
Σχεδόν δύο αιώνες ιστορίας, μνήμης και «πνεύματος» συμπυκνώνονται σε λίγα τετραγωνικά μέτρα στην Ερμού της Μυτιλήνης. Αυτό ανέδειξε στη συνέντευξή της στον ρ/σ του «Ν» 99 fm η Κλειώ Χατζηδανιήλ, διδακτόρισσα και ιδιοκτήτρια του ιστορικού βιβλιοπωλείου «Χατζηδανιήλ», ξετυλίγοντας τις διαδρομές μιας οικογενειακής επιχείρησης που μετρά ήδη 198 χρόνια και το 2027 συμπληρώνει 200.
Η ίδια σημείωσε εξαρχής ότι τα 200 χρόνια δεν είναι «αποκλειστικά βιβλιοπωλείο», καθώς η απαρχή της επιχείρησης ήταν το εμπόριο χαρτιού, ενώ η σύνδεση με το βιβλίο ήρθε λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν άρχισαν να εμπορεύονται και να εκδίδουν βιβλία.
Από τη Μητρόπολη στον Άγιο Θεράποντα: μια μετακίνηση με συμβολισμό
Το κατάστημα δεν βρισκόταν εξαρχής στο ίδιο σημείο. Όπως εξήγησε, αρχικά λειτουργούσε στην «αγορά του τότε», στην περιοχή της Μητρόπολης, και αργότερα μεταφέρθηκε προς την περιοχή του Αγίου Θεράποντα, παρά το γεγονός ότι πολλοί την εποχή εκείνη θεωρούσαν ότι πρόκειται για «εξοχή» και σχολίαζαν την απόφαση μεταφοράς εκτός του κέντρου.
Η κ. Χατζηδανιήλ έδωσε και το ιστορικό πλαίσιο της επιλογής: η Μυτιλήνη βρισκόταν ακόμη υπό οθωμανική κατοχή και η διάταξη της πόλης είχε πολιτισμικό και κοινωνικό νόημα. Το νέο τμήμα που αναπτυσσόταν από τη Μητρόπολη προς τα νότια, όπως είπε, ταυτιζόταν περισσότερο με το ελληνικό αστικό στοιχείο και το αναπτυσσόμενο εργατικό, ενώ η παλαιότερη αγορά συνδεόταν και με το οθωμανικό στοιχείο, χωρίς βέβαια να απουσιάζει και η ελληνική παρουσία.
Η Λειψία, το χαρτί και οι διαδρομές επιστροφής στη Λέσβο
Η οικογενειακή ιστορία, όπως την αφηγήθηκε, ξεκινά με μια μετακίνηση εκτός νησιού στα τέλη του 18ου αιώνα. Πρόγονοι της οικογένειας έφυγαν από τη Λέσβο και εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία, στη Λειψία, όπου εργάστηκαν σε τυπογραφεία και σε επιχειρήσεις εμπορίου χαρτιού. Έπειτα, συγκέντρωσαν χρήματα και ένας από τους αδελφούς επέστρεψε στη Λέσβο για να ξεκινήσει το εμπόριο χαρτιού, φέρνοντας προμήθειες από τη Λειψία και άλλες περιοχές, με ενδιάμεσους σταθμούς όπως η Βάρνα και η Κωνσταντινούπολη.
Από το «κρυφό βιβλίο» στο επίσημο ελληνόγλωσσο εμπόριο
Η είσοδος στο βιβλίο, σύμφωνα με την κ. Χατζηδανιήλ, συνδέθηκε με τις μεταρρυθμίσεις στο Οθωμανικό κράτος, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, και το κλίμα ενίσχυσης της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων πληθυσμών γύρω στο 1870, που ήταν ιδιαίτερα έντονο στη Λέσβο. Όπως είπε, παλιότερα βιβλία έρχονταν «κρυφά», ενώ αργότερα επιτράπηκε η ελεύθερη διακίνηση ελληνικών βιβλίων, με χαρακτηριστική αναφορά στις «στερεότυπες εκδόσεις» αρχαίων συγγραφέων της Λειψίας.
Από εκεί και μετά, πρόσθεσε, οι γενιές της οικογένειας θέλησαν να κρατήσουν την επιχείρηση ως βιβλιοπωλείο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και άλλες δραστηριότητες παράλληλα.
Ο προπάππος Ιωάννης, η φωτογραφία και η βιβλιοδεσία
Η κ. Χατζηδανιήλ στάθηκε ιδιαίτερα στον προπάππο της, τον Ιωάννη, ο οποίος, όπως είπε, είχε σταλεί στη Γαλλία με υποτροφία για σπουδές «νομικής ή ιατρικής», όμως επέλεξε μια διαφορετική πορεία: σπούδασε φωτογραφία και βιβλιοδεσία, χωρίς οι γονείς του να γνωρίζουν ακριβώς την επιλογή του.
Επιστρέφοντας, ανέλαβε τη «μικρή επιχείρηση» και πρόσθεσε τη φωτογραφία και τη βιβλιοδεσία, διαμορφώνοντας μια σύνθετη ταυτότητα που έδεσε το εμπόριο με την τέχνη και τη φροντίδα του βιβλίου ως υλικού αντικειμένου.
Τσιγαρόχαρτο, πρόσφυγες και η τομή του 1935-1936
Στην ίδια περίοδο, όπως ανέφερε, εντάχθηκε στην επιχείρηση και η επεξεργασία τσιγαρόχαρτου, που εξελίχθηκε σε πολύ σημαντικό μέρος των εσόδων. Η δραστηριότητα αυτή ενισχύθηκε ιδιαίτερα μετά την έλευση των προσφύγων, καθώς υπήρχε μεγάλη εμπλοκή προσφυγικών πληθυσμών τόσο στην επεξεργασία τσιγαρόχαρτου όσο και ευρύτερα στα καπνά. Το εμπόριο καπνού και τσιγάρου άνθησε, με εξαγωγές και διακίνηση εντός Ελλάδας, έως ότου, όπως είπε, σταμάτησε γύρω στο 1935-1936 λόγω των μέτρων της δικτατορίας Μεταξά.
Κατοχή: επίταξη, απώλειες και μια επανεκκίνηση «από το μηδέν»
Η πιο δύσκολη σελίδα ήρθε με τη γερμανική κατοχή. Η κ. Χατζηδανιήλ περιέγραψε ότι οι δυνάμεις κατοχής προχώρησαν σε επιτάξεις καταστημάτων στην περιοχή, η επιχείρηση δεν λειτουργούσε και, όταν αποχώρησαν, «δεν υπήρχε τίποτα», παρά μόνο κάποιες μπάλες χαρτί στην αποθήκη του σπιτιού.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στα βιβλία: εξήγησε ότι πολλά αφαιρέθηκαν, ενώ άλλα καταστράφηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως καύσιμη ύλη, επειδή η οικογένεια δεν είχε άλλη δυνατότητα θέρμανσης και μαγειρέματος. Η επιστροφή στην κανονικότητα, όπως είπε, έγινε με «το καλό όνομα» και τις συνεργασίες που είχαν προηγηθεί με εκδοτικούς οίκους, και με την επιχείρηση να συνεχίζει πλέον ως βιβλιοπωλείο και χαρτοπωλείο.
«Η αγορά ήταν και συνάντηση»: εικόνες Χριστουγέννων από τη δεκαετία του 1970
Περνώντας στα Χριστούγεννα του παρελθόντος, η κ. Χατζηδανιήλ μίλησε για τις παιδικές της αναμνήσεις, κυρίως από τα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Όπως είπε, τα μαγαζιά της αγοράς δεν έκλειναν το μεσημέρι, οι οικογένειες έτρωγαν στα καταστήματα, ενώ η κίνηση ήταν τόσο μεγάλη που «δεν μπορούσε κανείς να περάσει από την αγορά από τον κόσμο τον πολύ».
Θυμήθηκε τις γιορτινές βιτρίνες, τον πατέρα της που έβγαζε κατευθυνόμενα αυτοκινητάκια στο δρόμο για να τα βλέπουν τα παιδιά, αλλά και την καθημερινή παρουσία των παιδιών των καταστηματαρχών που έμεναν εκεί όλες τις μέρες, έκαναν παρέες και έπαιζαν, μέσα σε μια ατμόσφαιρα γιορτής.
Τι χάθηκε και τι μπορεί να αναβιώσει
Κατά την ίδια, «το πραγματικό νόημα της αγοράς» έχει ατονήσει στη Μυτιλήνη, καθώς σήμερα ο κόσμος συχνά τη βλέπει κυρίως ως χώρο προμήθειας αγαθών, ιδίως με την επίδραση του διαδικτύου. Αντίθετα, ανέφερε ότι σε άλλες πόλεις, όπως τα Γιάννενα, ο Βόλος και, όπως ακούει, η Λάρισα, η αγορά εξακολουθεί να λειτουργεί ως τόπος συνάντησης και ανταλλαγής ιδεών.
Συνέδεσε αυτή τη μεταβολή και με το έλλειμμα των καφενείων που παλαιότερα λειτουργούσαν ως φυσική συνέχεια της αγοράς, καθώς και με τη διαχρονική κυκλοφοριακή πραγματικότητα, αφού μέχρι πρόσφατα η αγορά δεν ήταν πεζόδρομος. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι η δυνατότητα να βγαίνουν τραπεζάκια από μικρά καφέ ή καταστήματα εστίασης σε συγκεκριμένες ώρες θα μπορούσε να λειτουργήσει αναζωογονητικά για την αγορά ως χώρο κοινωνικής συνεύρεσης.
Από τα ευρωπαϊκά χρήματα στις αλυσίδες και τις ηλεκτρονικές πωλήσεις
Η κ. Χατζηδανιήλ τόνισε ότι «το 1970 δύσκολα», ενώ συνέδεσε την οικονομική ανάπτυξη της αγοράς με την περίοδο που άρχισαν να έρχονται τα πρώτα χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πριν από την επίσημη ένταξη της Ελλάδας. Περιέγραψε τη δεκαετία του 1980 ως περίοδο που συνεχίστηκε η ανάπτυξη με προγράμματα και επιδοτήσεις, με την επισήμανση ότι στο τέλος «πολλά από αυτά κατέληξαν να αποτελούν μία φούσκα».
Για τον 21ο αιώνα μίλησε ως εποχή «γενικευμένης και πολυεπίπεδης κρίσης», με αρνητικές συνέπειες για την αγορά της Μυτιλήνης, ειδικά όταν συνδυάζεται με την επέκταση των ηλεκτρονικών πωλήσεων, την είσοδο μεγάλων αλυσίδων και σούπερ μάρκετ, αλλά και τη «συρρίκνωση» του πληθυσμού του νησιού.
1912: «καπέλο και πλερέζα» δύο μέρες μετά τον θάνατο
Από τα πιο δυνατά σημεία της συνέντευξης ήταν μια «γλυκόπικρη ιστορία» από το 1912. Η κ. Χατζηδανιήλ αναφέρθηκε στον προπάππο της Ιωάννη, τον οποίο περιέγραψε ως φωτογράφο, βιβλιοδέτη και βιβλιοπώλη, και ως τον άνθρωπο που έβγαλε λεύκωμα για την απελευθέρωση της Μυτιλήνης. Παρά το ότι ήταν άρρωστος, κατόρθωσε να δει την απελευθέρωση στις 12 Νοεμβρίου και να τραβήξει φωτογραφίες, πριν καταλήξει, όπως είπε, γύρω στις 8 Δεκεμβρίου.
Η σύζυγός του, η προγιαγιά της, μια γυναίκα «παραδοσιακή» που «μέχρι τότε δεν είχε βγει από το σπίτι», κατέβηκε στο μαγαζί μαζί με τα παιδιά δύο μέρες μετά τον θάνατο. Σύμφωνα με την αφήγηση, εμφανίστηκε με «καπέλο και πλερέζα», κρατούσε τα λογιστικά, ενώ τα παιδιά εξυπηρετούσαν πελάτες. Ο λόγος ήταν πρακτικός: «έκλεινε ο χρόνος», έπρεπε να εισπράξουν και να πληρώσουν προμηθευτές. Η ιστορία αυτή, όπως μεταφέρθηκε, έγινε μάθημα ζωής για τη σκληρή δουλειά ακόμη και στην καρδιά των γιορτών.
«Έχουν νόημα τα βιβλιοπωλεία»: η εναλλακτική στην οθόνη
Απαντώντας στο ερώτημα για το νόημα των βιβλιοπωλείων στην εποχή της οθόνης, η κ. Χατζηδανιήλ ήταν κατηγορηματική: έχουν νόημα, γιατί προσφέρουν «την εναλλακτική λύση στο κακό σκέλος της οθόνης». Περιέγραψε ως κίνδυνο τη διέλευση της πληροφορίας χωρίς επαρκή χρόνο για κρίση και επεξεργασία, σε αντίθεση με το βιβλίο, όπου το γραπτό κείμενο γίνεται αντικείμενο σκέψης.
Σχολίασε, επίσης, τον ρόλο των κοινωνικών δικτύων, λέγοντας ότι λειτουργούν εμπορικά και, κατά την εκτίμησή της, ιδεολογικά, καθώς μπορούν να διαμορφώνουν συνειδήσεις.
TikTok: από το «το είδα» στο «ποια είναι η γνώμη σας;»
Η κ. Χατζηδανιήλ αναφέρθηκε ειδικά στο TikTok, αναγνωρίζοντας την «αρνητική» του πλευρά όταν η επιλογή βιβλίου γίνεται μόνο επειδή «το είδα στο TikTok», χωρίς περίληψη ή ξεφύλλισμα. Παράλληλα, όμως, αναγνώρισε και τη θετική διάσταση: φέρνει νέα παιδιά στο βιβλιοπωλείο. Όπως είπε, μετά από λίγες αγορές που δεν τους ταιριάζουν, πολλά παιδιά επιστρέφουν ζητώντας γνώμη, προτάσεις και βιβλία πιο κοντά στα ενδιαφέροντά τους, γεγονός που επαναφέρει τον διάλογο και την αναζήτηση ως μέρος της αναγνωστικής εμπειρίας.
Παιδικά βιβλία, «θαύμα» και εορταστικές ιστορίες
Στο ερώτημα για τις γιορτές και τις προτάσεις βιβλίων, η κ. Χατζηδανιήλ τόνισε τη σημασία του βιβλίου για τα παιδιά στις γιορτές και παρατήρησε ότι αγαπούν ιδιαίτερα ιστορίες που διαδραματίζονται τα Χριστούγεννα ή έχουν εποχιακό περιεχόμενο, γνώσεις και προβληματισμό γύρω από τις γιορτές, θαύματα ή φανταστικό στοιχείο. Ερμήνευσε αυτή την προτίμηση ως σύνδεση της περιόδου με την έννοια του «θαύματος» και της δυνατότητας να υλοποιηθούν επιθυμίες και στόχοι.
Παράλληλα, ανέφερε ότι σήμερα καταναλώνονται περισσότερα παιδικά βιβλία από ό,τι παλαιότερα και ότι έχει ενισχυθεί η πεποίθηση πως η παιδεία περνά και από τα εξωσχολικά βιβλία.
Η επιστροφή του πολιτικού και ιστορικού βιβλίου σε εποχές κρίσης
Για τους ενήλικες, η κ. Χατζηδανιήλ μίλησε για μεγάλη αύξηση στη ζήτηση ιστορικών και πολιτικών βιβλίων, την οποία συνέδεσε με την κρίση, όχι μόνο οικονομική αλλά και κρίση αξιών και ανάγκη επαναπροσδιορισμού. Μετέφερε, μάλιστα, ότι ηλικιωμένοι επισκέπτες από την Αθήνα τής είπαν πως παρόμοια αύξηση σε εκδόσεις και ζήτηση υπήρχε μόνο στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Στο ίδιο πνεύμα, σημειώθηκε και η ανάγκη «να καταλάβει» ο κόσμος και να μην παρασύρεται από fake news.
Ευρώπη και βιβλίο: πολιτικές, ομάδες-στόχοι και νέα στρατηγική
Η κ. Χατζηδανιήλ ανέφερε ότι το βιβλίο και ο πολιτισμός απασχόλησαν μέχρι πρόσφατα το Συμβούλιο της Ευρώπης, με πολιτικές που δεν συνοδεύονταν από ισχυρή χρηματοδότηση. Σύμφωνα με όσα είπε, τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται μια κουλτούρα προώθησης του βιβλίου και σε ομάδες που χρειάζονται ενίσχυση, όπως οι Ρομά και οι νέοι πληθυσμοί που έχουν έρθει στην Ευρώπη. Παράλληλα, σημείωσε ότι υπάρχει προσπάθεια και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη δημιουργία μιας πιο οργανωμένης στρατηγικής για το βιβλίο, με χρηματοδοτικά εργαλεία σε επίπεδο στρατηγικής.
Οινούσσες, συνέδρια και ακαδημαϊκή παρουσία
Η συνέντευξη έκλεισε με την ακαδημαϊκή της δραστηριότητα. Η κ. Χατζηδανιήλ αναφέρθηκε στο θερινό σχολείο των Οινούσσων με θεματική τα σύνορα «πραγματικά και συμβολικά», σε συνεργασία πανεπιστημίων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, αλλά και σε συνέδρια στα Γιάννενα, καθώς και σε Αθήνα και Βόλο, με αντικείμενο το «συνέστημα και την πολιτική». Τόνισε την ποιότητα των εισηγήσεων νέων επιστημόνων και την αίσθηση υπερηφάνειας για το έργο τους.
Ως προς το επιστημονικό της πεδίο, ανέφερε ότι κινείται στην κοινωνική ιστορία του ευρωπαϊκού χώρου και της Ελλάδας, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για ζητήματα φύλου και τη δόμηση της γυναικείας ταυτότητας.
Ένα βιβλιοπωλείο ως ζωντανό αποτύπωμα της πόλης
Από τη Λειψία του 18ου αιώνα μέχρι τα σύγχρονα αναγνωστικά ρεύματα του TikTok, η αφήγηση της Κλειώς Χατζηδανιήλ δεν παρουσίασε το βιβλιοπωλείο «Χατζηδανιήλ» μόνο ως επιχείρηση, αλλά ως ζωντανό αποτύπωμα της Μυτιλήνης: της αγοράς της, των μετασχηματισμών της, των κρίσεων και των αντοχών της, αλλά και της διαρκούς ανάγκης για χώρους όπου η γνώση δεν περνά ως εικόνα, αλλά γίνεται σκέψη, κρίση και συζήτηση.