Κοιτώντας την Ανατολή
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ
Δημοσίευση 27/1/2022

Πρώτες μέρες του νέου χρόνου. Χαράματα, στέκομαι πίσω απ’ τα τζαμλίκια του παραθύρου. Χαράζει η μέρα, ο ήλιος έρχεται ροδόχρους από την Ανατολή. Μόλις έχει ξεμυτίσει απ’ τις απέναντι βουνοκορφές, απ’ τη γη της Αιολίας. Γενάρης μήνας, νιώθω να με καίει, όχι στο πρόσωπο, στο σώμα• αλλά τον άυλο εσώκοσμό μου. Μα όχι, δεν είναι ο ήλιος αυτός που μεταβάλλει την αίσθηση… είναι ο χρόνος που έρχεται στον νου, στη σκέψη. Το ’22 και τα εκατό χρόνια που το χωρίζουν. Το 1922 της αχλής του χρόνου, της Ιστορίας, το 2022 της ρέουσας πραγματικότητας.
Η θάλασσα, ο αχός των κυμάτων έρχεται ως την αυλή. Τα κύματα, ως φλοίσβος και ως φουρτουνιασμένος όγκος νερού, ταξιδεύουν, αλλά γίνονται και το κινητήριο μέσο μεταφοράς. Εδώ παρακάτω, εκατό μέτρα σε ευθεία, γλείφει το θαλασσινό νερό την ακτή. Στη μέση η μικρή αμμουδιά της Επάνω Σκάλας, αριστερά και δεξιά τα μπαζωμένα βράχια. Από τη μια πλευρά έγιναν δρόμος κι απ’ την άλλη επέκταση του Κάτω Κάστρου. Ολούθε, ακόμα και κάτω από την επιφάνεια του χώματος, μάλλον περισσότερο σ’ αυτό, αποτυπώνεται η Ιστορία της περιοχής και του νησιού.
Τι θα είδε κι αυτός ο ήλιος τόσους αιώνες, τόσες χιλιάδες χρόνια, που ανατέλλει σ’ αυτή την κουκίδα γης! Σαν αντανάκλαση μας τα επιστρέφει, μέσα από τις σελίδων των ιστορικών, των ποιητών και των λογοτεχνών του νησιού, αλλά και των φίλων του. Δω πέρα κατοίκησαν οι αρχαίοι Μυτιληναίοι, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Γατελούζοι, οι Οθωμανοί κι οι ελεύθεροι κάτοικοί του, μετά το 1912. Νάσου, το ’22, να βγάζει το κύμα πλεούμενα κάθε είδους• ψαρόβαρκες, τρεχαντήρια, κουρίτες, κι ότι βρισκότανε στην απέναντι ακτή. Φτάνει να μπορούσε να πλεύσει, να δεχτεί ανθρώπους και να ανοιχτεί στο πέλαγος.
Πίσω λεπίδι, φωτιά, καταστροφή• μπροστά το άγνωστο αύριο. Αλλά κι η γνωστή γη του νησιού. Γιατί οι άνθρωποι, κείνα τα χρόνια, ζούσαν και στις δυο μεριές του Αιγαίου• στη Μικρά Ασία και στη Λέσβο και στα άλλα νησιά. Δεν νογούνταν χωρισμός της γης, της θάλασσας και σύνορα. Έτσι ήταν από την αρχαιότητα. Ερχόταν και φεύγαν οι ξένοι στρατοί, οι ναυτικοί, οι εμπόροι, οι πραματευτάδες. Οι μεροκαματιάρηδες πηγαινοέρχονταν, κατά που ’χε μεροκάματο για να αναθρέψουν τις φαμιλιές τους.
Κι έφθασε το ’22 κι οι απέναντι ήρταν για τελευταία φορά στο νησί και γίναν πρόσφυγες, Μικρασιάτες. Εκατό χρόνους τώρα γράφετε η ιστορία, ανασκαλεύουμε μνήμες, κοιτάμε φωτογραφίες προγόνων, πιάνουμε κειμήλια παππούδων και γιαγιάδων. Κι ο κόμπος στον λαιμό, ο ίδιος κόμπος πάντα, σ’ όσους θυμούνται, μνημονεύουν την πατρογονική γης. Και ψιθυρίζουν τη φράση της κυρα – Διδώς «ανάθεμα στους αίτιους!».