«Ρόμα»: αναζητώντας την Ιστορία του Μεξικού ή αναζητώντας το χαμένο χρόνο
Γράφει η Ξένια Γερμενή
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 28/2/2019
Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αποφασίσω να παρακολουθήσω το βραβευμένο με Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας, ξενόγλωσσης ταινίας και διεύθυνσης φωτογραφίας (ναι, όλα τα εκάνε το αγόρι) «Ρόμα». Η αλήθεια είναι, ότι όταν μου έστειλε στο inbox το τρέιλερ φίλος, κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου όπου και προβλήθηκε η ταινία του Κουαρόν, αναφώνησα στο κρεβάτι μου: «Ουάου! Σούπερ ταινιάρα!». Λίγες μέρες μετά ήρθαν οι κριτικές μισές μισές, για την ακρίβεια. Οι μεν έθαβαν την ταινία και το γεγονός ότι ο Κουαρόν «πουλήθηκε» στην τηλεοπτική πλατφόρμα του Netflix, ότι η ιστορία είναι στερεότυπη και τραβηγμένη από τα μαλλιά. Οι δε, ότι ο Κουαρόν είναι μεγάλος σκηνοθέτης, κάνει «κοινωνικό» σινεμά, ότι αυτό είναι η κοινωνία μας, ο Κουαρόν θα τους τσακίσει και θα νικήσει το Λάνθιμο και την «Ευνοούμενη», ότι σε όλα είναι άρτιος. Πήρα την απόφαση να διαβάζω μόνο τις γνώμες που έγραφαν φίλοι και γνωστοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να μη διαβάσω περαιτέρω κριτικές έως και σήμερα που γράφω. Έτσι θα σας περιγράψω τί είδα και τί κατάλαβα από το «Ρόμα» που δίχασε πολύ κόσμο.
Αλλά ας ξεκινήσουμε από την αρχή: Ο Κουαρόν ξεκινάει την ταινία του με τον καθαρισμό μιας επιφάνειας ενός δαπέδου. Όλα ασπρόμαυρα. Άρα, η ταινία μας έχει να κάνει με αναμνήσεις και παρελθόν. Είναι μια όμορφη και αργή αφήγηση, όπως όταν ανοίγεις ένα παλιό άλμπουμ φωτογραφιών. Οι ήχοι και οι εικόνες (ένα αεροπλάνο που περνάει και το παρατηρούμε να καθρεπτίζεται στην βρεγμένη επιφάνεια του δαπέδου, τα νερά και τα σαπούνια που ρίχνονται με ορμή στο δάπεδο και όπου αργότερα θα οδηγήσουν στην «κάθαρση» των ίδιων των ηρώων) είναι μέρος της δραματουργίας στο «Ρόμα» και χρησιμοποιούνται με μαεστρία. Η ιστορία και οι ήρωες μάλλον λίγο έως πολύ γνωστοί δραματικοί: Η Κλεό μια νεαρή οικιακή βοηθός, εργάζεται ως «εσωτερική» σε μια αστική πολυμελή οικογένεια, στην πόλη του Μεξικού στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η Κλεό κάνει τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Εάν πραγματικά δεν έχει ζήσει ένας θεατής τη ζωή μιας οικιακής βοηθού, ίσως να αρχίσει να προβάλει εντός του εκατομμύρια πράγματα και να συνεχίσει να βλέπει την ταινία και να σκέφτεται μόνο την Κλεό. Η ρουτίνα της οικογένειας συγκεκριμένη και οριοθετιμένη για όλους. Μέχρι που, έρχεται η ανατροπή και ο πατέρας της οικογένειας εξαφανίζεται τάχα για δουλειές και από εκείνη την ημέρα, η εντροπία αποδιοργανώνει ένα καλά δομημένο σύστημα. Μέσα σε αυτή την ανατροπή η Κλεό, μένει έγκυος από εραστή της Φερμίν και προσπαθεί μαζί –και χωριστά-με την μητέρα της οικογένειας να αποκτήσει κι εκείνη τη δική της γυναικεία ταυτότητα και ρόλο μέσα στην οικογένεια και τον ανδροκρατούμενο κόσμου.
Οι περιφερειακοί χαρακτήρες του Κουαρόν δεν είναι ήσσονος σημασίας, απεναντίας μάλιστα λειτουργούν σαν φορείς ειδήσεων, τάσεων, πολιτικών μηνυμάτων και σε αρκετές περιπτώσεις (μαζί με την Κλεό) αποτελούν το «μεταφυσικό» στον λατινοαμερικάνικο σύμπαν, παραδόσεων, ποίησης, ζωγραφικής, κινηματογράφου και λογοτεχνίας. Όσο η αργή και μακρόσυρτη αφήγηση προχωρεί με σταθερά πλάνα και ασπρόμαυρα φωτογραφικά κάδρα, ο θεατής υπνωτίζεται μέσα στον ιστορικό χρόνο του Κουαρόν. Άκουσα από αρκετούς ότι ο Κουαρόν έκανε πολιτικό σινεμά και έτσι χτύπησε τον Τραμπ. Χμ! Εγώ πάντως δεν θα πουλούσα την ιστορία μου στο αμερικάνικο Netflix για να μιλήσω για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα στον Πρόεδρο Τραμπ. Επίσης εάν είχα κάνει άλλες σπουδαίες ταινίες με τις οποίες είχα κερδίσει και όσκαρ (Gravity) και έφτιαχνα αυτή την ταινία, πάλι θα είχα κάποια ζητήματα: μήπως τελικά ο Κουαρόν θέλησε απλώς να περιγράψει την ιστορία του Μεξικού, από την Επανάσταση του ’68 έως τη σφαγή του Κόρπους Κρίστι τον Ιούνη του ’71 και απλώς έγραψε μια ιστορία, που έστησε πάνω στην σκακιέρα του ιστορικού χρόνου, προκειμένου να μας αποδείξει ότι η εξέλιξη της πορείας της Ιστορίας ενός τόπου, αποτυπώνεται στις προσωπικές μνήμες και τα βιώματα των πολιτών της, και ότι στο σήμερα βρισκεται ένα «εγκυβωτισμένο» παρελθόν και νοσταλγία όσων πέρασαν, και το οποίο τώρα πια αγωνίζεται να επουλώσει τις πληγές του. Το «Ρόμα» κλείνει όπως ανοίγει, με νερό και αφρούς, από θαλάσσια κύματα αυτή τη φορά. Το νερό έρχεται να «καθαρίσει» και να μας απαλύνει τα δάκρυα, τους φόβους, τα λάθη, τις αμφιβολίες. Σχεδόν, κατά τη γνώμη μου. Ο θεατής είτε φεύγει με μαύρη καρδιά, είτε σκέφτεται τους καταφρονεμένους, είτε αναφωνεί: «Άντε! Γιατί κοιμηθήκαμε!».
Από όλο το «Ρόμα» τρεις σκηνές μέτρησα πολύ δυνατές και δομημένες και δίκαια έδωσαν το χρυσό αγαλματάκι διεύθυνσης φωτογραφίας και σκηνοθεσίας στον Κουαρόν: 1) Όλα τα πλάνα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Από την ώρα της άφιξης έως το κάψιμο στο δάσος. Τα θεωρώ πολιτικο-κοινωνικά, με άμεση αναφορά στο σινεμά του Φελίνι. 2) Η εκπαίδευση του Φερμίν. Εδώ ο Κουαρόν στοχεύει στην καρδιά του προβλήματος της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας του Μεξικού. Μόνο που εδώ ξεκίνησα να πιστεύω ότι δε βλέπω σινεμά, αλλά ένα ή πολλά διασκευασμένα σενάρια λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. 3) Η ημέρα της σφαγής του Κόρπους Κρίστι. Στο σημείο αυτό και ξύπνησα κάπως και άρχισα να πιστεύω, ότι κάτι θα γίνει. Δεν ήθελα ωστόσο να είμαι άδικη, αφού αμέσως στο νου μου ήρθε η αγαπημένη μου Αουξίλιο Λακουτύρ, η αφηγήτρια στο βιβλίο του Ρομπέρτο Μπολάνιο, «Το Φυλακτό» (μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδόσεις Άγρα). Αυτό ήταν λοιπόν, ο Κουαρόν πρέπει να έχει διαβάσει τα πάντα από Μπολάνιο και Φουέντες και αποφάσισε να γράψει ένα μυθιστόρημα. Ναι, ωραία! Και ; Άρα είναι και καλός σκηνοθέτης, άρα δίκαια κέρδισε και αυτόν τον τίτλο ; Χμμ! Όχι και τόσο. Απλώς στάθηκε τυχερός σε μια χρονιά που η Ακαδημία έδωσε προτερεότητα στους «μαύρους» και στους καταπιεσμένους. Αξίζει να πούμε ότι η επιλογή μιας μη επαγγελματία ηθοποιού και μάλιστα Μεξικανής για το ρόλο της Κλεό-Γιαλίτζα Απαρίσιο- αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές τόσο του κοινού όσο και της Ακαδημίας Κινηματογράφου, και όχι άδικα, γιατί είναι η πιο δροσερή και φρέσκια παρουσία σε όλο το φιλμ. Ένας δευτερεύον χαρακτήρας, ο μικρός Πέπε, είναι εκείνος που λειτουργεί πιο προβοκατόρικα αφού η σχέση του με το «μεταφυσικό» και οι παράξενες ατάκες του είναι τμήμα του ίδιου του Κουαρόν (παλιού και σύγχρονου), αλλά και μέρος της ρητορικής της λογοτεχνίας του Μπολάνιο και του Φουέντες.
Το «Ρόμα» είναι ένα οπτικοποιημένο ημερολόγιο, ένα άλμπουμ φωτογραφιών ενός σκηνοθέτη/λογοτέχνη που ήθελε να μας ταξιδέψει στο δικό του χθες, χωρίς όμως να ξεχνά το σήμερα. Εδώ δανείζομαι τα λόγια της Αουξίλιο για να εξηγήσω τι πραγματικά είναι το «Ρόμα»: «Μια ιστορία τρόμου. Θα είναι μια αστυνομική ιστορία, ένα αφήγημα μαύρης λογοτεχνίας και τρόμου. Όμως δεν θα μοιάζει τέτοιο. Δεν θα μοιάζει επειδή η αφηγήτρια είμαι εγώ. Αυτός που μιλάει είμαι εγώ και δεν θα μοιάζει τέτοια. Όμως κατά βάθος είναι η ιστορία ενός απάνθρωπου εγκλήματος». (Ρομπέρτο Μπολάνιο, Το Φυλακτό, μτφ. Κτίτων Ηλιόπουλος, εκδόσεις Άγρα).