× Στο Νησί
SOCIAL MEDIA

Χριστουγεννιάτικα έθιμα και παραδόσεις της παλιάς Λέσβου

Των ΜΑΡΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΑ ΚΑΙ ΦΑΝΗΣ ΜΑΡΩΝΙΤΟΥ*

Δημοσίευση 25/12/2024

Χριστουγεννιάτικα έθιμα και παραδόσεις της παλιάς Λέσβου
' χρόνος ανάγνωσης

Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, οι κάτοικοι της Λέσβου, επηρεασμένοι από τον δυτικό τρόπο ζωής, υιοθετούν ευρωπαϊκές συνήθειες, θεωρώντας τα ήθη και έθιμα της Λέσβου, βάρβαρα και απολίτιστα, απομεινάρια μιας σκουριασμένης, προληπτικής εποχής.

Ο Λεφκίας το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα εκφράζει την πικρία του και αναπολεί με θλίψη και αγάπη τη λεσβιακή λαογραφία, που φθίνει χρόνο με τον χρόνο. Σχολιάζει χαρακτηριστικά πως οι εορτές των Χριστουγέννων έχασαν πλέον όλη την εθιμοτυπία τους και κατάντησαν μια συμφεροντολογική επιχείρηση. Η δωρολογία λόγου χάρη. Το μπαξισολόγημα. Ακόμη και τα κάλαντα έχουν χάσει το νόημά τους. Παλαιότερα οι καλανταδόροι γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας τα κάλαντα στην πόρτα του σπιτιού για να πάει καλά η χρονιά, υπήρχε μέσα τους η προσπάθεια να εξευμενιστεί ο Άγνωστος Θεός, η Μοίρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η βασιλόπηττα είχε κ’ αυτή ένα προορισμό. Το κρυμμένο φλουρί ή ο αργυρός παράς θα έδειχνε τον ευνοούμενο της Μοίρας. Σήμερα αν εξακολουθούμε να κάνουμε τη βασιλόππητα, το κάνουμε γιατί τη θυμάται μονάχα το στομάχι. Καθώς και τα φνίτσα . Μέχρι συντελείας του αιώνος τα φνίτσα και οι πλατζέτες και τα αυγοκαλάμαρα θα γλυκαίνουν το λαρύγγι των Ρωμιών και θα ικανοποιούν την κοιλάρα τους.

Η Πρωτοχρονιά καθώς και τόσες άλλες επίσημες μέρες ήταν αφιερωμένες στη λατρεία της Μοίρας. Τα μεσάνυχτα της παραμονής της νέας χρονιάς κάθε νοικοκυρά άνοιγε τρεις δημόσιες βρύσες και άφηνε το νερό να τρέχει. Όπως ανοίγουν οι βρύσες, ν’ ανοίξουν οι τύχες του σπιτιού και όπως τρέχει το νερό, να τρέχουν τα καλά μέσα στο σπίτι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σηκωνότανε το πρωί κι’ αμίλητη, βουβή τραβούσε με το σταμνί στη βρύση να φέρει τ’ αμίλητο νερό. Με το νερό αυτό πλένονταν όλη η οικογένεια για καλή τύχη. Την ίδια μέρα το πρωί έφερναν σπίτι μια βαριά πέτρα: όσο βαρειά είνε η πέτρα να ’ναι και η παραδοσακούλα βαρειά όλο το χρόνο, κι’ όσο είνε η πέτρα γερή να ‘ναι κι’ αυτοί γεροί. Στη συνέχεια έσπαγαν με δύναμη ένα ρόδι στο κατώφλι του σπιτιού, λέγοντας: όπως σκορπάει το ρόδι να σκορπίσουνε τα καλά και τ’ αγαθά μέσα στο σπιτικό.

Οι ανύπαντρες κοπέλες την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, έκρυβαν κάτω από το προσκέφαλό τους την πρώτη μπουκιά από το κομμάτι της βασιλόπιτάς τους, για να φανερωθεί στον ύπνο τους αυτός που θα παντρευτούν.
Στην εφημερίδα Ταχυδρόμος (1930) του Λεφκία, ο Πλ. Κουτρέλλης περιγράφει με νοσταλγία τα έθιμα των εορτών στο χωριό της Αγίας Παρασκευής. Έθιμα που σβήνουν και στη θέση τους θρονιάζονται τα «πολιτισμένα» ευρωπαϊκά.
Την παραμονή των Χριστουγέννων έσφαζαν τα γουρουνόπουλα, που καλοτάιζαν όλο το χρόνο. Η νοικοκυρά με ένα αναμμένο ξύλο χτυπούσε το ζώο στη μύτη λέγοντας:

Έφαγες τον άφακα, φάγε και το δάβλακα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σύμφωνα με την παράδοση, το βράδυ κατέφθαναν οι καλικάντζαροι και έπαιρναν ένα κομμάτι κρέας από το κάθε γουρούνι και τρίχες από το δέρμα τους για να φτιάξουν τα φορέματά τους. Ανήμερα των Χριστουγέννων, η παραχούτη έπρεπε να καίει όλη μέρα, προκειμένου οι καλικάντζαροι να μην μπουν στο σπίτι από τον πχαρή και κάνουν ζημιές.

Επίσης, κάποιες νοικοκυρές κρεμούσαν μέσα στον πχαρή ένα λανάρι δεμένο από ένα σχοινί, το οποίο τα παιδιά νόμιζαν ότι το κρεμούν οι καλικάντζαροι. Τα παιδιά φοβισμένα, για να καλοπιάσουν τους καλικάντζαρους, κάρφωναν στο λανάρι κομματάκι ωμής μπριζόλας και ένα γλυκό.

Την παραμονή των Χριστουγέννων όλα τα παιδιά έπρεπε να πλαγιάσουν νωρίς, βάζοντας τα παπούτσια τους στην παραχούτη, για να περάσει το βράδυ «η Χριστούγεννα» και να ρίξει από τους πχαρήδες μια δεκάρα στα παπούτσια. Το παιδί που θα ξυπνούσε πρώτο και θα έβρισκε τη δεκάρα θα ήταν τυχερό όλη τη χρονιά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η ημέρα των Χριστουγέννων είναι αφιερωμένη στο φαγοπότι. Τρώμε φαγιά, πολλά φαγιά, κι ολημερίς ψήνουμε γουρουνίσιες πριζόλες στην πλούσια θρακιά της παραχούτης. Έτσι πρέπει γιατί:

Η Χριστούγεννα φαγάνα
Τσ’ η Λαμπρή στουλδού

Παραμονή Πρωτοχρονιάς μαζί με τη βασιλόπιτα έπρεπε να κόψουν και ένα καρπούζι. Κάθε νοικοκυρά έπαιρνε ένα πιάτο φαΐ, μια φέτα καρπούζι, ένα ποτήρι κρασί και το κομμάτι του Αγίου Βασιλείου από τη βασιλόπιτα και τα έβαζε κάτω από τα εικονίσματα του σπιτιού, για να βρει ο Άι Βασίλης κάτι να φάει, όταν περάσει το βράδυ από το σπίτι.

Eπίσης, ο Άι Βασίλης επισκεπτόταν τα ζώα του σπιτιού, τα οποία έπρεπε να είναι καλοταϊσμένα, και τα ρωτούσε αν έχουν παράπονα από τα αφεντικά τους. Στο σπίτι, τροφοδοτούσαν τη φωτιά στην παραχούτη με μεγάλα ξύλα και έριχναν στα κάρβουνα ένα ένα φύλλο ελιάς λέγοντας:
-Αν είμαστε γεροί, να πηδήξεις και να βροντήξεις και σαν δεν είμαστε γεροί, να καγείς και να μαραθείς
Ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές πήγαιναν σε δημόσια βρύση να πάρουν το αμίλητο νερό με ένα καινούργιο κουμάρι , αφήνοντας στη βρύση ένα κομμάτι βασιλόπιτας. Μέσα στις στάμνες τους έπρεπε να έχουν ένα βάτο με ρίζες ή τρία πετραδάκια για το καλό. Τα παιδιά έφερναν ένα βάτο από την έξοχη, τον τοποθετούσαν πάνω από την πόρτα του σπιτιού και έλεγαν:

Σαν το βάτο να ξαπλώσω,
σαν το δέντρο να ριζώσω
και καλή χρονιά να περάσουμε

Την παραμονή των Φώτων οι νοικοκυρές μάζευαν τη στάχτη από την παραχούτη, την σκορπούσαν γύρω από το σπίτι, ώστε να μην πάνε οι καλικάντζαροι και κατουρήσουν τον τοίχο και χαλάσει. Ανήμερα των Φώτων με τον αγιασμό των υδάτων οι καλικάντζαροι έφευγαν λέγοντας:

Φύγετε να φύγουμε
κι’ ο Σταυρός μας πλάκωσε
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του

Πριν φύγουν οι καλικάντζαροι δεν λουζόταν κανείς για να μην ασπρίσουν τα μαλλιά του.

Όσα παιδιά γεννιόταν αυτές τις μέρες λεγόταν «καλκατζαρέλια» και αν δε βαφτίζονταν τα Φώτα, γίνονταν καλικάντζαροι.

Παρά την ανησυχία που εκφράζεται μέσα από τις στήλες των εφημερίδων της εποχής για τη λεσβιακή λαογραφία που χάνεται, διαπιστώνουμε ότι σχεδόν έναν αιώνα μετά, αρκετά έθιμα έχουν διατηρηθεί έως τις μέρες μας, ενώ γίνεται προσπάθεια αναβίωσης κάποιων άλλων που έχουν ξεχαστεί με το πέρασμα του χρόνου…

(Το άρθρο στηρίζεται σε πληροφορίες που προέρχονται εξ ολοκλήρου από τη Συλλογή Τοπικού Τύπου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης και συγκεκριμένα από τις εφημερίδες Καμπάνα και Ταχυδρόμος. Περισσότερες πληροφορίες στο ψηφιακό αποθετήριο της Δ.Κ.Β. Μυτιλήνης http://dspace.cplm.gr/)

*Μαρία Γρηγορά
ΠΕ Βιβλιοθηκονόμος-MSc in Cultural Informatics and Communication
Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης
*Φανή Μαρωνίτου
ΤΕ Βιβλιοθηκονόμος
Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ανθρώπινες γέφυρες ανάμεσα στη Λέσβο και τη Σμύρνη

Ένα τυχαίο αντάμωμα ξύπνησε μνήμες δεκαπέντε χρόνων και μια συγκινητική ιστορία πίστης και φιλίας
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η δύναμη των μαμάδων

Η ιστορία δύο γυναικών που ένωσαν χιλιάδες μητέρες μέσα από το γκρουπ «Μυτιληνιές Μανούλες».
ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ένα τριήμερο μνήμης και ανθρωπιάς για τη Λέσβο του 2015

Η Έφη Λατσούδη μιλά για τη θεραπευτική δύναμη της μνήμης και την ανάγκη να παραμείνει ζωντανό το αφήγημα της αλληλεγγύης
ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Κάποτε σαν σήμερα οι Ανεμότρατες, έβγαιναν αλλιώς...

Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΥΡΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Υπομονή

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΛΕΤΣΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

10 Σεπτέμβρη 1944: Η Λέσβος ελευθέρα!

81 χρόνια από την απελευθέρωση της Λέσβου από τις Ναζιστικές δυνάμεις κατοχής
ΘΡΑΣΟΣ ΑΒΡΑΑΜ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η ιστορία ενός χαμένου σταυρού, στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας

Με σεβασμό και συγκίνηση πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα το μνημόσυνο των Αγίων της Μικράς Ασίας. Ο πατήρ Αθανάσιος Γιουσμάς μίλησε για την ιστορία τους και τις μνήμες των Ελλήνων
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ένας «πατέρας από φως»

Μια μέρα σαν τη σημερινή πριν δέκα χρόνια, σε ηλικία μόλις 57 ετών, έφυγε από τη ζωή ο παπά Στρατής Δήμου από το Κεράμι της Λέσβου
ΘΡΑΣΟΣ ΑΒΡΑΑΜ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

40 χρόνια από τον θάνατο του Λέσβιου «Δασκάλου» Παναγιώτη Σαμαρά

Αφιέρωμα από τους ΦΙΛΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Εξέγερση στο λεκανοπέδιο Καλλονής Λέσβου. Αύγουστος 1944

Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ, Συγγραφέας, διδάκτορας Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας
ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Μια Μυτιληνιά στην Κωνσταντινούπολη

Tο εντυπωσιακό μαρμάρινο άγαλμα της Αρτέμιδος ανακαλύφθηκε στο νησί της Λέσβου κατά τη δεκαετία του 1860 και μεταφέρθηκε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη