«Ο πατέρας στην πρώτη γραμμή με μια χλαίνη κι ένα όπλο του β’ παγκόσμιου πολέμου»
Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΕΝΗΣ
Δημοσίευση 20/7/2024
19 Ιουλίου 1974, είμαι μόλις 18 χρόνων και διαμένω σε συγγενικό σπίτι στην Ελευσίνα πολύ κοντά στο αεροδρόμιο της Πολεμικής Αεροπορίας.
Από ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς μαθαίναμε περισσότερα για όλα αυτά που γίνονταν στην Κύπρο (πραξικόπημα – ανατροπή Μακάριου) κι ο Τάσος καπνίζει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο και βρίζει διαρκώς τους χουντικούς για τη φωτιά που πάνε να μας ανάψουν.
Οι πληροφορίες που έχουμε δεν είναι επαρκείς αλλά διαισθανόμαστε ότι κάτι κακό πάει να γίνει.
Ανέλαβα να μάθω κάτι περισσότερο από φίλο και συγχωριανό που υπηρετούσε στο αεροδρόμιο.
Πάω στην πύλη και μετά από αρκετά παρακάλια τον ειδοποιούν και έρχεται σ’ ένα μικρό κιόσκι που υπήρχε στην πύλη.
-Στρατή τι γίνεται; Συμβαίνει κάτι σοβαρό;
Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες μου λέει ο Στρατής αλλά κάτι συμβαίνει… τις τελευταίες μέρες είμαστε σε αυστηρή επιφυλακή.
Η επόμενη μέρα έφερε αυτό που όλοι φοβόμασταν. Ο «Ατίλλας» εισβάλει στην Κύπρο και στην Ελλάδα κηρύσσεται γενική επιστράτευση.
Δεν κρατιέμαι με τίποτα, θέλω να γυρίσω στο νησί. Η θειά μου με εκλιπαρεί. . . με πιάνει από το λαιμό - που πας; Αν πάθεις κάτι τι θα πούμε του πατέρα σου;
Δεν κρατιέμαι με τίποτα. φεύγω έτσι όπως είμαι χωρίς αποσκευές.
Νόμιζα ότι θα πάρω το λεωφορείο να κατεβώ στον Πειραιά.
Γρήγορα αντιλαμβάνομαι την πλήρη διάλυση. Κόσμος να τρέχει στους δρόμους, συγκοινωνίες σχεδόν διαλυμένες, μαγαζιά να κλείνουν, επίστρατοι να ψάχνουν τρόπους να καταταγούν.
Βγαίνω στην Εθνική οδό Αθηνών - Κορίνθου, συναντώ επίστρατους και μαζί τους ανεβαίνω στην καρότσα ενός φορτηγού με κατεύθυνση τον Πειραιά.
Στο πλοίο «ΑΔΩΝΙΣ» έχουν ήδη καταφθάσει πολλοί επίστρατοι αλλά και τακτικός στρατός με προορισμό τη Χίο και Μυτιλήνη.
Μια ώρα πριν την αναχώρηση ειδοποιούν από τα μεγάφωνα να βγούμε όλοι έξω από το πλοίο. Το πλοίο δεν θα ταξιδέψει για Χίο - Μυτιλήνη.
Βγαίνουμε όλοι... στο λιμάνι χαμός... τηλέφωνα δεν υπάρχουν... φήμες ότι χτυπήθηκε η Μυτιλήνη οργιάζουν... οι επίστρατοι αγωνιούν και περιμένουν οδηγίες.
Μετά από κάμποση ώρα μας ενημερώνουν: Θα πάτε στο Λαύριο εκεί θα περιμένει το πλοίο «ΟΙΑ» με αυτό θα ταξιδέψετε για Λήμνο – Μυτιλήνη –Χίο.
Μέσα σε χαοτικό περιβάλλον αρχίζει πάλι η προσπάθεια μετάβασης στο Λαύριο… πάλι στις καρότσες ιδιωτικών φορτηγών, παστωμένοι σαν σαρδέλες φτάνουμε νύχτα στο Λαύριο.
Το «ΟΙΑ» ασφυκτικά γεμάτο ξεκινά το ταξίδι με τα φώτα σβηστά. Ούτε τσιγάρο δεν επιτρέπεται ν’ ανάψεις. Επικρατεί μια σιγή και φόβος. Περιμένουμε τα χειρότερα. Στη Λήμνο αποβιβάζει στρατευμένους και επίστρατους και συνεχίζει το ταξίδι για Μυτιλήνη.
Μετά από ταξίδι 24 και πλέον ωρών φτάνω στο σπίτι μου.
Στην εξώπορτα συναντώ το πατέρα μου με μία χλαίνη στον ώμο και το ENFIELD στα χέρια με προορισμό την παραλία…
Ναι... στην πρώτη γραμμή με ένα ENFIELD απ’ το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Τα φροντιστήρια σταμάτησαν, τα όνειρα για σπουδές ναυάγησαν κείνο το καλοκαίρι του 1974.
Και…
«Σύντομες ανακοινώσεις, φόβος κι απορία,
πράσινο, πορτοκαλί, φύλλο πορείας.
Εμβατήρια όλη μέρα και την επομένη,
κι εγώ σου ’λεγα “φοβάμαι, Ελένη”,
Τραίνα επιτεταγμένα στον σταθμό Λαρίσης.
Πού να τρέξεις, ποιον να βρεις, ποιον να ρωτήσεις;
Μια πεντάρα η ζωή μας στην άκρη πεταμένη
κι εγώ σου ’λεγα “φοβάμαι, Ελένη”,
Επιστράτευση μας λένε, βγάλανε φιρμάνι.
Ποιος θα πάει, ποιος θα ’ρθεί, ποιος θα πεθάνει;
Άλλη μια διαταγή δεν ξέρεις τι συμβαίνει
κι εγώ σου ’λεγα “φοβάμαι, Ελένη”,
Πλοίο επιτεταγμένο θα ’ρθει να μας πάρει,
στο κατάστρωμα πολίτες, ναύτες και φαντάροι.
Μια πεντάρα η ζωή μας στην άκρη πεταμένη
κι εγώ σου ’λεγα “φοβάμαι, Ελένη”»