Ο μυθικός Αινείας γράφτηκε στην Ιστορία κουβαλώντας τον πατέρα του Αγχίση στην πλάτη, σώζοντας τον από τη φωτιά που κατέκαψε το Ίλιο. Γιος και της Αφροδίτης κι από μεγάλο σόι περιπλανήθηκε λένε χρόνια σε στεριές και θάλασσες για να στήσει κάποτε, με τους διωγμένους κι αυτούς απογόνους του, το Λάτιο που του έμελλε να κυριέψει τον κόσμο.
Με ετούτη την ιστορία στο νου θυμήθηκα μιαν άλλη κάπου 15 χρόνια πριν, στο «κέντρο υποδοχής προσφύγων» - έτσι το έλεγαν - στις παλιές φυλακές της Λαγκάδας. Κτισμένο στα χρόνια της δεκαετίας του 1930 το κτηριακό συγκρότημα από κάποιον που θελε με ετούτη την πράξη να γλυτώσει την ψυχή του, υποδέχτηκε ποινικούς και πολιτικούς κρατούμενους, φαντάρους ως στρατόπεδο στα χρόνια μετά τη Χούντα, πρόσφυγες για να καταλήξει σήμερα πια να καταρρέει.
Ο 25χρονος Μουσταφά Σαμπάχ Ρασίντ κι ο 27χρονος Μαχμούντ Πεσουά Λατίφ λοιπόν, δεν ήταν από μεγάλο σόι, καμιά Αφροδίτη δεν ήταν μάνα τους, διωγμένοι ήταν μοναχά από τον τόπο τους, κυνηγημένοι από τη φωτιά του πολέμου και το μόνο που δεν τους ένοιαζε ήταν να στήσουν κάποτε κατιτί που θα κυριέψει τον κόσμο. Το ξέραν καλά... Δεν θα γράφονταν ποτέ στην Ιστορία. Κι ας κουβάλησαν στην πλάτη τους όχι από το Ίλιο μέχρι τα καράβια αλλά από το Ιρακινό Κουρδιστάν ως τη Μυτιλήνη τον 20χρονο ανάπηρο φίλο τους, Φαράτζ Άσο Τζεμάλ.
«Όπου φτωχός κι η μοίρα του» λέει ο λαός. Κι ο Φαράτζ, 13 χρονών μπήκε σε ένα από τα εκατοντάδες ναρκοπέδια στην πολιτεία του το Μαχμούρ κάπου στο βόρειο Ιράκ. Αποτέλεσμα ο ολικός ακρωτηριασμός των ποδιών του. Επτά χρόνια μετά με τους δυο φίλους του ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι προς τη ζωή. «Ή θα μπορέσουμε να ζήσουμε ή θα πεθάνουμε, είπαν κι οι τρεις. Αλλά θα έχουμε κάνει κάτι. Δε μπορούμε να περιμένουμε να πεθάνουμε ή από τις βόμβες ή από την πείνα».
«Και προπάντων δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα χωρίς το φίλο μας» τονίζαν ο Μαχμούντ κι ο Μουσταφά.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν το μεγάλο τους ταξίδι. Πότε με λεωφορεία, πότε με τα πόδια, πότε με ένα αναπηρικό καροτσάκι που έφτιαχναν μόνοι τους, πότε στηρίζοντας και κουβαλώντας ο ένας τον άλλον στην πλάτη, πάντα υπό την υψηλή εποπτεία των Τούρκων δουλεμπόρων. Ώσπου, μαζί με άλλους επτά συμπατριώτες τους πέρασαν στη Λέσβο. «Ήρθαμε στην Ευρώπη του πολιτισμού και των ανθρώπινων δικαιωμάτων» έλεγαν ένα βράδυ, εκεί στις φυλακές της Λαγκάδας που μεταφέρθηκαν.
Ο τούρκος δουλέμπορος που τους μετέφερε είχε συλληφθεί ενώ καταζητούσαν έναν ακόμα συνεργάτη του ο οποίος και κρύβονταν κάπου στο νησί. Το σκάφος οι Ελληνικές λιμενικές αρχές το είχαν εντοπίσει και περίμεναν την ευκαιρία για να «χτυπήσουν» και να το εξουδετερώσουν. Με μηχανή δύναμης 140 αλόγων, οι δουλέμποροι μετέφεραν λαθρομετανάστες από τη Μικρασιατική ακτή στη Λέσβο μέσα σε 10 λεπτά. Τους πετούσε στη θάλασσα κοντά στην ακτή κι εξαφανιζόταν. Μόνο που το σκάφος στην τελευταία όπως αποδείχθηκε αποστολή του προσάραξε σε μια ξέρα κι αυτή τουλάχιστον η δουλεμπορική επιχείρηση «έκλεισε».
Ο ακρωτηριασμένος Φαράτζ μεταφέρθηκε από την ακτή σε ένα ασθενοφόρο, στις πλάτες των ανδρών του Λιμενικού Σώματος. Οι δυο φίλοι του σύρθηκαν κι αυτοί ως το αυτοκίνητο που τους μετέφερε στην πόλη. Λίγη ώρα μετά ξανασυναντήθηκαν όλοι μαζί στις παλιές φυλακές – «πύλη» της Ευρώπης!
Πια μπορούσαν έλεγαν να σχεδιάζουν, να ελπίζουν, να ζήσουν τουλάχιστον. Και να ονειρευτούν πως ο φίλος τους με τεχνητά μέλη θα σηκωθεί ξανά όρθιος.
Τι να έγιναν άραγε ετούτα τα παιδιά;