Πέθανε σε ηλικία 80 ετών ο Διονύσης Σαββόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες και δημιουργούς της σύγχρονης Ελλάδας – ένας άνθρωπος που δεν εντάχθηκε ποτέ σε “σχολές”, γιατί υπήρξε ολόκληρη σχολή από μόνος του.
Ο σπουδαίος καλλιτέχνης, ύστερα από νοσηλεία στο νοσοκομείο “Υγεία”, έφυγε το βράδυ της Τρίτης (21/10) από ανακοπή καρδιάς, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο αποτύπωμα στη μουσική, στον πολιτισμό και στη συλλογική μνήμη. Ήταν ο πρωτεργάτης της γενιάς των “τραγουδοποιών”, εκείνων που έγραψαν, συνέθεσαν και τραγούδησαν τη δική τους μουσική, μετατρέποντας τη ζωή σε αφήγηση και τον στίχο σε προσωπική μαρτυρία.
Οι τελευταίες δημόσιες παρουσίες
Τρεις ήταν οι τελευταίες φορές που τον είδαμε δημόσια – και κάθε μία είχε τη σφραγίδα της πληρότητας και της ευγνωμοσύνης.
Τον Ιανουάριο του 2025, στην παρουσίαση του βιβλίου του *«Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»* στο Μέγαρο Μουσικής, μιλούσε με τη γοητευτική του αμεσότητα για το βάρος και τη μαγεία της αφήγησης. Τον Μάιο, στο Μουσείο Μπενάκη, στάθηκε συγκινημένος στην προβολή του ντοκιμαντέρ *«Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος»*, χαμογελώντας διαρκώς στους παλιούς συνεργάτες και φίλους που είχαν γεμίσει την αίθουσα. Και φυσικά, το καλοκαίρι στο Rockwave της Μαλακάσας, μας χάρισε μια τελευταία, εκρηκτική συναυλία – ένας ογδοντάρης που έδειχνε να παίζει για πρώτη φορά, με τη σπίθα του πρωτάρη και τη σοφία του βετεράνου.
Ένας αιώνιος έφηβος, ένας εργάτης της μουσικής
Τα τραγούδια του έγιναν ύμνοι και θραύσματα μνήμης σε δεκαετίες που άλλαξαν τη χώρα. Από το *«Φορτηγό»* και το *«Περιβόλι του Τρελλού»* μέχρι τον *«Μπάλλο»*, το *«Βρώμικο ψωμί»*, τη *«Ρεζέρβα»* και τα *«Τραπεζάκια έξω»*, ο Σαββόπουλος ύφανε ένα σύμπαν όπου συνυπήρχαν ο στοχασμός, η ειρωνεία, η πολιτική, ο έρωτας και το παραμύθι.
Στις ζωντανές του εμφανίσεις υπήρξε ένας χαρισματικός περφόρμερ, ένας αφηγητής που δεν τραγουδούσε απλώς, αλλά *ζούσε* κάθε λέξη. Στη σκηνή παρέμενε ένας αιώνιος έφηβος· στη ζωή, ένας ακούραστος εργάτης της τέχνης.
Από τη Θεσσαλονίκη στον μύθο
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου Ανατολή και Δύση συνδιαλέγονταν φυσικά. Το 1963 μετακόμισε στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω του τη Νομική Σχολή και επιλέγοντας τη μουσική.
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει για εκείνον:
*«Ο Σαββόπουλος δεν κατέβηκε στην Αθήνα φτιάχνοντας απλώς ένα ωραίο τραγουδάκι. Κατέβηκε κουβαλώντας μια προσωπική μυθολογία. Έγινε πανελλαδικός και διαμόρφωσε μια ζωή σύμφωνα με τη μουσική του. Αυτό είναι το μεγάλο ταλέντο του».*
Η μουσική του, επηρεασμένη από τον Bob Dylan και τον Frank Zappa, παντρεύτηκε με τη μακεδονίτικη λαϊκή παράδοση και έδωσε μια νέα, αυθεντικά ελληνική φωνή στη δεκαετία των ανατροπών. Ο Νίκος Αναγνωστάκης σημείωνε πως “όταν η νεολαία των 60s αναζητούσε νέο λόγο και έκφραση, ο Σαββόπουλος ήρθε ως απάντηση – ένα παιδί που τραγουδούσε για όσα δεν τολμούσαν να ειπωθούν”.
Στις φυλακές και στα τραγούδια
Κατά τη διάρκεια της Χούντας, ο Σαββόπουλος φυλακίστηκε δύο φορές, το 1967, για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Μέσα στο κελί του, έγραψε τη *«Δημοσθένους λέξις»*, τραγούδι-σύμβολο μιας γενιάς που διεκδικούσε φως μέσα στο σκοτάδι.Ο ίδιος είχε πει αργότερα:
*«Μπορεί να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Δεν με επηρέασε ο περιορισμός – πετούσα μέσα μου».*
Έργο, τηλεόραση, βιβλία
Η διαδρομή του ήταν πολύπλευρη. Έγραψε μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την Επίδαυρο. Το 1976 τιμήθηκε με βραβείο για τη μουσική του στο *“Happy Day”* του Παντελή Βούλγαρη – το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει.
Το 1986 παρουσίασε τη θρυλική εκπομπή *«Ζήτω το ελληνικό τραγούδι»*, έναν τηλεοπτικό φόρο τιμής στους δημιουργούς που διαμόρφωσαν το ελληνικό ηχόχρωμα. Το 1997 κυκλοφόρησε το *«Ξενοδοχείο»*, ένα άλμπουμ συνάντησης γενεών, με Παπακωνσταντίνου, Ιωαννίδη, Μαχαιρίτσα, Πορτοκάλογλου, Τσαλιγοπούλου, αλλά και αναφορές σε θρύλους όπως οι Nick Cave και Lou Reed.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Σαββόπουλος αποτραβήχτηκε διακριτικά, χωρίς ποτέ να αποκοπεί από το κοινό του. Έγραφε, ζωγράφιζε, και στις τελευταίες του συνεντεύξεις έλεγε πως «η τέχνη δεν είναι για να την κατέχεις, αλλά για να τη μοιράζεσαι».
Ένας απολογισμός χωρίς τέλος
Η Ελλάδα αποχαιρετά σήμερα έναν καλλιτέχνη που ένωσε εποχές, τόπους και ανθρώπους. Που κατάφερε να κάνει τη γλώσσα τραγούδι και το τραγούδι ιστορία.Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε κάτι παραπάνω από μουσικός. Ήταν καθρέφτης μιας ολόκληρης εποχής – και τώρα, που “φεύγει”, αφήνει πίσω του όχι ένα κενό, αλλά έναν ζωντανό απόηχο: τις μελωδίες που ακόμη μας συνοδεύουν, εκείνες που “τρέχουν χύμα”, όπως και τα χρόνια του.