Βεγγέρα στο κλειστό δωμάτιο
Γράφει ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 24/4/2019
Το σπίτι μας στη Μυτιλήνη, ήταν όμορφο.
Ένα παλιό δίπατο αρχοντικό, ήταν ενός μπέη έλεγαν, που στα παιδικά μου μάτια μου φαινόταν τεράστιο.
Πάνω από τον Άγιο-Ευδόκιμο, απέναντι από το 8ο δημοτικό, οδός Ρωμανού Μελωδού απ’ όσο θυμάμαι.
Είχε πολλά δωμάτια, επάνω τα υπνοδωμάτια και κάτω τα δωμάτια της «καθημερινής ζωής» της οικογένειας.
Δωμάτια φωτεινά, στολισμένα, περιποιημένα, λειτουργικά θα λέγαμε σήμερα.
Ένα όμως, ήταν μονίμως κλειστό, άβατο για μας.
-Καλέ μαμά, γιατί να μη μπαίνουμε εκεί;
-Γιατί εκεί είναι για τις επισκέψεις.
Μια –δυο φορές το χρόνο άνοιγε το … άβατο για «το τραπέζι», αλλά άμα άνοιγε, σήμανε πανστρατιά.
Πάστρα παντού και να τα καλά σερβίτσια και να τα κεντήματα και τα χαλιά σα καινούργια και οι κουρτίνες με τα δαντελωτά τελειώματα…
Τι να λέμε τώρα…
Χλιδή..
Εγώ ήμουν πάντα με μια απορία.
Για ποιους γίνεται αυτός ο χαλασμός, για ποιους γίνεται αυτή η παραβίαση του άβατου του σπιτιού μου;
Τι διάβολο έχουν αυτοί οι «καλεσμένοι»;
Πολύ αργότερα, μου λύθηκαν οι απορίες.
Εκεί στο σκοτεινό δωμάτιο που για δυο-τρείς φορές το χρόνο γινόταν φωτεινό, γινόταν σπουδαία πράγματα.
Είχαμε … καλεσμένους!
Κατ’ αρχή όλοι τους ήταν καλοντυμένοι, με κάτι χαμόγελα μέχρι τα αυτιά, όλο ευγένειες και ρεβεράντζες και κάθε τόσο έδιναν αβέρτα χειραψίες και άντε «εβίβα» και στην υγειά μας.
Κανείς δε σηκωνόταν απ’ την καρέκλα του και δε σταματούσαν να τρώνε.
Έτρωγαν, πολύ και απ’ όλα τα πιάτα.
Και πάντα οι ίδιοι…
Παρακολουθώντας, κατάλαβα πως πέρα από κουτσομπολιά, ιστορίες και ανασκοπήσεις, έκλειναν δουλειές, έδιναν ο ένας στον άλλον υποσχέσεις, φρόντιζαν να διευθετήσουν μικρά και μεγάλα ρουσφέτια, ακόμα και μελλούμενα προξενιά τακτοποιούσαν.
Και να χειραψίες και άντε πάλι εβίβα για να επιβεβαιώσουν τα υποσχεθέντα.
-Το υποσχέθηκα.. Τέλειωσε πάει..
-Εγώ τι σου λέω.. Θα τα βρούμε..
Κατά ένα περίεργο τρόπο, όλα τούτα μου ξανάρθαν στο μυαλό, παρακολουθώντας τις φετινές προεκλογικές εξορμήσεις των περισσότερων υποψήφιων.
Θα μου πεις πάνω-κάτω, πάντα τα ίδια ήταν, αλλά τούτη τη φορά, κατά ένα περίεργο τρόπο, όλο το σκηνικό μου θύμισε τις βεγγέρες στο «σκοτεινό δωμάτιο» του σπιτιού μας.
Μια κοινωνία κλειστή και μαύρη, χειρότερη από το «σκοτεινό δωμάτιο» του σπιτιού μας, «απαγορευμένη» για την πλειοψηφία, απρόσιτη και φοβιστική, ανοίγει για μια φορά, για να δεχτεί τους… «επισκέπτες» .
Μόνο που τώρα λέγονται υποψήφιοι.
Κι’ έρχονται τούτοι με τα καλά τους χαμόγελα, καλοντυμένοι και ευδιάθετοι, πάντα σχεδόν οι ίδιοι, όπως τότε στις βεγγέρες της Αφρούλας.
Να οι χειραψίες, να τα κοντράτα, να οι υποσχέσεις και από κοντά οι διαβεβαιώσεις, όπως τότε στο σκοτεινό μας δωμάτιο.
-Έχεις το λόγο μου, θα γίνει..
-Άσε τους άλλους, εμείς θα το κάνουμε..
-Τι να κάνω, μπήκα στο χορό να βοηθήσω...
-Είναι στο πρόγραμμα μας σου λέω.. Θα μπει πρώτο μπρος..
Και να πάλι, όπως στις βεγγέρες μας, χειραψίες και χαμόγελα και υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις.
Για το μόνο που δεν είμαι σίγουρος, είναι αν κανονίζονται και προξενιά, αν και δεν το αποκλείω.
Πάντως προξενιά σε ψηφοδέλτια και συνδυασμούς, γίνονται αβέρτα και απ’ ότι ακούω, οι «προίκες» δεν είναι και ευκαταφρόνητες.
Η συμβίωση συνήθως, δεν μακροημερεύει και τα διαζύγια είναι συχνά.
Αλλά δε βαριέσαι, θα γίνει και άλλη «βεγγέρα».
Τούτους τους «καλεσμένους» της Αφρούλας, ποτέ μου δεν τους χώνεψα κι’ όλο σκεπτόμουν τι χουνέρι μπορώ να τους κάνω, μπας και δε ξαναπατήσουν στο σπίτι μας.
Κάποτε το πήρα απόφαση.
Είχε βράσει μια σκορπιομάννα η Αφρούλα, το ψάρι το έφτιαξε με μαγιονέζα και είχε αφήσει το ζουμί για σούπα.
Πάω ο διάβολος, παίρνω τα πάνινα παπούτσια του αδερφού μου, τα βουτώ μέσα στο ψαρόζουμο και τα φέρνω δυο-τρείς βόλτες μέσα στη κατσαρόλα.
Περίμενα σε μια γωνίτσα, να δω τα αποτελέσματα της επαναστατικής μου πράξης.
Τίποτα δεν έγινε.
Την έφαγαν και την ευχαριστήθηκαν.
-Γεια στα χέρια σου Αφρούλα..
Μόνο ένας βρήκε κάτι μικρά κλαδάκια από τις σόλες, αλλά τα πέρασε για ψαροκόκαλα.
-Συγνώμη μου ξέφυγαν, είπε η μάννα μου.
Βλέποντας όλο τούτο το προεκλογικό τσίρκο, αναλογίζομαι τις βεγγέρες μας και αναρωτιέμαι.
Δε θα βρεθεί κανένας, να καταφέρει αυτό που δεν κατάφερα;
Κάτι να τους χαλάσει βρε αδερφέ, τη «σούπα»;