Στη Μόρια το «μετέωρο βήμα της πρόθεσης»
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 30/12/2019

Του αγαπητού Ξενοφώντα, του οποίου τα γραπτά
πάντα έχω την υπομονή να διαβάζω
Μάταια θα εκπλήσσονταν κανείς από το φοβερό παράδοξο που θέλει τον άνθρωπο των Χριστουγέννων, πιστό και άπιστο, ακόμη και τον άθεο, να οδηγεί τη σκέψη του, αυτές τις γιορτινές ημέρες αγάπης, στους μετανάστες και τους πρόσφυγες της Μόριας, τους ταπεινωμένους και κατατρεγμένους, τους εκδιωγμένους και λαβωμένους από την απανθρωπία ετούτου του κόσμου;
Είναι ένα ερώτημα που, ιδιαίτερα αυτές τις μέρες του Δωδεακαημέρου, με βασανίζει και με κρατά σε αγωνία.
Όχι, όμως, για να γράψω μια «κλαψοϊστορία», όπως τόσο ωμά και με σκληρότητα σχολιάζουν την επικαιρότητα περί μετανάστευσης λαών, αρκετοί θιασώτες άγριων φυλετικών συγκρούσεων, συγκρούσεις βγαλμένες μέσα από τη μακρά ανθρώπινη ιστορία• δεν διστάζουν μάλιστα να λοιδορούν ακόμη και ποιητές, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, γιατί στις ποιητικές-του εκπλήξεις συμπεριλαμβάνει και τη Γέννηση του Χριστού, ονοματίζοντάς την «ευσπλαχνία».
Εξηγούμαι τι εννοώ εδώ: έχω την αίσθηση ότι η οιαδήποτε σκέψη, άλλοτε γραπτά δημοσίως διατυπωμένη κι άλλοτε προφορικά σε μια συζήτηση, καθώς φαίνεται, αποτελεί αφορμή για γόνιμη συζήτηση για το άνοιγμα της εσωστρέφειας πολλών εξ ημών προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, υπό την έννοια ότι ο φιλάδελφος στην προκειμένη περίπτωση χριστιανός δεν μπορεί να μη φανερώνεται και ως φιλόξενος.
Στο σημείο αυτό να υπογραμμίσω πως ουδεμία νύξη ή πρόταση μπορώ να κάμω για το τεράστιο πρόβλημα που, είτε εδώ στη Λέσβο είτε σε όλη την πατρίδα μας, δημιουργεί το μεταναστευτικό φαινόμενο.
Αυτό, δια γυμνού οφθαλμού δείχνει την αδυναμία διαχείρισής του από τους πολιτικούς θεσμούς, οι οποίοι όλοι-τους ανεξαιρέτως, απάνω σε αυτό επενδύουν για το ποιο θα είναι το μέλλον-τους.
Ας φρόντιζαν ή ας φροντίσουν ακόμη και τώρα την ύστατη ώρα να ανοίξουν ολίγον τη ματιά -τους και να αφουγκραστούν την ανάσα του πριν τρια χρόνια θανόντος δοκιμιογράφου, μυθιστοριογράφου και φιλοσόφου Ουμπέρτο Έκο, που στα 1990, στο έγκυρο ιταλικό εβδομαδιαίο περιοδικό L’ Espresso, ένα σημείωμά του το τιτλοφορούσε ως εξής: «Όταν η Ευρώπη θα γίνει Αφρο-Ευρώπη», υποστηρίζοντας ότι σήμερα δεν βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φαινόμενο μετανάστευσης, αλλά σ’ ένα φαινόμενο μετακίνησης πληθυσμών, με σαρωτικές αλλαγές, όπου «απλούστατα ετοιμαζόμαστε να ζήσουμε μια νέα εποχή, την εποχή της αφρο-ευρωπαϊκής κουλτούρας»• (όλα τα σημειώματα, μεταφρασμένα από τον Θόδωρο Ιωαννίδη μπορεί κανείς να τα διαβάσει στο ομώνυμο βιβλίο από τον Εκδοτικό Οργανισμό Θεσσαλονίκης).
Τέλος πάντως, κάμω αυτή την νύξη γιατί ως απλός πολίτης αυτού του τόπου, κουράστηκα να ακούω και να διαβάζω τα ίδια και τα ίδια. Ωστόσο, δεν παύω να έχω την ελπίδα συχνά να ψελλίζω: «το εγώ-μου είν’ ένας άλλος», κατά Νίκο Γαβριήλ – Πεντζίκη. Εδώ, λοιπόν, ομιλώ ως ένας λειτουργός του εκπαιδευτικού συστήματος, όπου μια από τις βασικότερες υποχρεώσεις-μου είναι να διδάσκω στους μαθητές-μου την αξία της ανθρώπινης ζωής και το αδιαπραγμάτευτο πόσο σημαντική είναι αυτή, πέραν οποιονδήποτε διαφορών, θρησκευτικών, πολιτισμικών και κοινωνικών.
Έχω τη γνώμη πως η πολιτισμένη Ευρώπη των τελευταίων πέντε – έξι σχεδόν αιώνων, πληρώνει ακριβά τον «πολιτισμό» που, δια της αποικιοκρατίας, η ίδια θέλησε να επιβάλλει σε πολιτισμούς και χώρες διαφορετικούς από το δικό της. Κι απ’ ό,τι φαίνεται τα κατάφερε πολύ καλά! Φτάνει να σκεφτεί κανείς ότι, αν οι παραδοσιακά ως «Πρώτος» και «Δεύτερος» Κόσμοι νοούνται ο Δυτικός κι ένα μέρος του Ανατολικού, τότε ο «Τρίτος» Κόσμος» της Αφρικής και της Ασίας, απ’ όπου προέρχεται μεγάλη μερίδα μεταναστών και προσφύγων, είναι λαοί που μαστίζονται από πολέμους, πείνα, φτώχεια, επιδημίες, αναλφαβητισμό, φυσικές καταστροφές.
Κι αν αυτός ο κόσμος συνηθίσαμε να τον ονοματίζουμε «Τρίτο», στις παρυφές-του βρίσκεται ακόμη ένας: είναι ο «Τέταρτος Κόσμος», των ανέργων και των αστέγων. Πρόκειται για έναν κόσμο τεράστιων νησίδων εξαθλίωσης, μέσα σε ωκεανούς ευμάρειας και καταναλωτισμού. Και ο «Τρίτος» και ο «Τέταρτος Κόσμος» γεννούν την ερημία και το χάος. Δίχως διέξοδο, αφού λείπει ή μάλλον έχει χαθεί η ελπίδα για κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη, αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων, υπό την έννοια όπως παραπάνω ετόνισα, η αξία κάθε ανθρώπινου προσώπου να είναι αδιαπραγμάτευτη.
Κοντά στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας και στις αρχές της τρίτης του 21ου αιώνα, που σε λίγες ημέρες θα προβάλλει, όλο και πληθαίνουν οι λογής – λογής φωστήρες και σωτήρες, που πουλάνε την αλληλεγγύη-τους προς τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, τους άστεγους, τους κατατρεγμένους. Μπροστά στη λάμψη που προσφέρει η δημοσιότητα, πώς να αντισταθούν άλλωστε, αφού χάριν αυτής μπορεί κάποτε να έχουν λαμπρό μέλλον σε πολλές μορφές του κοινωνικού βίου: πολιτική, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, οικονομία, εργασία, για να αναφέρω κάποιες.
Όμως, δεν είναι μόνο εκείνοι που πουλάνε αλληλεγγύη, είναι κι εκείνοι οι εθνοφωστήρες και εθνοσωτήρες που πουλάνε πίστη προς την πατρίδα, φοβούμενοι μήπως το μεταναστευτικό φαινόμενο οδηγήσει στην απώλεια της μακραίωνης ελληνικής διάρκειας. Μήπως χαθεί η γλώσσα, η εθνική συνείδηση και η Ορθόδοξη πίστη.
Έχουμε, λοιπόν, δύο επίπεδα, σ’ ότι αφορά στο μεταναστευτικό φαινόμενο: τη λουστραρισμένη, αστραφτερή και πολυδιαφημισμένη αλληλεγγύη, κι από την άλλη τον ψευτοπατριωτισμό, με κάλυμμα ντυμένο ως εμπόρευμα, στημένο και άριστα σκηνοθετημένο.
Χωρίς να επιθυμώ να ανοιχτώ σε βαθυστόχαστες αναλύσεις, για το δεύτερο ειδικότερα επίπεδο, απαραίτητες είναι οι παρακάτω επισημάνσεις, αντλημένες από το βιβλίο Οι δρόμοι της ζωής του μακαρίτη Ε. Π. Παπανούτσου. Θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ένα καλό γιατρικό φάρμακο στο φόβο γιατί για δαύτους το μεταναστευτικό φαινόμενο μπορεί να αλλοιώσει τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό-μας, με αποτέλεσμα να χάσουμε την εθνική-μας ταυτότητα.
Γράφει ο Παπανούτσος για την ελληνική διάρκεια: «Ο Ελληνισμός πέρασε από την πατροπαράδοτη πίστη-του και μέσα από πολλές θρησκευτικές δοξασίες του μεσογειακού κόσμου στο Χριστιανισμό, χωρίς να αλλοτριωθεί η εθνική-του υπόσταση. Άλλωστε η χριστιανική θρησκεία κινήθηκε εξαρχής να αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα και έως σήμερα δεν περιορίζεται ούτε από γεωγραφικά σύνορα ούτε από φυλετικές διακρίσεις […] Στις ημέρες-μας, ημέρες ιδεολογικής παραζάλης και “οργισμένων” πολιτικών συνθημάτων, είναι πολύ στενάχωρο να μιλεί κανείς σε τούτον το μικρό και πολύπαθο λαό για ιστορική διάρκεια δεκάδων αιώνων.
Κινδυνεύει να συνθλιβεί μέσα σε φοβερές συμπληγάδες: να πέσει απάνω στην κούφια μεγαληγορία της πατραγαθίας ή να παρασυρθεί από τους “διαφωτισμένους” της δωδέκατης ώρας που απομυθοποιούν με πάθος κάθε πίστη και στα σύμβολα-της βλέπουν την πανουργία ανομολόγητων συμφερόντων.
Πώς να αποδείξει στους ζηλωτές της πατριωτικής κομπορρημοσύνης ότι η ευγένεια της καταγωγής δεν είναι προνόμιο, αλλά σταυρός, βαρύς σταυρός για τους κληρονόμους; Και να πείσει εκείνους που χλευάζουν τις ζωτικές ιδέες μιας εθνικής κοινότητας, ότι ο άνθρωπος και ως ατομική και ως συλλογική υπόσταση είναι κάτι περισσότερο, κάτι παραπέρα από την “τσέπη”-του;
Οι πρώτοι σας εκθέτουν με τις μωρές υπερβολές-τους, οι δεύτεροι σας μυκτηρίζουν, όταν δεν σας οικτίρουν από το ύψος της αλάθητης “επιστήμης”-τους […]. Η συνείδηση βέβαια ότι ανήκεις σε ορισμένο λαό και συμμερίζεσαι το πεπρωμένο-του, είναι το έσχατο τεκμήριο. Αλλά ποια συνείδηση; Η “βούληση” μόνο; Η φιλοδοξία και η έφεση, ο πόθος;
Όχι σε ένα, αλλά σε τρια ερωτήματα πρέπει, νομίζω, να απαντήσουμε στην εξομολόγο μας: - Πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες; Θέλουμε να είστε Έλληνες; Μπορούμε να είμαστε Έλληνες;» Θα πήγαινα πολύ μακριά συνεχίζοντας σε αυτό το ρυθμό καταγράφοντας τις σκέψεις μου για το ερώτημα που έθεσα στην αρχή, πως αυτές τις γιορτινές ημέρες η σκέψη πολλών εξ ημών οδηγείται σε κάθε κατατρεγμένο και λαβωμένο μετανάστη και πρόσφυγα από την απανθρωπία ετούτου του κόσμου.
Νομίζω, όμως, πως η σκέψη του Παπανούτσου συνεχίζει να είναι επίκαιρη.
Θα τελειώσω με μια συγκλονιστική εμπειρία, βγαλμένη μέσα από ζωηρή συζήτηση με μαθητές-μου, για το πώς οι σημερινοί μετανάστες και πρόσφυγες που καθημερινά συναντούν στο δρόμο του νησιού που ζουν, είναι εκείνοι οι κατατρεγμένοι και εκδιωγμένοι από τις πατρογονικές-τους εστίες άνθρωποι, που ο πόλεμος, η φτώχεια, η πείνα και οι κλιματικές αλλαγές τους αναγκάζουν να αναζητήσουν αλλού καλύτερο τρόπο ζωής.
Ρώτησα, λοιπόν, έναν μαθητή μου: Πως είναι δυνατόν το 80% από το εισόδημα του πλανήτη-μας να το καταναλώνει το 25% των κατοίκων του και το υπόλοιπο να ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης και κοινωνικής ανισότητας;
Μήπως η μετανάστευση και η προσφυγιά είναι η αιτία αλλά και το αποτέλεσμα αυτής της ανισότητας που γεννά ο πλούτος; Απάντηση ειλικρινή στα δύο αυτά ερωτήματα δεν μπόρεσα να πάρω, αφού ο μαθητής-μου, συνεπικουρούμενος από όλους σχεδόν τους συμμαθητές-του, αποθέωσε τον πλούτο.
Μεγαλωμένα όπως σχεδόν όλα τα παιδιά σήμερα, δίχως το τόλμημα της αμφισβήτησης του παγιωμένου για δεκαετίες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δυτικοευρωπαϊκού προτύπου τρόπου του βίου – τι στιγμή, μάλιστα, που ποτέ εμείς οι δάσκαλοι δεν τα διδάξαμε πως ο λαϊκός πολιτισμός-μας (πολιτισμός αλληλεγγύης, ανθρωπιάς, φιλοξενίας) είναι ολότελα διαφορετικός από το δυτικοευρωπαϊκό – βλέπουν τον πλούτο ως κατάκτηση για να καλοπεράσουν στη ζωή-τους.
Όλοι οι καταδιωγμένοι και κατατρεγμένοι που καθημερινά συναντούν στον δρόμο, γι’ αυτά τα παιδιά, δεν φρόντισαν - έτσι κυνικά υποστηρίζουν - να αλλάξουν τη ζωή-τους προς το καλύτερο. Δυστυχώς, αυτή είναι η εικόνα της σημερινής εκπαίδευσης.
Οι μαθητές να γίνονται καταναλωτές γνώσεων κι όχι παραγωγοί γνώσης. Ενώ διδάσκονται πολλά πράγματα για τον κόσμο, η εμπειρία-τους γι’ αυτόν σε μέγιστο βαθμό είναι ελλιπής.
Τι μέλλει γενέσθαι; Δεν είναι λίγοι που συχνά κάμουν αυτή την ερώτηση. Θα πρόσθετα ακόμη μια. Μήπως ήρθε ο καιρός του ποιήσαι; Δύσκολα, πράγματι ερωτήματα και πιθανόν αναπάντητα. Ουδείς πάντως μπορεί να αρνηθεί την υπέρβαση που μπορούμε όλοι-μας να κάμουμε: κένωση του εαυτού μας και αγάπη χρειάζεται προς τους κατατρεγμένους της γης, γιατί μέσα από αυτές τις δυο αξίες υπερβαίνεται το εγώ, το οποίο εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει.