Η Λέσβος, το χρυσό νησί της ελιάς
Η «ελαιο-αυτοκρατορία» της οικογένειας Κουρτζή, οι εξαγωγές και η πτώχευση
Δημοσίευση 24/5/2024
Η Λέσβος, το «αλτίν αντασί» (το χρυσό νησί), όπως το ονόμαζαν οι Οθωμανοί, με δάση ολόκληρα από ελαιόδεντρα να καλύπτουν το Ν.Α. τμήμα του, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είναι από τις πρώτες περιοχές που προχωρά στην εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής και κυρίως του ελαιολάδου και των παραγώγων του, όπως πυρήνα και σαπούνι.
Τότε αρχίζουν να κατασκευάζονται και να λειτουργούν τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, οι μηχανές των οποίων εισάγονται κυρίως από τη Σμύρνη. Η βελτίωση των μεθόδων παραγωγής έχει ως φυσικό επακόλουθο την αύξηση της παραγωγής του ελαιόλαδου, το οποίο αποτελεί και το πρώτο εξαγώγιμο προϊόν του νησιού, αποφέροντας τεράστια κέρδη στους εμπόρους και ελαιοκτηματίες της περιοχής.
Οι Κουρτζήδες, οι δεύτεροι μεγαλοκτηματίες του νησιού, αγοράζουν από την οικογένεια του Τούρκου διοικητή, το 1885, το Κτήμα Κέντρον, μια από τις μεγαλύτερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις περίπου 3.500 στρεμμάτων, που καλύπτει την περιοχή από το σημερινό εργοστάσιο της ΔΕΗ έως τον Κόλπο της Γέρας. Αποτελεί τη σημαντικότερη ιδιοκτησία της οικογένειας, αριθμεί περίπου 55.000 ελαιόδεντρα, σύμφωνα με τις μετριοπάθεστερες εκτιμήσεις, που ήταν ήδη κατανεμημένα σε οκτώ κτήματα. Στο Κτήμα Κέντρον λειτουργεί ένα από τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία του νησιού, με μηχανές αγορασμένες από το εργοστάσιο Ισηγόνη στη Σμύρνη, ενώ διαθέτει και τις κατάλληλες υποδομές, όπως μία πολυτελή έπαυλη, πηγές, δρόμους, σκάλες φόρτωσης πλοίων, αποθήκες, οικήματα για τους επιστάτες, καταλύματα για τους εργάτες κ.ά.
Ο Πάνος στοχεύει στη δημιουργία ενός πολυδύναμου κτήματος, εμπλουτίζοντάς το με την προσθήκη νέων διαδοχικών αγορών, όπως εκείνου του όμορου κτήματος στη θέση Κουτσούκ Λουντζά κ.ά. Η κτηματική περιουσία της οικογένειας δεν περιορίζεται μόνο στο Κέντρον, αφού διαθέτει, επίσης, κτήματα στο χωριό Μόρια και στα Κεραμειά, πιθανότατα προίκα της Μυρσινιώς. Τα ελαιοκτήματα αποτελούν μια ακόμα πολύτιμη πηγή εσόδων για την οικογένεια, κάτι που γνωρίζει τόσο ο Πάνος όσο και ο γιος του, Μίτσας.
Για πρώτη φορά ακολουθείται συστηματική ελαιοκαλλιέργεια και συγκομιδή, με βελτίωση των μεθόδων, ακολουθώντας ιταλικά πρότυπα και καινοτομίες, άγνωστες μέχρι τότε στον περισσότερο κόσμο, εντός και εκτός Λέσβου. Όλα τα ελαιόδεντρα ταυτοποιούνται, διαθέτοντας το καθένα τη δική του μοναδική ταυτότητα, καταγράφοντας και παρακολουθώντας όλα τα στάδια ανάπτυξής του από τη λίπανση, το όργωμα και το κλάδεμα έως την ανθοφορία και την συγκομιδή του καρπού. Το κτήμα ταξινομείται ανάλογα με τη γεωγραφία, το μικροκλίμα και το υπέδαφος, ενώ καλείται γεωπόνος από την Ιταλία, ο οποίος επιβλέπει και παρακολουθεί τις φάσεις της ελαιοκαλλιέργειας, παραγωγής και τυποποίησης του ελαιολάδου.
Ο Μίτσας, βλέποντας τη ζημιά που προκαλεί το ράβδισμα στα ελαιόδεντρα, το 1924 εφευρίσκει την «ΕΡΓΑΝΗ», μηχάνημα ραβδίσματος της ελιάς, το οποίο κερδίζει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Οι συγκυρίες ήταν τέτοιες, όπως ο σκληρός ανταγωνισμός με τα σπορέλαια, η πτώση της τιμής, σε συνδυασμό με τις διατιμήσεις και τις απαγορεύσεις εξαγωγών του ελαιολάδου, τα φτηνά εργατικά κ.ά., που στάθηκαν εμπόδιο στην εξέλιξη και ευρεία χρήση της «ΕΡΓΑΝΗΣ».
Η οικογένεια δίνει βαρύτητα όχι μόνο στη συστηματική καλλιέργεια της ελιάς, αλλά και στην ποιοτική βελτίωση του ελαιολάδου με τη βιομηχανική επεξεργασία και τη μεταποίηση. Η έκθλιψη και επεξεργασία του ελαιολάδου και του πυρηνέλαιου εκτελούνται στα ιδιόκτητα ελαιοτριβεία στο Κτήμα Κέντρον και στην τοποθεσία Κουτσούκ Λούντζα, όπως και στην περιοχή Ντίπ(ι) του Κόλπου Γέρας, όπου λειτουργεί βιομηχανικό συγκρότημα με ελαιοτριβείο και πυρηνελαιουργείο, από το 1896, προίκα της Μυρσινιώς. Ο Μίτσας, επιχειρηματίας με άμεση ενημέρωση των εξελίξεων της τεχνολογίας, προχωρά στην αναβάθμιση του μηχανολογικού εξοπλισμού του συγκροτήματος του Ντιπίου, με μηχανήματα που προμηθεύεται από το Μάντσεστερ και τη Σμύρνη και ηλεκτρογεννήτριες από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Οι κινήσεις αυτές αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγής, με μείωση του κόστους, , ειδικά τη δεκαετία του 1920 και 1930.
Την παράδοση της οικογένειας συνεχίζει και ο γιος του Μίτσα, Νέλλος, ο οποίος, στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού του πυρηνελαιουργείου του Ντιπίου, προχωράει, το 1956, στην εγκατάσταση ειδικού μηχανολογικού εξοπλισμού, προκειμένου να εφαρμόσει μια νέα μέθοδο, την οποία ο ίδιος είχε εφεύρει και κατοχυρώσει με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Οι προσπάθειες του Νέλλου οδηγούνται σε αποτυχία, αφού η απαγόρευση εξαγωγής ελαιόλαδου, το 1958, προκαλεί την πτώχευση της εταιρείας «Π.Μ. Κουρτζής Α.Ε» και την υποθήκευση μέρους της περιουσίας της οικογένειας.