Μνήμη Γιάννη Καρανικόλα
Γράφει ο Δημήτρης Πατίλας
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 3/7/2024

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες ( Ρίτσος, Επιτάφιος)
Έφυγε σε ηλικία 77 χρονών, λαβωμένος από την επάρατη αρρώστια ο γκαρδιακός φίλος Γιάννης Καρανικόλας στο Παρίσι, όπου νοσηλευόταν, Στο Παρίσι σπούδασε μηχανολόγος. Δούλεψε εκεί αρκετά χρόνια και επέστρεψε στον αγαπημένο γενέθλιο τόπο, το Μανταμάδο. Μεγάλο ωστόσο διάστημα κάθε χρόνου διέμεινε και στο επίσης αγαπημένο του Παρίσι, όπου ζει η αδερφή του. Εκεί είχε γερούς δεσμούς με ανθρώπους των Γραμμάτων και της Τέχνης και πλήθος ευκαιρίες να απολαμβάνει καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
Ήταν ο Γιάννης πνεύμα ανήσυχο, γαλουχημένο με πλατειές, δημοκρατικές, αριστερές ιδέες. Άνθρωπος που δεν έμπαινε εύκολα σε ράγες, ανεξάρτητος. Έψαχνε πάντα, ιχνηλατούσε το διπλό και τριπλό βάθος των πραγμάτων.
Εραστής της τέχνης. Εμπνευσμένος με πρωτοποριακές απόψεις ερασιτέχνης φωτογράφος, όπως φαίνεται από απόσπασμα συνέντευξής του που αναρτήθηκε στον ιστότοπο «Στο νησί». Τα λιόδεντρα και τα κύματα κυρίως ήταν στο επίκεντρο της «φωτογραφής του». Όψεις αυτών αποθανάτιζε, αστραπιαία στις ριπές του φωτός «στιγμιότυπα», μέσα από οποία αναδύονταν στην ποιητική όρασή του άλλες εικόνες. Φωτογραφικά ποιήματά του, όπως συνήθιζε να λέει , εκτέθηκαν με επιτυχία στη Θεσσαλονίκη, στο Μεσολόγγι, στην Κρήτη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στο Παρίσι, στη Μυτιλήνη και στο Μανταμάδο.
Τιμούσε τις λαϊκές παραδόσεις, τις μελετούσε και συμμετείχε ενεργά. Από την άλλη πλευρά τον έλκυαν τα πρωτοποριακά, νεωτερικά ρεύματα στην Τέχνη. Τη σκέψη, την ευαισθησία και τη φαντασία του κινητοποιούσαν η αοριστία, η υπαινικτικότατα, η κρυπτικότητα Έλεγε συχνά ότι «το προφανές είναι εχθρός της τέχνης».
Αδιάλειπτα παρακολουθούσε τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπου βρισκόταν, πρωτοστατούσε στη διοργάνωσή τους και συμμετείχε πρόθυμα όταν τον προσκαλούσαν να απαγγείλει. Απάγγειλε έξοχα, με αισθαντικότητα και θεατρικότητα. Θυμάμαι μια συναρπαστική απαγγελία όλου του εκτενούς ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου «Όταν έρχεται ο ξένος» στη Μηχανή τ’ Αγιού (Πολύκεντρο Μανταμάδου), που ενθουσίασε το κοινό. Ιδιαίτερα αγαπούσε το έργο του Γιάννη Ρίτσου, στο οποίο επανερχόταν συχνά. Για χάρη μου μετάφρασε μια διατριβή στα γαλλικά και άλλα μελετήματα γύρω στο Ρίτσο.
Δραστήριος, αεικίνητος, ταξιδευτής. Ζούσε με πάθος την κάθε στιγμή, ερωτευμένος με όλα τα καλά και ωραία του κόσμου, με την Αγία Ελεούσα Ομορφιά (Ρίτσος). Τη χαιρόταν όπου τη συναντούσε, λουζόταν στα αναζωογονητικά νάματά της. Φυσιολάτρης, δεν έχανε ευκαιρία να βρίσκεται κοντά στη φύση πεζοπορώντας με το ταγάρι και τη φωτογραφική στον ώμο του. Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, κολυμπούσε έντονα τουλάχιστο μια ώρα και ρέμβαζε στην ακτή τα απογεύματα ως το λιόγερμα.
Αποκτούσε εύκολα γνωριμίες. Ήταν ευχάριστος, με λεπτό, καλόγουστο χιούμορ, πάντα ευπρόσδεκτος και αγαπητός στην παρέα, όπου συνήθιζε έντεχνα να θέτει θέματα προς συζήτηση και διερεύνηση. Συνδύαζε το υψηλό με το οικείο, το μεγαλοπρεπές με το ταπεινό, το αυθεντικό λαϊκό με το λόγιο.
Ήταν από εκείνους που διαβάζουν, στοχάζονται, ερωτεύονται, δεν σταματούν προχωράνε πέρα και πάνω από τις όποιες προσωπικές ή γενικές αντιξοότητες. Κι αν κάποτε τον κύκλωναν «δυσκολίες του βίου και του ονείρου», κατόρθωνε να τις υπερβαίνει και να δημιουργεί, λέγοντας χαρακτηριστικά: δημιουργώ, άρα υπάρχω.
Θα θυμόμαστε την ωραία, επιβλητική μορφή του, το δυνατό χαραχτήρα του, το αγέρωχο παράστημα, τη ζωηρή, γεμάτη συναισθηματικές αποχρώσεις ντοπιολαλιά του, όσα μας πρόσφερε - και δεν ήταν λίγα - με λόγο και πράξη και εκείνο το παραδοσιακό του ταξιδευτή ταγάρι στο ώμο ου «για το δρόμο, για το δρόμο», όπου μέσα υπήρχε πάντα ένα βιβλίο.
Παραθέτω εδώ ένα ολιγόστιχο ποίημα του Ρίτσου που αγαπούσε:
Παραδοχή
Νικημένος απ’ το γαλάζιο
με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα της σιωπής
πεθαμένος από ζωή
πεθαμένος από νιότη
βουλιαγμένος κάτου απ’ τη φωτιά του
με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-
Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση
μήτε σ’ ένα χαλίκι της σκέψης του.
Ήταν έτοιμος πια για τον έρωτα
και για το θάνατο.