Μερικές σκέψεις, 73 χρόνια μετά το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου
Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ
Δημοσίευση 30/8/2022
Στο τέλος του Αυγούστου του 1949 τελείωσε τυπικά ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Οι πολιτικοκοινωνικές συνέπειές του όμως, παρέμειναν κυρίαρχες και βαθιά ριζωμένες στην ελληνική κοινωνία, αναπαράγοντας το πνεύμα του, τουλάχιστον για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Από το 1949 ως τουλάχιστον το 1974 και την πτώση της δικτατορίας, οι νικητές του Εμφυλίου διατύπωναν το κυρίαρχο ερμηνευτικό σχήμα για τον Εμφύλιο στην Ελλάδα.
Το σχήμα αποτυπώνονταν μέσα από τη θεωρία των «τριών γύρων», σύμφωνα με την οποία το ΚΚΕ εμφανίζεται να επιδιώκει τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας τρεις φορές.
Η πρώτη ήταν την περίοδο της Κατοχής 1943-44, μέσω των εμφύλιων συγκρούσεων που προκάλεσε ο ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ και τα Τάγματα Ασφαλείας, η δεύτερη με τα «Δεκεμβριανά», ενώ ο «τρίτος γύρος» ήταν ο Εμφύλιος.
Οι κομμουνιστές, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, «κατασκεύασαν» το ΕΑΜ και αξιοποιώντας τα αγνά αισθήματα των Ελλήνων και τη θέλησή τους για αντίσταση στον κατακτητή, τους εξαπάτησαν, ώστε να αναρριχηθούν στην εξουσία. Οι νικητές του Εμφυλίου επιχείρησαν τα πρώτα 25 χρόνια, μέχρι την πτώση της δικτατορίας να μετατρέψουν το ερμηνευτικό αυτό σχήμα σε βασική εθνική ιδεολογία, ακόμα και μέσω της θεσμικής του κατοχύρωσης με το γνωστό Γ’ Ψήφισμα, τον Ν. 509/47 και τα ανάλογα νομοθετήματα. Η πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία των νικητών του Εμφυλίου καθόρισε εν πολλοίς και το πλαίσιο της αντιπαράθεσης τα επόμενα χρόνια.
Ο φόβος του χωροφύλακα ήταν τμήμα της καθημερινή ζωής των αριστερών, όσων γύρισαν από τις εξορίες και τις φυλακές στη δεκαετία του ’50, είτε ήταν δηλωσίες είτε όχι. Κοινωνικές συναναστροφές ποινικοποιούνταν και χαρακτηρίζονταν ως παράνομες συγκεντρώσεις, ενώ στοιχεία από τη ζωή και την κοινωνική δράση των αριστερών πολιτών συγκεντρώνονταν σε εκατομμύρια φακέλους κοινωνικών φρονημάτων, που γέμισαν τα ράφια των γραφείων της Χωροφυλακής σε ολόκληρη τη χώρα.
Στην πρώτη περίοδο μετά τον Εμφύλιο οι ηττημένοι ήταν προδότες, «συμμορίτες», «Εαμοβούλγαροι». Ήταν ένας πόλεμος ολόκληρου του έθνους απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς, που υπονόμευαν την ύπαρξη και την ταυτότητά του. Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν έγινε κατορθωτό αυτός ο λόγος να παραμείνει μοναδικός, ούτε αυτή την περίοδο. Ο λόγος των ηττημένων είχε και αυτός το δικό του χώρο είτε στις νέες πατρίδες των πολιτικών προσφύγων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είτε μέσω της τέχνης και του πολιτισμού στο λόγο της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Για του ηττημένους ήταν μια επανάσταση που δεν είχε νικήσει ακόμα.
Η εμφύλια διάσταση του πολέμου απουσίαζε από το ερμηνευτικό πλαίσιο των γεγονότων και για τους δύο εμπλεκόμενους. Για κανέναν από τους δύο αντιμαχόμενους, τουλάχιστον ως το 1974 αυτός ο πόλεμος δεν ήταν Εμφύλιος.
Οι ηττημένοι μάλιστα, στην προσπάθεια τους να διαχειριστούν την απώθησή τους από τον εθνικό κορμό και επειδή είχαν να αντιμετωπίσουν μια ιδεολογική και πολιτική εκστρατεία σε βάρους τους, που τους χαρακτήριζε «αντεθνικώς δράσαντες», μετέφεραν την αφήγησή τους λίγο νωρίτερα στην περίοδο της Αντίστασης, καθώς οι δάφνες της δράσης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην Κατοχή, εξασφάλιζαν το ηθικό πλεονέκτημα. Στην αφήγηση αυτή, το ΕΑΜ ενσάρκωσε την εθνική ενότητα και το ΚΚΕ ήταν το κόμμα που «πρώτο σήκωσε τη σημαία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα».
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, ήταν το πέρασμα από τη φάση της σιωπής, στη δυνατότητα μια πρώτης δημόσιας αναφοράς στα γεγονότα της περιόδου.
Οκτώ χρόνια αργότερα, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την ελληνική πολιτεία, ενέταξε τις βασικές της οργανώσεις, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στο εθνικό αφήγημα. Η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ολοκλήρωσε τις δράσεις για την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου.
Τέλος σε συμβολικό επίπεδο, το καλοκαίρι του 1989, η βραχύβια κυβέρνηση ΝΔ-Συνασπισμού της Αριστεράς, μια κυβέρνηση που συγκροτήθηκε από τους πολιτικούς απογόνους των νικητών και των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου, με το Ν.1863/89 «Για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου 1944 -1949», αντικατέστησε από τον επίσημο δημόσιο λόγο το όρο «συμμοριτοπόλεμος» με τον όρο «Εμφύλιος» και έκαψε τους φακέλους χιλιάδων αριστερών, που διατηρούσε για δεκάδες χρόνια η Ασφάλεια, σβήνοντας παράλληλα πολύτιμα και μοναδικά στοιχεία για το αμαρτωλό παρελθόν της νικήτριας παράταξης και κυρίως για τη σύγχρονη κοινωνική ιστορία της Ελλάδας.
Σήμερα, έχουν περάσει πάνω από 80 χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Η αποσιώπηση των γεγονότων αυτών στα πλαίσια της λήθης, δεν βοηθά ουσιαστικά ώστε να αναμετρηθούμε με το παρελθόν μας. Πολύ περισσότερο δε βοηθά μια προσπάθεια που καταβάλλεται σήμερα από συγκεκριμένα κέντρα για να αναβιώσουν ξανά οι θεωρίες του μετεμφυλιακού κράτους για τους ξενοκίνητους «συμμορίτες».
Η δημόσια συζήτηση γύρω από τα γεγονότα της περιόδου, που άνοιξε τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία και στις επιστημονικές προσεγγίσεις των ιστορικών, είναι ανάγκη να φύγει από τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και να περάσει στην κοινωνία. Ώστε να φωτιστούν όλες οι πλευρές αυτής της δύσκολης και κρίσιμης για την Ελλάδα περιόδου. Η ιστορική προσέγγιση των γεγονότων της δεκαετίας του ‘40 είναι λοιπόν και αναγκαία και χρήσιμη.