ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ: Αγιασμός με καλαμαράκια και μπακαλιάρο με σκορδαλιά
Ιστορία 5η από την περίκλειστη ηρωική Κουλμπάρα της Μυτιλήνης -Γράφει ο ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ*
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 26/3/2020
Καλοί μου σύντροφοι γάτοι της Κουλμπάρας
Που να σας τα λέω τα χτεσινά. Να κλαίτε και να γελάτε. Μια να κλαίτε και μια να γελάτε.
Χτες το λοιπόν από το πρωί ο δικός μου ξύπνησε με κέφια… Ομελέτα, τυράκι και ζαμπονάκι. Κομματάκια και σε μένα και στο γλείφτη το Λάκη και γέλια και χαρές στα τηλέφωνα. Όλα μια χαρά…
Δεν ήταν πρωτότυπος βέβαια...
Πολύ γρήγορα, ξαναέκατσε στην φαρδιά και μαλακιά καρέκλα του γραφείου που παλιά - πόσο παλιά ήταν τούτο ρε παιδιά; - οπότε έβγαινε έξω πήγαινα και ξάπλωνα πάνω της. Έγραφε, έβαζε μουσική, χτες κάτι περίεργα τραγούδια σιγοψιθύριζε, διάβαζε… Τα συνηθισμένα των ημερών αλλά σε καλό κλίμα ρε παιδιά.
Το μεσημέρι έκανε ανακοίνωση. «Παιδιά θα φάμε μπακαλιάρο σήμερα. Και καλαμαράκια. Θα πιούμε και τσίπουρο».
Εγώ απ’ το τσίπουρο και τα καλαμαράκια κατάλαβα πως κάτι καλό γινόταν. Αυτό με το μπακαλιάρο δε το είχα ξανακούσει. Αφ’ ότου γεννήθηκα - πού γεννήθηκα όμως και πότε δε μου έχουν πει αλλά τέλος πάντων - δεν είχαν έρθει μπακαλιάροι στο σπίτι. Ο γλείφτης ο Λάκης όμως πετάχτηκε επάνω σα να ήταν μισός στα κιλά απ’ ότι είναι.
Το μεσημέρι χτύπησαν την πόρτα. Από το παράθυρο είδα πως κάτι περίεργοι με σκεπασμένα τα μούτρα και με γάντια στα χέρια του φέρανε μια σακούλα πράγματα. Ω ρε μάνα μου μυρωδιές. Τι ήταν όλα ετούτα; «Φάρμακα για τον κορονοϊό…» τον άκουσα να λέει. Έβγαλε και κάτι άλλο, σκορδαλιά το είπε. Βρώμαγε… Μάλλον για να μην πλησιάζω στα φαγητά το είχε πάρει.
Έστρωσε τραπέζι κι άνοιξε και το ντουλάπι κάτω από την τηλεόραση στο ισόγειο. Πήρε ένα μικρό μπουκαλάκι κι έβαλε στο ποτήρι του λίγο από το περιεχόμενο του. «Άντε στην υγειά σας παιδιά. Ζήτω οι Ραγιάδες που τα βάλαν με του Σουλτανάτο. Και καλή λευτεριά και σε μας» μας είπε.
Ο γλείφτης κατάπινε αμάσητο ένα πλοκαμάκι από το καλαμαράκι. Κι εγώ αναρωτιόμουνα τι ‘ναι ετούτο το Σουλτανάτο αλλά και τι καλός που είναι ώρες ώρες.
Έβαλε το ποτήρι του στο στόμα κι όλα… ξαφνικά άλλαξαν!
«Τι ‘ναι ετούτο» μονολόγησε. «Χάλασε το τσίπουρο; Ξεθύμανε; Σα νερό έγινε…».
Το μύρισε, το ξαναμύρισε. Κι εμένα από απόσταση βέβαια δε μου μύριζε τίποτα ετούτο το πράγμα.
«Δε χαλιέμαι. Δε χαλιέμαι… Τσίπουρο θα πω πώς είναι και τσίπουρο θα πίνω…»
Αλλά… κόπηκε. Έφαγε στα γρήγορα, ως και τη σκορδαλιά έφαγε, μαζεψε κι ανηφόρισε επάνω. Στο γραφείο.
Ακολουθήσαμε κι εγώ κι ο Λάκης
«Ρε συ Αποστόλη, τον άκουσα να λέει στο τηλέφωνο. Το μπουκαλάκι το καλό το τσίπουρο που μου άφησες την τελευταία φορά που ‘χατε έρθει σπίτι με τη Στέλλα τι ήταν;»
«Ρε σίγουρα τσίπουρο ήταν; Σίγουρα;» τον ξανάκουσα να ρωτά.
Σταμάτησε να μιλά για λίγο. Και μετά άρχισε να γελά.
«Ρε μπερδέψατε το τσίπουρο με τον αγιασμό; Μου φέρατε τον αγιασμό της Στέλλας και κρατήσατε το τσίπουρο» τον άκουσα να λέει ανάμεσα σε γέλια…
«Αγιασμό έπινα Κι η δικιά σου, σας ράντιζε με τσίπουρο;» απόσωσε. Έκλεισε το τηλέφωνο.
Με πήρε αγκαλιά… «Αυγουστή τούτα που γίνονται δεν έχουν ματαγίνει. Ραντίζουμε με τσίπουρο στα σπίτια και πίνουμε αγιασμό με καλαμαράκια και μπακαλιάρο με σκορδαλιά».
Έσκυψε και με φίλησε στο κεφάλι. Πω πω τι βρώμα ήταν αυτή που ξεχύθηκε από το στόμα του. Η σκορδαλιά…
Πήδηξα κάτω. Με ένα σάλτο ανέβηκα στο παραθύρι, απάγκιασα δίπλα στην κεφάλα του αγαπημένου του, του Παλαμά. Τι του βρίσκει του Παλαμά; «Ρώτημα η ζωή μου και τρεμούλα, κέρωμα και σκέβρωμα η θωριά μου, μόνο εσύ πας κ’ έρχεσαι, νυφούλα λευκοφόρα, ιδέα μου, καρδιά μου» του ‘λεγε προχτές. Πάει, χάζεψε. Μιλά και με την κεφάλα…
Εγώ πάλι, χάζεψα τον Αλή, την κουτσή την Κατίνα, τον Μαρίτσα και την Ήρα την αρχόντισσα τη μάνα του Λάκη που κόβαν βόλτα στα κεραμίδια της Αγίας Κατερίνας. Και με πήρε ο ύπνος.
Ονειρεύτηκα καλαμαράκια, μπακαλιάρο αλλά χωρίς σκορδαλιά. Βρωμάει…
Κάνει καλό ο αγιασμός τελικά. Άμα τον πίνεις μόνο ή κι όταν ραντίζεις με δαύτον;
Βγαίνω. Ήρθε…