Μνήμη Στράτη Μυριβήλη
Γράφει ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α. ΓΕΩΡΓΑΣ, εκπαιδευτικός - συγγραφέας
Δημοσίευση 15/7/2025

(«Κουβαλώ μέσα μου παντού και πάντα ένα νησί φουντωμένο από αιώνιαν άνοιξη»)
Τέτοιες μέρες (19 Ιουλίου) το 1969 πέρασε στον «άλλον όχτο» ο Στράτης Μυριβήλης (κατά κόσμον Ευστράτιος Σταματόπουλος), ένα άξιο τέκνο της Λέσβου, μία πνευματική προσωπικότητα με αφηγηματική δεινότητα που δόξασε τον γενέθλιο τόπο, τίμησε τη νεοελληνική λογοτεχνία και υπηρέτησε επάξια τη ζωντανή λαϊκή γλώσσα.
Γεννημένος στις 30 Ιουνίου / 13 Ιουλίου 1890 στη Συκαμνιά της τουρκοπατημένης από το 1462 Λέσβου, συμμετείχε ως εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους ‒εκφράζοντας έμπρακτα τον διακαή πόθο του για την απελευθέρωση της οθωμανοκρατούμενης γενέτειράς του‒ μαζί με άλλους Λέσβιους φοιτητές που διαπνέονταν από τα ίδια με αυτόν πατριωτικά αισθήματα, στη συνέχεια ως επίστρατος ακολούθησε τον ελληνικό στρατό στη Μακεδονία (κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) και στη Μικρασία, με την πτώση του Μετώπου επέστρεψε στη Λέσβο, όπου δραστηριοποιήθηκε δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά ως το 1932 που μετοίκησε στην Αθήνα. Εκεί άσκησε το επάγγελμα του δημοσιογράφου σε διάφορα έντυπα δημοσιεύοντας παράλληλα τα λογοτεχνικά έργα του, το 1938 διορίστηκε υπάλληλος της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, τον Ιανουάριο του 1941 μετέβη στην Πίνδο από όπου έστελνε ανταποκρίσεις από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Ακρόπολις», το 1958 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ταξίδεψε εντός και εκτός ελληνικών συνόρων, αξιώθηκε να δει τα λογοτεχνικά έργα του να μεταφράζονται σε διάφορες γλώσσες, από το 1967 παρουσίασε σωματική και πνευματική αδυναμία, στις 19 Ιουλίου 1969 πέρασε στο Πάνθεο των Αθανάτων.
Καθʼ όλη τη διάρκεια της ζωής του η κυκλοφορία νέου έργου του αποτελούσε είδηση στους πνευματικούς κύκλους, τα λογοτεχνήματά του γίνονταν ανάρπαστα, το ενθουσιώδες αναγνωστικό κοινό του διαρκώς αυξανόταν, οι κριτικές των έργων του ήταν κατά κανόνα διθυραμβικές, ακόμη και οι ομότεχνοί του αναγνώριζαν το υψηλό λογοτεχνικό του ανάστημα και την υπεροχή του, ο Κωστής Παλαμάς με το οξυδερκές κριτικό αισθητήριό του αποφάνθηκε: «Ο Μυριβήλης εξέχει και υπερέχει μεταξύ των πεζογράφων μας».
Κι όλα αυτά, γιατί ο Μυριβήλης υπήρξε πηγαίο αφηγηματικό ταλέντο με αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία, δεξιοτέχνης του ωραίου λόγου, αλλά και δυναμικός μαχητής για την επικράτηση και καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Όλα τα έργα του, από τις «Κόκκινες Ιστορίες», τα «Διηγήματα», τη «Ζωή εν Τάφω», τα διηγήματα των χρωμάτων («Το Γαλάζιο Βιβλίο», «Το Κόκκινο Βιβλίο», «Το Πράσινο Βιβλίο», «Το Βυσσινί Βιβλίο»), τον «Πάνα» και τον «Βασίλη τον Αρβανίτη» ως τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», την «Παναγιά τη Γοργόνα», τα «Παγανά», το «Τραγούδι της Γης», τις «Μικρές φωτιές», αλλά και τον «Αργοναύτη» και τα ταξιδιωτικά του «Απʼ την Ελλάδα», είναι πλημμυρισμένα από τις αστείρευτες αφηγηματικές ικανότητες, τη σατιρική και χιουμοριστική διάθεση, τη λυρική έξαρση, την παρατηρητική και ευρηματική φαντασία και την περιγραφική δύναμη του δημιουργού τους, ιδίως από τη χυμώδη εξαίσια λαϊκή γλώσσα του που διοχετεύτηκε με δύναμη πρωτοφανέρωτη, με ύφος απαράμιλλο, με τρόπο ιδιαίτερα παραστατικό τόσο στα πρώιμα όσο και στα μεταγενέστερα λογοτεχνήματά του.
Για του λόγου το αληθές, το επόμενο μικρό αλλά χαρακτηριστικό δείγμα του εξαίρετου ύφους του, της κραταιής γλώσσας του, αλλά και της απέραντης αγάπης του για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ας το απολαύσουμε στο όνομα της αιώνιας μνήμης του:
«Απʼ τη Λέσβο στην Αθήνα» [Σάββατο 26 Απριλίου 1930, «Ταχυδρόμος» καθημερινή πολιτική εφημερίς, ιδιοκτησία Σ. Μυριβήλη - Θ. Λεφκία / Μυτιλήνη]
Κάθε φορά που ʼναι για να ταξιδέψω έξω απʼ τη Λέσβο αιστάνουμαι ένα αποπνιχτικό σφίξιμο στην καρδιά σα να ʼναι για να στερηθώ για πάντα το νησί. Θα ʼναι φαίνεται από παλιούς πολυκαιριάτικους αποχωρισμούς που μου απόμεινε τούτη η θλίψη. Γιατί τη νιώθω να ξυπνάει μέσα στην καρδιά μου και να φτεροκοπά σαν αγριολαντισμένο πουλί ακόμα και κάθε φορά που στα καλά καθούμενα ακούγω τη μπορού ενός βαποριού να φωνάζει απʼ τη θάλασσα σαν κρυφή φοβέρα. Είναι τόσο ακριβή η Λέσβο για καθέναν που την αιστάνθηκε με όλο της τον αμέτρητο συναισθηματικό πλούτο, που δε μπορεί παρά να χτυποκαρδεί κάθε φορά που τη χάνει από κοντά του.
Έτσι και τούτη τη φορά σφίχτηκε η καρδιά μου, σα σφύριξε το βαπόρι κι άρχισαν οι ακρογιαλιές νʼ αποτραβιούνται μια μια και να σβηούνται οι αγαπημένες γραμμές και τα πολυτελή λεσβιακά χρώματα.
Σαν κουράστηκα να ενδιαφερθώ για όλες τις συζητήσεις και τις δουλειές που απασχολούσαν τους κυρίους και τις κυρίες που θορυβούσαν στο σαλόνι, κατέβηκα και ξαπλώθηκα στην κοκέτα μου. Έτσι αφέθηκα στο συναίσθημα που δίνει το βαπόρι σε κάθε απομονωμένο επιβάτη. Το συναίσθημα της αυτοεγκαταλείψεως στα χέρια μιας δυνάμεως που «σε απομακρύνει» ολοένα, ολοένα. Όμως μέσα μου αντιδρά ζωηρά η
αναπλαστική μνήμη. Ευτυχώς. Κουβαλώ μέσα μου παντού και πάντα ένα νησί φουντωμένο από αιώνιαν άνοιξη, ένα πλεούμενο περιβόλι του Αιγαίου, που όλα του είναι πάθος και ορμή και χορός της γραμμής και τραγούδι του χρώματος. Και η Σαπφώ η φλογερή και παράξενη είναι η αδάμαστη και ασυγκράτητη πνοή που το εμψυχώνει εις αιώνας αιώνων.
Πόσην αγάπη, πόσην αγάπη αφήνουμε πίσω μας, σαν ταξιδεύουμε απʼ τη Λέσβο. Και πώς απλώνει τα χίλια μπράτσα της προς εμάς όσο ξεμακραίνουμε απʼ τους γιαλούς της ...