Η παλιά λάμπα
Γραφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 28/5/2025

Κοιτώ την παλιά, πράσινη γυάλινη λάμπα πετρελαίου. Μόλις την καθάρισα απ' τη σκόνη χρόνων, τρίβοντάς τη με μια παλιά οδοντόβουρτσα. Οι ακτίνες του ήλιου που πέφτουν πάνω της αντανακλώνται και διαχέονται ταυτόχρονα. Τα ανάγλυφα σχέδιά της σχηματίζουν παράξενα σχήματα. Νοιώθω ότι μου μιλά, μου αποκαλύπτει τη ζωή, τις ιστορίες που έζησε, που είδε και φώτισε. Πόσο χρονών να είναι; Τουλάχιστον εξήντα, εβδομήντα.
Για χρόνια ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του νταμιού. Στο αγροτόσπιτο του ελαιώνα, όπου έμενε ο παππούς κι η οικογένειά του, για πολλούς μήνες τον χρόνο, μέχρι να τελειώσει το μάζεμα των ελιών. Έτσι έκαναν όλες οι φαμίλιες· πώς να πάνε και να 'ρθούνε απ' το χωριό στο κτήμα; Έτσι, στα λίγα τετραγωνικά του ταπεινού κτίσματος στέγαζαν όλο το νοικοκυριό τους. Δίπλα ήταν η αποθήκη, με τα ζώα, ο γάιδαρος για τις μεταφορές, οι κατσίκες για το γάλα κι οι κότες για τα αυγά. Απ' την άλλη μεριά ο φούρνος. Τι ισορροπημένο, λειτουργικό σχέδιο! Δημιουργία του ανώνυμου, λαϊκού μάστορα.
Δύσκολη η καθημερινότητα κι η διαβίωση. Όλη μέρα, απ' την ανατολή, μέχρι τη δύση του ήλιου μάζευαν ελιές, τον ευλογημένο καρπό που έθρεψε γενιές και γενιές. Ενδιάμεσα έπρεπε να γίνουν οι δουλειές της καθημερινότητας. Να κοπούν τα ξύλα για το τζάκι, να ετοιμαστεί το φαγητό, να ανασυρθεί νερό απ' το πηγάδι, να φροντιστούν τα ζώα και τα κηπευτικά της εποχής. Μια φορά τη βδομάδα άναβε ο φούρνος για να ψήσουν το ψωμί. Την ίδια μέρα φτιαχνόταν φουρνιστό φαγητό. Κατά διαστήματα πήγαινε ο παππούς στο χωριό για τις απαραίτητες προμήθειες· αλεύρι, όσπρια, φωτιστικό πετρέλαιο, πελτές, βούτυρο, άλλα χρειώδη κι οπωσδήποτε μια νταμιτζάνα ρακί και τσιγάρα.
Το βράδυ, όταν όλα είχαν τακτοποιηθεί, όπως κάθε μέρα, άναβαν τη λάμπα και καθόταν η οικογένεια στον σοφά γύρω από το τζάκι. Ιστορούσαν τα γεγονότα της μέρας, λέγαν παραμύθια κι ιστορίες συδαύλιζαν τη φωτιά, στο τσουκάλι έβραζε το φαγητό και συλλογιζόταν την αυριανή μέρα· έστω κι αν γνώριζαν πως θα 'ταν απαράλλαχτη σαν κάθε μέρα στο κτήμα. Ο παππούς διάβαζε κάποιο βιβλίο, φύλλα απ' την εγκυκλοπαίδεια του “Ήλιου” και την εφημεριδούλα “Αστήρ Κυδωνιών” που του έστελναν από τον σύλλογο “Ενώσις Κυδωνιατών”. Αγαπημένο του βιβλίο τα Ιστορικά – Χρονικά των Κυδωνιών.
Όταν κάποια βράδια τον έπιανε η νοσταλγία για την πατρίδα του, το Αϊβαλί, που άφησε παλικαρόπουλο το 1914, ιστορούσε την τότε ζωή. Άκουγαν τα μικρά παιδιά για την όμορφη πολιτεία, τα μπερεκέτια της Ανατολής, την όμορφη ζωή και τα καλά που άφησε πίσω ο κύρης τους. Τότε τρεμόπαιζε η φλόγα της λάμπας, σχημάτιζε παράξενες σκιές στους τοίχους του νταμιού, σα να ζούσε και κείνη το παρελθόν.