Εκκλησιαστικός και θεολογικός κάματος για τον συνάνθρωπο,κάτι σαν εργόχειρο
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Δημοσίευση 25/5/2020
Δεν χωρά αμφιβολία πως καίρια ελλείμματα του βίου-μας, πολλές φορές ασμένως πασχίζουμε να τα καλύψουμε αποκλειστικά με ανταγωνιστικό τρόπο, αφήνονταςστην άκρη την ανάδειξη πανανθρώπινωναξίων, όπως λόγου χάριν είναι το αδιαπραγμάτευτο του σεβασμού κάθε ανθρώπινου προσώπου.
Αποτέλεσμα αυτού του τρόπου ζωής-μας η κατάκριση κι ο στιγματισμός κάθε διαφορετικού από εμάς συνανθρώπου μας και, παράλληλα, η εμπλοκή μας σ’ ένα ατέλειωτο ρατσιστικό παιχνίδι με μηδενικό άθροισμα.
Ο πλησίον, όποιος κι είναι αυτός, κατά πως φαίνεται, τείνει να εκλείψει και τη θέση του να την καταλαμβάνει ο ενοχλητικός, ο παρίας, που τον θεωρούμε ξένο, εχθρό που, νομίζουμε, ότι θα αλλοιώσει το πολιτισμικό, κοινωνικό, θρησκευτικό-μας γίγνεσθαι.
Εδώ, ξανά δεν χωρά αμφιβολία πως αυτή η πτωτική-μας πορεία συνιστά και άγνοια της χριστιανικής-μας ταυτότητας, την οποία ουκ ολίγοι λέμε πως έχουμε. Τώρα, πως είναι δυνατόν να λέμεπως είμαστε χριστιανοί κι από την άλλη να γινόμαστεμισάνθρωποι και μισαλλόδοξοι, αυτό πράγματι είναι ένα ζήτημα που θέλει συζήτηση, στη βάση της οποίαςεκ των προτέρων πρέπει να τεθεί η έννοια της θρησκευτικής πίστης που λέμε ό,τι έχουμε και πώς αυτή, ως πραγματικότητα στον καθημερινό-μας βίο αλλά και ως η ασφαλέστερη οδός, μας οδηγεί στη γνώση του Θεού, γνώση που μεταμορφώνει και καινοποιεί ολάκερο τον κόσμο.
Συμβαίνει συχνά σε τούτη τη φιλόξενη ιστοσελίδα (ΣΤΟ ΝΗΣΙ), να διαβάζω τα γραπτά του Σεβασμιωτάτου Αρσινόης Βασιλείου. Κι ομολογώ ό,τι με αναπαύουν! Πρόκειται για γραπτά που διασώζουν το κύρος της Εκκλησίας, που την απαλλάσσουν από τη θρησκειοποίησή της, που, τέλος, κάμουν τον ευαγγελικό λόγο γεγονός, χάρισμα μετοχής σε σώμα κοινωνίας σχέσεων κι όχι απλά μια ομολογία πίστεως.Κι ως δάσκαλος των Θρησκευτικών που είμαι, πριν λίγο καιρό, ημέρες καραντίνας και τηλεδιδασκαλιών, ένα από τα γραπτά του Σεβασμιωτάτου, με τίτλο: «Επιστροφή στην κανονικότητα»•(δημοσιεύθηκε ΣΤΟ ΝΗΣΙ:https://www.stonisi.gr/post/8787/epistrofh-sthn-kanonikothta), αποφάσισα να το μεταφέρω στη διαδικτυακή σχολική τάξη, δίνοντας στους μαθητές μου την ευκαιρία να εκτιμήσουν και να διερωτηθούνπόσο μεγάλη αξία έχει το άνοιγμα του δικού-τους προσώπου προς τον άλλον, τον κάθε άλλο (κατατρεγμένο, πρόσφυγα, μετανάστη, περιθωριακό), και πως αυτό το άνοιγμα είναι στοιχείο της χριστιανικής ταυτότητας – ιδιοπροσωπίας-τους.
Το εν λόγω κείμενο του Σεβασμιωτάτου, νομίζω, πως έναντι των προσφύγων και μεταναστών, φέρνει στο προσκήνιο το δίλημμα: μισανθρωπία ή αδελφοσύνη; Νησί ή πέλαγος το ανθρώπινο πρόσωπο, το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο; Οι απαντήσεις στα δύο αυτά ερωτήματα δεν μπορεί να μην είναι καταφατικές.
Μα φυσικά αδελφοσύνη και πέλαγος η σχέση-μας με τον πρόσφυγα – μετανάστη. Ειδεμή η χριστιανική ταυτότητα παύει να υπάρχει: «Χρειάζεται την επίγνωση ότι το άνοιγμα στα πελάγη δεν είναι περίπατος, αλλά διακινδύνευση. Είναι το ρίσκο να αρπάξεις το χέρι του απέναντι ή να βυθιστείς στο ενδιάμεσο. Το νησί όμως, παρόλη τη γλύκα του, είναι εξ ορισμού θάνατος! Είναι η περίκλειστη ύπαρξη. Ας σκεφτούμε: Μια ανάσταση που θα περιοριζόταν στο νησάκι ενός λαού, μιας κουλτούρας, μιας εποχής, θα ήταν ανάσταση - μαϊμού. Ψεύτικο δώρο σε συσκευασία τάφου.
Η ανάσταση είναι ανάσταση, μόνο αν αφορά την οικουμένη ολόκληρη», τονίζει με έμφαση ο καλός συνάδελφος Θ. Ν. Παπαθανασίου σ’ ένα βιβλίο του.
Ευτυχώς που ένα μεγάλο μέρος των παιδιών-μας, των μαθητών-μας, φαίνεται να βρίσκεται στην αντίπερα όχθη εξωραϊσμού του εθνικού και θρησκευτικού-μας εγωισμού, φαίνεται, επίσης, να εναντιώνεται στην πλάνη ό,τι το προσφυγικό – μεταναστευτικό φαινόμενο εύκολα εκτός από πολιτικούς χρησιμοποιείται και από εκκλησιαστικούς ταγούς για τόνωση πολλών –ισμών: εθνικισμών, ρατσισμών, «χριστιανισμών».
Κι αυτό, νομίζω, πως μπορεί να το θαυμάσει κανείς στις παρακάτω απόψεις μαθητών που διάβασαν, στοχάστηκαν και με κριτική σκέψη είπαν κι έγραψαν για το παραπάνω κείμενο του Σεβασμιωτάτου Αρσινόης Βασιλείου:
• «Εκείνοι που δεν θέλουν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες δεν μπορεί να λέγονται χριστιανοί. Το μίσος τους προς αυτούς εκφράζεται με ρατσισμό».
• «Ο ρατσισμός που έρχεται σε σύγκρουση με τον Χριστιανισμό.Το μίσος δεν έχει καμιά σχέση με τις χριστιανικέςαξίες, όπως είναι η αγάπη και η αλληλεγγύη».
• «Το κείμενο μιλάγια το μίσος που δείχνουν κάποιοι απέναντι στους πρόσφυγες και, γενικότερα, απέναντι στους ξένους και διαφορετικούς,γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τη χριστιανικήαγάπη για κάθε συνάνθρωπό μας».
• «Το κείμενο απευθύνεται σ’ όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους που αναγνωρίζουν τις χριστιανικές αξίες:τηναγάπη,την ισότητα, τηνειρήνη».
• «Το κείμενο απευθύνεται στον καθένα από εμάς, δίνοντάς μας ένα μήνυμα: όχι στη μισαλλοδοξία, ναι στην αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων».
• «Επ'αυτού του κειμένου πιστεύω ό,τι ο συγγραφέας έχει απόλυτο δίκιο διότι προσπαθεί να μας θυμίσει πόσο μεγάλη αξία έχει να είναι κανείς αυθεντικός χριστιανός. Γι’ αυτό και συμφωνώ με τον συγγραφέα – ιερέα. Λυπάμαι που κάποιοι συνάνθρωποί μας, ενώ αυτοαποκαλούνται χριστιανοί, δεν αναγνωρίζουν πραγματικά την ισχύ της αγάπης».
• «Διαβάζοντας το συγκεκριμένο κείμενο, προσωπικά συμφωνώ με όσα μας παραθέτει ο συγγραφέας.Πιο συγκεκριμένα, θεωρώ πως ειδικά στις μέρες μας απουσιάζει από τον κόσμο η αγάπη και η αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο, και το πιο θλιβερό σε αυτό είναι ότι ακόμα και άνθρωποι που είναι χριστιανοί συμπεριφέρονταιμε απάνθρωπο τρόπο σε συνανθρώπους μας. Κι αυτό είναι ακόμα πιο θλιβερό, διότι ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκευτική πίστη που πραγματικά είναι βασισμένη στην αγάπη».
• «Πολύ σωστά ο συγγραφέας καταδικάζει τη μισαλλόδοξη συμπεριφορά πολλών ανθρώπων. Πιστεύω πως επιδιώκει να ευαισθητοποιήσει όλους τους πολίτες, ώστε η μισαλλοδοξία να εξαλειφθεί από την κοινωνία. Οραματίζεται ένα πιο ανθρώπινο κόσμο. Έναν κόσμο που θα λαμβάνει υπόψη τις χριστιανικές αλήθειες, όπως είναι η αγάπη και η δικαιοσύνη».
• «Η άποψή μου ταυτίζεται με του συγγραφέα,αφού στην εποχή-μας βασιλεύει ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, ενώ η αγάπη και η βοήθεια προς το συνάνθρωπο είναι έννοιες άγνωστες στο ευρύ κοινό είτε χριστιανικό είτε όχι».
Δεδομένου ό,τι οι πόλεμοι ποτέ δεν έλειψαν από την ιστορία, προκαλώντας πολλά δεινά στους ανθρώπους –ένα από αυτά είναι η προσφυγιά και η μετανάστευση• στο παραπάνω κείμενό του το τονίζει ο Σεβασμιώτατος Βασίλειος – οφείλουμε να παραδεχθούμε πως οι πόλεμοι δεν είναι κάτι το προσωρινό, αλλά μόνιμο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ιστορίας. «Οι κακοί κάνουν πολέμους χάριν του κακού» έλεγε ο Χρήστος Μαλεβίτσης, κορυφαίος φιλόσοφος, συγγραφέας και δοκιμιογράφος του 20ου αιώνα.
Το ζήτημα εδώ δεν είναι μόνο η εξάλειψη του πολέμου από την ανθρώπινη ιστορία. Το ζήτημα είναι πως πέραν της εξάλειψής του ο άνθρωπος θα πάψει να γίνεται απάνθρωπος.
Για τον εκκλησιαστικό χώρο αυτό σημαίνει πρόσκληση για ξεβόλεμα από τους πολλούς για τα καλά παγιωθέντες –ισμούς. Τα αιτήματα για ειρήνη, ισότητα, δικαιοσύνη, σεβασμού της ετερότητας, για την Εκκλησία δεν μπορεί να είναι απλά μια ουτοπία. Όσοι στα πρόσωπα των προσφύγων και μεταναστών βλέπουν ξένους που θα τους αλλάξουν την πίστη στο Θεό, που θα τους αλλοιώσουν την εθνική ταυτότητα, είναι φανερό πως κάπου έχουν χάσει την πραγματική χριστιανική ταυτότητά τους.
Κι εδώ η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, αν θέλει να είναι ο εαυτός-της, ο ίδιος δηλαδή ο ΧΡΙΣΤΟΣ, οφείλει να γίνει ΔΙΑΚΟΝΙΚΗ, ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Ευτυχώς που κάποιοι ιερείς-της υπηρετούν πιστά αυτόν το ρόλο, αλλά είναι ελάχιστοι.