Η επόμενη μέρα στην Παλαιστίνη
Γράφει ο ΡΑΦΑΗΛ ΑΣΠΡΟΛΟΥΠΟΣ, Οικονομολόγος
Δημοσίευση 30/1/2025

Στο προηγούμενο σημείωμα [1] μιλήσαμε για τις πολλές και δυσανάλογες του μεγέθους της Παλαιστινιακής Αντίστασης επιτυχίες. Παρά και δίπλα σ’ αυτές όμως, η αντίσταση έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικά κλιμακούμενες προκλήσεις. Το τοπίο που εγγύτερα και ευρύτερα την περιβάλλει έχει υποστεί δραματικές αλλαγές τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Με την ανάλυση αυτών των αλλαγών και τη δυναμική που διαμορφώνουν γύρω από το μέλλον της εκεχειρίας αλλά και γενικότερα θα ασχοληθούμε στο παρόν σημείωμα.
Η κινούμενη άμμος της Δυτικής Ασίας
Ο άξονας της αντίστασης (στις τάξεις του οποίου εντάσσεται και η Παλαιστινιακή), απαρτιζόμενος από κρατικούς και μη δρώντες της Δυτικής Ασίας που βασικά συνέχονταν από την αντίθεσή τους στον ιμπεριαλισμό και τα ενεργούμενά του, υπέστη σοβαρά πλήγματα.
Ο πλησιέστερος σύμμαχος της Παλαιστινιακής Αντίστασης, η Χεζμπολάχ, που απ’ την πρώτη στιγμή προσέτρεξε στο πλευρό της προσπαθώντας να αποσπάσειπρος τη μεριά της, στο Λίβανο, μέρος των δυνάμεων της δολοφονικής στρατιωτικής μηχανής του Ισραήλ, υπέστη πλήγματα όχι παραλυτικά μεν, αλλά πολύ σοβαρά δε.
Η προσπάθεια αποσάρθρωσης της οργανωτικής της δομής με τη δολοφονία μέρους της ηγεσίας και πολλών μεσαίων και κατώτερων στελεχών (και με στρατιωτικά αλλά κυρίως με τρομοκρατικά μέσα), αφήνει την οργάνωση αποδυναμωμένη και τις επιχειρησιακές της δυνατότητες υποβαθμισμένες. Αντιμέτωπη με την καταστροφή που έσπειρε άλλη μια δολοφονική εισβολή στο νότιο Λίβανο, η Χεζμπολάχ αναγκάζεται να μετρήσει τις πληγές της και να στρέψει το ενδιαφέρον της περισσότερο προς το οικείο της πεδίο, όπου η εκλογή ενός νέου προέδρου υποστηριζόμενου από ΗΠΑ και Γαλλία θέτει νέες δοκιμασίες στην επιδίωξη των στόχων της.
Κι ενώ πολλά μπορούν να ειπωθούν για τη Συρία των Άσαντ, το καθεστώς τους αποτελούσε έναν έστω διστακτικό και υστερόβουλο σύμμαχο των Παλαιστινίων [2], στη βάση της κοινής τους αντιπαράθεσης με το Ισραήλ.
Η ανατροπή του καθεστώτος στη Συρία πλήττει τον αγώνα της Παλαιστινιακής Αντίστασης μέσω δύο καναλιών: Πρώτον, στερώντας από τον άξονα της αντίστασης ένα κομβικό του μέλος το οποίο μπορούσε δυνητικά να απορροφά μέρος της επιθετικότητας του Ισραήλ και μέσω της αποτρεπτικής ισχύος του να αποθαρρύνει ακραίες μορφές επιθετικότητας εναντίον των Παλαιστινίων.
Δεύτερον, μέσω της επίδρασης που θα έχει η ανατροπή του καθεστώτος στη διάσπαση της εδαφικής συνέχειας του άξονα της αντίστασης από το Ιράν ως το Λίβανο. Το νέο φονταμενταλιστικό ισλαμιστικό καθεστώς της Συρίας υπό τον μέχρι πρότινος ηγέτη της Αλ Κάιντα (και νωρίτερα του Ισλαμικού Κράτους) στη Συρία, έχει από την αρχή διακηρύξει ως πρώτιστους εχθρούς του τη Χεζμπολάχ και το Ιράν [3]. Η Χεζμπολάχ, μέχρι πρότινος ένα απ’ τα διαμάντια του στέμματος του άξονα, θα βρει ότι είναι σημαντικά δυσκολότερο να ανεφοδιαστεί και να αναπληρώσει το πολεμικό υλικό που εξάντλησε στην πρόσφατη σύγκρουση με το Ισραήλ.
Όλα τα παραπάνω σαφώς και πλήττουν το Ιράν, το οποίο χάνει έναν σύμμαχο στην περιοχή (Συρία) και αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες στο να στηρίξει έναν άλλο (Χεζμπολάχ). Απέφυγε την παγίδα του Ισραήλ να το σύρει σε πλήρη σύρραξη, τραβώντας και τους Αμερικάνους σ’ αυτήν.
Είναι προφανές ότι το Ισραήλ, αναγνωρίζει πως στις συγκρούσεις του με μη κρατικούς δρώντες (όπου δηλαδή δεν αντιμετώπιζε τακτικούς στρατούς, αλλά αντάρτες) που διεξήχθησαν με μη συμβατικές μεθόδους (ανταρτοπόλεμο) υπέστη ήττες, μη όντας ικανό να εκπληρώσει τους στόχους του.
Γι’ αυτό και προτιμά συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας, όπου η υπεροπλία και η τεχνολογική του υπεροχή μπορούν να αποφέρουν τα μέγιστα οφέλη. Το Ισραήλ ψάχνει άλλη μια στιγμή σαν τον πόλεμο των 6 ημερών του 1967 [4].Συνετά, το Ιράν αρνήθηκε να δώσει στο Ισραήλ αυτό που επιζητούσε, απαντώντας στις προκλήσεις του μεν αλλά με τρόπο που να μη συνιστά κλιμάκωση δίχως επιστροφή δε [5]. Αυτή η στάση όμως, πέρα από τις επικρίσεις πολλών εκ των υποστηριχτών του άξονα για ελλιπή στήριξη στα ανοιχτά του μέτωπα, δεν κατάφερε να αποφύγει την τρώση της “ασπίδας” που το Ιράν είχε παρεμβάλλει μεταξύ του ίδιου και του Ισραήλ.
Με τη νέα “μετριοπαθή” κυβέρνηση του Ιράννα αναζητά λύση στα οικονομικά προβλήματα μέσω μιας νέας συνεννόησης με τη Δύση που θα οδηγήσει σε χαλάρωση των επιβεβλημένων κυρώσεων, παραμένει αμφίβολο σε τι βαθμό θα έχει την ικανότητα ή την πρόθεση να υποστηρίξει έμπρακτα και δυναμικά τον αγώνα της Παλαιστινιακής Αντίστασης υπό τη νέα, δυσμενέστερη συνθήκη.
Ισραήλ, Παλαιστίνη και το μέλλον της εκεχειρίας
Ο φιλόδοξος στόχος του Ισραήλ για ολική επαναχάραξη του χάρτη της Δυτικής Ασίας δεν επετεύχθη. Παρ’ όλ’ αυτά, η ανακατάταξη που επέφερε (με τη συνδρομή κι άλλων όπως η Τουρκία) βαίνει προσωρινά υπέρ του. Με την πτώση του καθεστώτος του Άσαντ στη Συρία διαλύθηκε ο πιο εχθρικός του γείτονας, ενώ άδραξε την ευκαιρία του χάους της μετάβασης για να καταστρέψει ό,τι στρατιωτική υποδομή είχε απομείνει στη Συρία, διασφαλίζοντας ότι δεν θα αποτελέσει ξανά απειλή για πολλά χρόνια.
Παρά τις επιδεικτικές γονυκλισίες του, το τζιχαντιστικό καθεστώς του Αλ-Τζολάνι πήρε ένα πρώτης τάξης μάθημα για το πώς το Ισραήλ αντιμετωπίζει όσους το προσεγγίζουν με φιλική διάθεση και για τις ολοκληρωτικές κι ακόρεστες “εγγυήσεις ασφάλειας” που επιζητά ο σιωνισμός, οι οποίες δεν είναι παρά το προκάλυμμα της εγγενούς επεκτατικής του τάσης ως αποικιοκρατικού σχεδίου. Τίποτα λιγότερο από την πλήρη κι απόλυτη κατίσχυσή του δεν μπορεί να τον ικανοποιήσει.
Εσωτερικά, το σιωνιστικό μόρφωμα διέρχεται μια πολλαπλή κρίση που φαίνεται να προαναγγέλλει τη διάλυσή του. Η ισραηλινή οικονομία έχει φιλελευθεροποιηθεί, πάλαι ποτέ προπύργια του κράτους όπως ο στρατός και η αμυντική βιομηχανία έχουν ανοίξει διάπλατατις πόρτες τους στις επιθετικές ορέξεις του ιδιωτικού κεφαλαίου κι έχουν μετατραπεί σε ορμητήρια εξαγωγής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας ελέγχου πληθυσμών.
Άλλες επιχειρήσεις εντείνουν ολοένα και περισσότερο την εκμετάλλευση πόρων των κατεχόμενων Παλαιστινιακών εδαφών, έχοντας απαγορεύσει την πρόσβαση των ίδιων των Παλαιστίνιων στον πλούτο της γης τους. Αυτό το μοντέλο είναι εξαιρετικά ευεπίφορο σε αλλαγές ζήτησης απ’ το εξωτερικό, κάνοντας το ισραηλινό καθεστώς εξαιρετικά δυσανεκτικό απέναντι σε ειρηνικές πρωτοβουλίες μποϋκοτάζ ισραηλινών προϊόντων.
Η δε δημογραφική κρίση του Ισραήλ, ανησυχία που το συνοδεύει απ’ την ίδρυσή του, εντείνεται με τη μετανάστευση νέων (και ειδικά νέων με ακαδημαϊκή εκπαίδευση) στη συμβολή των οποίων ποντάρει πολύ το υιοθετημένο οικονομικό μοντέλο.
Καθώς ο σιωνιστικός σιδερένιος θόλος διαβρώνεται εκ των έσω, η φυγή προς τα μπρος γίνεται αντιληπτή ως η μόνη λύση από ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα του ισραηλινού κατεστημένου και πληθυσμού.
Η ολοένα και μεγαλύτερη εισχώρηση στα κατεχόμενα εδάφη και η επέκταση με ενσωμάτωση εδαφών άλλων γειτονικών κρατών αποτελούν κρατούσα λογική του τρέχοντος κυβερνητικού συνασπισμού. Η διάλυση των όποιων θεσμών βάζουν εμπόδια σ’ αυτή την πολιτική είναι άμεση ακολουθία του αδιεξόδου.
Έτσι πυροδοτείται μια πολιτική κρίση μεταξύ επεκτατιστών/υπερορθόδοξων από τη μία και “φιλελεύθερων” από την άλλη σιωνιστών. Οι δύο αυτές παρατάξεις των σιωνιστών δεν διαφωνούν ως προς την ανάγκη ύπαρξης καθεστώτος κατοχής και απαρτχάιντ, απλά στη μέθοδο διατήρησής του.
Παρ’ όλ’ αυτά, τα οράματά τους για την πορεία του σιωνιστικού αποικιοκρατικού σχεδίου διαφέρουν, όπως αποτυπώνεται και στις μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον (αλλά και στις αντι-διαδηλώσεις υπέρ) της κυβέρνησης Νετανιάχου.
Με τη μια μερίδα να μη θέλει να απωλέσει τα φιλελεύθερα φτιασίδια του ρατσιστικού της κράτους και την άλλη να βλέπει τη μόνη ελπίδα επιβίωσής του στην επιθετική επέκταση και το ψαλίδισμα των φτιασιδιών, η εσωτερική ενότητα του σιωνιστικού εγχειρήματος διαρρηγνύεται σε βαθμόπρωτόγνωρο από την ίδρυσή του.
Με την πιο επιθετική μερίδα των σιωνιστών να ηγεμονεύει τουλάχιστον για το προσεχές μέλλον στο Ισραήλ, η συνέχιση της γενοκτονικής εκστρατείας είναι δεδομένη [6]. Όλοι καταλαβαίνουν ότι επιστροφή στο πώς ήταν τα πράγματα πριν τις 7 Οκτώβρη δε νοείται.
Έχουν διαβεί πολλούς Ρουβίκωνες έκτοτε. Τσαλαπάτημα διεθνούς δικαίου, έκδοση ενταλμάτων σύλληψης για κυβερνητικά στελέχη, ολική καταστροφή της Γάζας, παράδοση της Δυτικής Όχθης στις βίαιες ορέξεις των Ισραηλινών εποίκων.
Η τρέχουσα κατάπαυση του πυρός αντιμετωπίζεται ως μια προσωρινή τακτική υποχώρηση υπό ασφυκτική πίεση. Ο Τραμπ, η ανάληψη της προεδρίας απ’ τον οποίο πανθομολογούμενα υπήρξε ο καταλυτικός παράγοντας για την επίτευξη συμφωνίας [7], είχε δύο βασικούς λόγους για να ασκήσει πίεση στον Νετανιάχου.
Ο πρώτος και πιο στρατηγικός έχει να κάνει με τη συνολική στροφή στην εξωτερική πολιτική του Τραμπ. Επικεντρώνει περισσότερο απ’ τον προκάτοχό του στην πρωτεύουσα σημασία της αντιπαράθεσης με την Κίνα προκειμένου να διατηρηθεί η αμερικανική ηγεμονία.
Αναγνωρίζοντας πως οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Αφγανιστάν) κόστισαν πολύ στην αμερικάνικη ηγεμονία, εγκλωβίζοντάς την σε συγκρούσεις που της δέσμευαν πόρους και προσοχή, δίνοντας παράλληλα περιθώριο στους ανταγωνιστές της να αναδειχθούν και να διεισδύσουν σε περιοχές που θεωρούνταν άβατες για όλους πλην της υπερδύναμης (πχ Λατινική Αμερική), η κυβέρνηση του Τραμπ προτεραιοποιεί την ανάγκη επανασυγκρότησης της αποκλειστικής ισχύος της στην πιο οικεία και ευαίσθητη περιοχή της (εξού και σπασμωδικές κινήσεις όπως οι απειλές για προσάρτηση Καναδά, Γροιλανδίας, κατάληψης διώρυγας Παναμά κ.ά.).
Όλα τα παραπάνω όμως δεν συνιστούν ολική αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής για τη Δυτική Ασία ούτε εγκατάλειψη του Ισραήλ ως του αποτελεσματικότερου προασπιστή των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή.
Σημαίνουν όμως ότι η στήριξη προς αυτό δεν θα είναι απροϋπόθετη και η αντιμετώπισή του δεν θα είναι θολωμένη από τους ακραία φιλο-σιωνιστικούς φακούς των καριεριστών πολιτικών των προηγούμενων γενεών.
Με την επάνοδο του Τραμπ και του κυνισμού του, η σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ αναμένεται να λάβει πιο ανταλλακτικά χαρακτηριστικά [8]. Μπορούμε να περιμένουμε όμως ότι οι βασικοί πυλώνες της θα παραμείνουν σταθεροί: στήριξη των ΗΠΑ στην ισραηλινή κατοχή ξένων εδαφών, προσποίηση περί διαμεσολάβησης ενός ειρηνευτικού διαλόγου που στην ουσία θα επιτρέπει την κατοχύρωση των ισραηλινών κεκτημένων, συναίνεση στον αφανισμό και την εξόντωση των Παλαιστίνιων [9].
Ο δεύτερος λόγος που είχε ο Τραμπ για να πιέσει για συμφωνία έχει να κάνει περισσότερο με τα ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του “απρόβλεπτου” (δηλ. κοινωνιοπαθή ναρκισσιστή) προέδρου. Ο Τραμπ ξέρει πολύ καλά τον ούριο άνεμο που μπορούν να φυσήξουν στην πρώτη περίοδο της προεδρίας του πολιτικές κινήσεις υψηλής συμβολικότητας, όπου μπορεί να ισχυριστεί ότι χάρη σ’ αυτόν επιτυγχάνεται μια υπέρβαση που ήταν αδύνατη υπό την απελθούσα κυβέρνηση [10].
Εκκινώντας την προεδρία του κατ’ αυτό τον τρόπο ξέρει ότι θα του κατοχυρώσει την εύνοια της σημαντικής αντι-πολεμικής μερίδας των ψηφοφόρων του, εξασφαλίζοντάς του πολιτικό κεφάλαιο που θα επενδύσει στην υλοποίηση της αντιδραστικής του ατζέντας.
Και οι δύο λόγοι που αναλύθηκαν παραπάνω, η αναθεώρηση των χαρακτηριστικών της σχέσης ΗΠΑ-Ισραήλ και η ματαιοδοξία και επιτηδειότητα του νέου Αμερικανού προέδρου, δεν προμηνύουν τίποτα θετικό για το σκοπό των Παλαιστινίων. Αντίθετα, οι επιλογές του για τη στελέχωση κρίσιμων θέσεων της κυβέρνησής του, το ιστορικό του αλλά ακόμα και οι πρόσφατες δηλώσεις του [11], προϊδεάζουν για μια περαιτέρω επίταση της ισραηλινής επιθετικότητας με αμερικανική ανοχή αν όχι και ενθάρρυνση [12].
Ήδη, παρά την ευλαβική εφαρμογή των όρων της συμφωνίας από τη μεριά της Χαμάς, το Ισραήλ την παραβιάζει (κάτι που, δυστυχώς, δεν θα έπρεπε να προξενεί έκπληξη καθώς συνιστά συνεπές στοιχείο της διαγωγής του Ισραήλ διαχρονικά – και πιο πρόσφατα στο Λίβανο).
Αδιάκριτες δολοφονίες πολιτών συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα στη λωρίδα της Γάζας από ισραηλινά στρατεύματα, παρότι σε σημαντικά μειωμένο σε σχέση με προγενέστερα βαθμό.
Η τήρηση της εκεχειρίας ασκεί μεγάλη πίεση στον Νετανιάχου, ως παραδοχή ήττας και μη επίτευξης των διακηρυγμένων (και μη ρεαλιστικών σε κάθε περίπτωση) στόχων του πολέμου, και συνεπώς προκαλεί φθορά στον ακροδεξιό κυβερνητικό συνασπισμό του. Φαίνεται αναπότρεπτο να δράσει καιροσκοπικά και να τερματίσει την εκεχειρία τη στιγμή που θα θεωρήσει ότι έχει αποσπάσει τα μέγιστα απ’ αυτή (ανταλλαγή αιχμαλώτων).
Από την άλλη, ίσως ακόμα πιο ανησυχητική από τη διάρρηξη της συμφωνίας εκεχειρίας να είναι η διατήρησή της. Με την ένταση των επιθέσεων του ισραηλινού στρατού στη Τζενίν, την Τούλκαρμ και άλλες πόλεις της Δυτικής Όχθης τις τελευταίες μέρες, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο Τραμπ υποσχέθηκε στο Νετανιάχου ως αντάλλαγμα για μια προσωρινή κατάπαυση πυρός στη Γάζα, την αχαλίνωτη δράση εναντίον των Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης, την επέκταση των εβραϊκών εποικισμών και την ενσωμάτωση περισσότερων εδαφών απ’ την ήδη κατατεμαχισμένη Δυτική Όχθη.
Θα μπορούσε να γίνει λόγος λοιπόν για μια συμφωνία η οποία επιτρέπει στο Ισραήλ να εξέλθει απ’ το βούρκο της Γάζας στον οποίο εγκλωβίστηκε και φθειρόταν καθημερινά (σε υλικό, στρατιώτες, πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο κ.ά.) και το επαναπροσανατολίζει προς τον μεγαλύτερό του πόθο, αυτόν της υφαρπαγής περισσότερης απ’ την γη και τους πόρους της Δυτικής Όχθης.
Καταλήγουμε έτσι με μια συμφωνία εκεχειρίας που χαρακτηρίζεται από εγγενή αστάθεια, αφού οι ισχυρότεροι συμμετέχοντες σ’ αυτήν έχουν κίνητρα να την ανατρέψουν, και παράλληλα δεν περιορίζει την ισραηλινή επεκτατικότητα και επιθετικότητα αλλά μόνο τις μεταφέρει σε άλλο θέατρο πολέμου.