Έθιμα και συνήθειες
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ
Δημοσίευση 14/4/2023

Απόγευμα Μεγάλης Παρασκευής, κατευθυνόμαστε προς την είσοδο του Κόλπου της Γέρας. Πηγαίνουμε αργά με το αυτοκίνητο πλάι στη θάλασσα. Σε πάρα πολλά σημεία μόλις ένα μέτρο απ' αυτή.
Οι ελιές ρίχνουν την απογευματινή σκιά τους στη θάλασσα, καθώς βρίσκονται πάνω στο κύμα. Φέτος θα δοκιμάσω τι γεύση έχουν, όταν ωριμάσουν αυτές που έχω βάλει στα γυάλινα βάζα. Άραγε, η αλμύρα του θαλασσινού νερού θα έχει περάσει στη σάρκα τους;
Πάμε στον Επιτάφιο της εκκλησιάς του Αγίου Νικολάου στον ψαράδικο οικισμό Πύργοι. Λιγοστά τα σπίτια του, αλλά οι κάτοικοι επιλέγουν να στολίζουν τον επιτάφιο της μικρής εκκλησιάς. Λίγα αγόρια και κορίτσια κάθονται στο πεζούλι, δίπλα στο αυτοσχέδιο καμπαναριό. Χτυπούν εναλλάξ την καμπάνα.
Εκεί πηγαίνουμε τα τελευταία δύο τρία χρόνια τη μητέρα μου. Κάνει μερικά βήματα από την πόρτα του αυτοκινήτου και βρίσκεται μέσα στην εκκλησιά. Για να ανάψει κερί, να προσκυνήσει, να δει τον επιτάφιο. Γιατί τα γηρατειά φέρνουν δυσκολία στην κίνηση, πόνους στα κόκαλα. Έτσι δημιουργήσαμε ένα δικό μας οικογενειακό τάμα – έθιμο. Καλά να είμαστε να 'ρθούμε και του χρόνου, λέμε στο τέλος.
Μετά συνεχίζουμε μέχρι τους δυο επόμενους οικισμούς, τον Αύλωνα και τα Φτέλια. Σε κάθε μέρος που περνάμε έρχονται οι σκέψεις. Εδώ είναι η ταβέρνα του Κώστα, τώρα που ανοίγει ο καιρός θα 'ρθούμε για φαγητό. Παρακάτω είναι η κούλα της Αμαλίας ή του γαμπρού της. Αρχίζουν οι δυσκολίες της μνήμης,τις προσπερνάμε συγκαταβατικά.
Στην επιστροφή ανεβαίνουμε στον λόφο που βρίσκεται πάνω από τους Πύργους. Στην επίπεδη κορυφή βρίσκεται το μικρό σπίτι του αείμνηστου φίλου και ζωγράφου Γιώργου Πέρρου. Για χρόνια συναντιόμασταν τη Μεγάλη Παρασκευή. Αγναντεύαμε το στόμιο του Κόλπου, τις ψαρόβαρκες που έβγαιναν για το απογευματινό ψάρεμα και πίναμε έναν απ' τους ωραιότερους καφέδες. Κάθε χρόνο βελτιωνόταν το σπιτάκι, τα νέα δέντρα μεγάλωναν, η δαμασκηνιά που του χάρισα έκανε καρπούς.
Μα πάνω απ' όλα κάναμε σχέδια. Καλλιτεχνικά, δημιουργικά. Ετοίμασε σχέδιο, φάκελο έργου, ώστε να επεκταθεί λίγο το κτίσμα, να χτιστεί κάποιο άλλο, όλα να εντάσσονται στο περιβάλλον, να δένουν και να συντροφεύουν τις ελιές. Μαζί με τα γειτονικά, πατρικά μας σπίτια στο χωριό να δημιουργήσουμε χώρους φιλοξενίας εικαστικών και συγγραφέων. Κι αν μπορέσουν να βοηθήσουν οι κοινότητες της περιοχής να γίνει κάτι το ''Ωραίον'', λέγαμε. Κάπου εκεί σταμάτησε το νήμα του Γιώργου.
Πίσω στο σπίτι. Μας περιμένει το νηστίσιμο μικρασιάτικο επιδόρπιο, το χουσάφ. Το έφτιαχνε η γιαγιά Καλλιόπη και στη συνέχεια η μητέρα, τώρα συνεχίζουμε εμείς. Σε νερό βράζουμε ξερά σύκα, σταφίδες, κομμάτια μήλου και κυδωνιού, καρύδια, αμύγδαλα μαζί με ζάχαρη, γαρίφαλα και ξύλο κανέλας. Έθιμα και συνήθειες αντάμα.