Οι «μαντλιές» των παιδιών του Μανταμάδου
Γράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΠΙΩΤΑΣ
Δημοσίευση 3/1/2022
Α ρε χρόνια!
Μοναδικά κι αξέχαστα…
Απ’ όσους τα έζησαν... Απ’ όσους ήταν εκεί…
Κι εγώ μπορώ να πω με σιγουριά: «ήμουν κι εγώ εκεί»
Ήμουν κι εγώ εκεί. Την πρώτη μέρα του νέου έτους. Κάθε χρόνο. Εκεί που γίνονταν ακόμα θαύματα. Τα θαύματα της ζωής. Εκεί που όλοι ζούσαν την κάθε στιγμή, την κάθε ώρα, την κάθε μέρα. Και την πρώτη μέρα. Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου.
Πριν απ αυτήν όμως ήταν η τελευταία μέρα του …προηγούμενου χρόνου! Ή μάλλον η τελευταία νύχτα…
Κι εμείς παιδιά…παιδιά με την παιδική αθωότητα στα μάτια, με την αγνότητα στην καρδιά.
Η παρέα γνωστή μέρες πριν… πριν ακόμα κλείσει το σχολειό. Οι κολλητοί… Ο Παναγιώτης… Ο Θοδωρής… Εγώ…
«Πάει ο παλιός ο χρόνος
Ας γιορτάσουμε παιδιά…».
Μα κι ακόμα:
«Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος…»
Κι η νύχτα αυτή ήταν νύχτα απλόχερη, όλοι έδιναν ότι είχαν. Έτσι για το καλό…
Κι αφού παίρναμε σβάρνα όλους τους καφενέδες και τα μαγαζιά, τραβούσαμε για ύπνο, αφού μια μέρα δύσκολη μας περίμενε. Κι αν όλοι τη μέρα αυτή, τη μέρα της Πρωτοχρονιάς ξεκουράζονταν, τα παιδιά όλη τη μέρα αυτή εργαζόταν σκληρά…
Ξύπνημα πρωινό. Η καμπάνα χτύπησε κιόλας το δεύτερο ευαγγέλιο. Κι εμείς τρέχαμε στην Απάνω Αγορά, να πάμε στην παλιά την εκκλησιά, ανάμεσα στους καφενέδες, που ακόμα δεν είχαν κλείσει από την προηγούμενη βραδιά. Το έθιμο βλέπεις… κι ο καφετζής κονόμαγε από το βιδάνιο. Όλη τη νύχτα παίζανε χαρτιά και ζάρια…
Πηγαίναμε λοιπόν στην εκκλησιά και μέσα στην τσέπη, την από μέσα του ξαναστημένου σακακιού, είχαμε διπλωμένο ένα καθαρό μαντήλι, βαμβακερό. Από αυτά που είχαν οι πιο μεγάλοι στο μικρό τσεπάκι δίπλα στο πέτο…
Κι αφού έβαζε το δι’ ευχών ο παπάς, παίρναμε τους δρόμους, για να προκάνουμε να γυρίσουμε όλο το χωριό…
«Καλημέρα τσι καλή χρουνιά…».
Όλη τη μέρα, αυτή ήταν η ευχή που δίναμε εμείς μικρά παιδιά σ’ όλα τα σπίτια που πηγαίναμε. Για το ποδαρικό. Κι όλοι μας έβαζαν στο σπίτι τους να δώσουμε τις μικρές μας τις ευχές, να έχει το σπίτι υγεία κι ευτυχία και όλα τα καλά του Αβραάμ…
Κι απλώναμε το μαντήλι πάνω στο καλοστρωμένο τραπέζι και μας έβαζε η νοικοκυρά ότι μπορούσε, κι ότι είχε στο φτωχικό της… Γιατί τα πιο πολλά σπίτια ήταν φτωχικά. Μας έβαζαν λοιπόν το ψαθούρι ή τον κουραμπιέ μέσα στο μαντήλι. Κι αν τύχαινε να πάμε σε κανένα πλουσιόσπιτο, εκεί μας δίνανε και κανένα σοκολατάκι, μαργαρίτα. Γυμνό…
Κι εμείς όλο χαρά κρατούσαμε το μαντήλι από τις τέσσερις άκρες κι αυτή ήταν η «μαντλιά» του καθενός. Η περιουσία του. Γεμάτη ψαθούρια και κουραμπιέδες και κανένα σοκολατάκι το πολύ.
Κι όμως αυτή η «μαντλιά» ήταν ότι πιο πολύτιμο για μας εκείνη τη μέρα. Ήταν ο κόπος μας για τη δουλειά της μέρας. Της μέρας της Πρωτοχρονιάς… Που έπρεπε να δίνουμε τις ευχές μας, παιδιά εμείς, για να ‘ναι καλά το σπιτικό κι ο νοικοκύρης του γερός και «χίλια χρόνια να ζήσει…».