ο «έκτακτος» φόρος κατέληξε να αποτελεί μόνιμο βάρος στις τσέπες των πολιτών.
Με αυτή την προϊστορία, η εξαγγελία του πρωθυπουργού μοιάζει περισσότερο με επικοινωνιακή διαχείριση παρά με ουσιαστική πολιτική παρέμβαση. Η κατάργηση περιορίζεται μόνο σε μικρούς οικισμούς και μετατίθεται χρονικά δύο χρόνια μετά. Πρόκειται για μια κλασική τακτική καθώς το κράτος εισπράττει κανονικά στο παρόν, ενώ οι πολίτες καλούνται να χαρούν προκαταβολικά για ένα μέτρο που ενδέχεται να εφαρμοστεί στο μέλλον. Είναι, με άλλα λόγια, τα γνωστά «καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς».
Ο ΕΝΦΙΑ υπήρξε και παραμένει ένας από τους πιο αντιδημοφιλείς φόρους, όχι μόνο γιατί επιβαρύνει δυσανάλογα τη μεσαία τάξη και τους μικροϊδιοκτήτες, αλλά και γιατί συνδέεται με την πιο σκοτεινή περίοδο των μνημονίων. Ο φόρος που υποτίθεται πως θα ήταν «έκτακτος» έγινε μόνιμος, και τώρα η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει ως επίτευγμα τη μερική, καθυστερημένη και περιορισμένη κατάργησή του.
Η ουσία είναι πως, για ακόμη μια φορά, οι πολίτες δεν βλέπουν πραγματική ανακούφιση αλλά μια υπόσχεση που περισσότερο εξυπηρετεί επικοινωνιακά τη ΝΔ παρά τις ανάγκες της κοινωνίας. Ο ΕΝΦΙΑ θα έπρεπε να έχει καταργηθεί εδώ και χρόνια. Το ότι συνεχίζει να υπάρχει και μάλιστα να παρουσιάζεται ως «δώρο» η κατάργησή του σε πολύ περιορισμένο αριθμό ιδιοκτητών ακινήτων, αποτελεί την πιο καθαρή απόδειξη ότι η χώρα εξακολουθεί να ζει με τα φαντάσματα των μνημονίων και με κυβερνήσεις που τα εργαλειοποιούν για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη.