× Στο Νησί
SOCIAL MEDIA

Ανοιξη στην «Αιολίδα»

Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΤΑΝΟΣ

Δημοσίευση 26/4/2019

Ανοιξη στην «Αιολίδα»

Αεράκι θλιμμένο και περίλυπο στην Αιολίδα, από τ’ Άπαστρα ως τα Λάψαρνα, κι από τη Βίγλα ως τ’ Ανεμοβούνι, κι ανάμεσα στα ροδοπέταλα και στα θαλασσόκρινα κείται ο σκοτωμένος Ιησούς.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Κι η Άνοιξη, με το φως και τη ζωή, με μπρο¬στάρηδες το Χριστό και τον Ορφέα, φέρνουνε στην γαλαζόλευκη Αιολίδα τον έρωτα, τις λαμπρογιορτές, τα πανηγύρια, τις κούνιες, τα λαμπροαρραβωνιάσματα, τη χαρά στα πρόσωπα και την ευτυχία.

Σκληρό και δυνατό κρότο ακούσαμε στο λιθό¬στρωτο, στη Χριστοεκκλησοσπηλιά, «γκραπ-γκρουπ», ανήμερα Μεγάλη Πέμπτη, κι όλοι γυρίσαμε στην πόρτα ορθάνοιχτη, μ’ ένα φως βυζαντινό που ‘πεφτε από το λιοβασίλεμα, καθώς τον είδαμε να στέκεται αρχαγγέλινος με την κορμάρα και τα δεκανίκια του, ξεφωνήσαμε με μια κραυγή: «Α!, ο Λευτέρης».

Αντάρτης τρία χρόνια στο βουνό, κάποιο φασι¬στικό οπλοπολυβόλο τόνε γάζωσε και του ‘κοψε τα ποδάρια. Με «ακροτομία», κούτσα-κούτσα, κατέβηκε από το Γαβαθά, περπάτησε όλο το μακρύ κατάγιαλο κι έφτασε στη σπηλιοεκκλησιά ν’ ακούσει την καλλίφωνη μάνα του Μαγδαληνή να μοιρολογά τον Ιησού. Μόλις τον είδε ο παπάς, για καλωσόρισμα, πήρε το θυμιατήρι και τόνε θύμιασε. «Παπά Καρδά¬ρα, άσε τα θυμιατίσματα, γιατί θα σε θυμιατίσω κι εγώ με τις πατερίτσες μου», του ‘πε γελαστά ο Λευτέρης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Γαβαθάς εβραϊκά, δεν είναι ο λιθόστρωτος τό¬πος στ’ αντισσιώτικα θαλασσοτόπια, που έστησε ο Πιλάτος το Χριστό για να τον κρίνουν οι Ιουδαίοι.

Αυτός είναι στα Γερασόλυμα. Στη Λέσβο το νησάκι κοντά είναι σα γαβάθα-πινάκα ξύλινη, που ροφάμε τον τραχανά και τρώμε τα διάφορα φαγητά. Από τη «γαβάθα» η στεριά έγινε «Γαβαθάς», όμως δεν έχει να κάνει με το μαρτύρι στο Χριστό.

Έβγαλε ο παπάς τον Σταυρωμένο και τον έμπη¬ξε στον πέτρινο Γολγοθά, στη μέση στην εκκλησιά, να τόνε προσκυνήσουμε. Γίνεται κι η «Αποκαθήλωση». Κατέβηκε το ιερό και θείο σώμα από το Σταυρό. Οι μαυροφορεμένες, με μαύρα κεφαλομάντηλα, ε πεσμένες καταγής, βουβά θρηνούνε το σκοτωμένο Ιησού ανάμεσα στα τριαντάφυλλα και στις βιόλες. Τα ματωμένα χεροπόδαρά του είναι χλιαρά ακόμα. Οι Μυροφόρες γυναίκες θρηνούνε το Ναζωραίο: «Ω, φως των οφθαλμών μου!». «Μάτια και φως μου!» Τον μοιρολογά κι η Μαγδαληνή, η μάνα του Λευτέρη, η γνήσια, η τρυφερότατη φωνή από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Σήμερα μαύρος ουρανός,

σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβονται

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

και τα βουνά λυπούνται.

Σήμερα βάλανε βουλή

οι άνομοι Οβραίοι,

να θανατώσουν το Χριστό,

...............

Τον άγιο λόγο λέγει:

- Που σου ‘χα κούνιες αργυρές,

φασκιές μαλαματένιες,

όπου σε νανουρίζανε

οι δώδεκα παρθένες,

που σου ‘χα χρυσοστέφανο,

σου βάλανε αγκάθι,

που σου ‘χα ασημοζώναρο,

σου βάλανε βατάρι

Πού ‘ναι γκρεμνός να γκρεμνιστώ,

φωτιά να πάγω να πέσω;

πού ‘ναι πηγάδι να πνιγώ

για τον μονογενή μου;»

Τον Λευτέρη ακλουθούσε ο αδερφός του Πέτρος τ’ ανταρτόπουλο. Του ‘βαζε η μάνα του Μαγδαληνή φαγί στην καστάνια, κουκιά, ρεβύθια, φακές, και τα πάγαινε στον αδερφό του στο βουνό. Αν δεν τον έβρισκε τ’ άφηνε σε σπηλιά, κρυφή, και το ‘παιρνε. Στο τέλος ο Πετράκος, για να μην ανεβαίνει στον Αϊτό για το φαγί στον αδερφό του, έγινε ανταρτόπουλο. Κι όταν ακλούθησε το Λευτέρη στο Γαβαθά, πήρε μιαν ελίτσα φυτώριο και τη φύτεψε σε μια βράχινη γούβα έξω από το Χριστό. Μάζεψε με τις φούχτες του κοκκινόχωμα και τη φύτεψε. Είπε ο Λευτέρης στον Πετράκο, «μη μ’ ακολούθας, γιατί θα μ’ απαρνηστείς πως είμαστε αδέρφια στο βουνό, όταν θα λαλήσει ο πετεινός». Ο Πετράκος έπεσε σε σκέψη και τον ακλούθησε.

Μάθανε οι «μπουραντάδες», οι κυνηγοδημοκράτες τα φασιστόμουτρα, μ’ αρχηγό τους τον αιματοβόρο-αιματόδιψο μανιάτικο τσακαλόλυκο Βουδοκλάρη -όνομα και πράμα- χτύπαγε τον βούρδουλα στις πέ¬τσινες μπότες από τη φασιστική του λύσσα, τη μανιασμένη ορμή ενάντια στους δημοκράτες, κι ήρ¬θανε στο Γαβαθά να μαζέψουνε τους συντρόφους του Λευτέρη στο βουνό και να τους στείλουνε για βασανιστήρια στον Κρανίου Τόπο, στα Γιούρα. Κι όταν είδανε την ελίτσα μπροστά στο ξωκκλήσι, ρωτήσανε ποιος τη φύτεψε. Κι η Ρηνούλα, η μικρή Ειρήνη που σημαίνει Γερουσαλήμ και Γερουσαλήμ Ειρήνη, από αγαθότητα κι ευσέβεια, είπε πως τη γούβιασε ένα ανταρτόπουλο, για να φέρει ειρήνη και γαλήνη σ’ όλους μας, χωρίς να ξέρει πως οι μπουραντάδες θα του κάνανε κακό. Κι όταν κάποιος τον υποψιάστηκε και τόνε ρώτησε αν ήτανε στο βουνό με το Λευτέρη και φύτεψε την ελίτσα, ο ΙΙετράκος αρνήθηκε σφόδρα.

Και τότε, απέναντι, από τ’ αμπέλι που έχει ο Γιορντάνης με το κοτέτσι του, ξεπετάχτηκε ο κόκο¬ρας και κακάρισε δυνατά. Ο Πετράκος θυμήθηκε το λόγο που του ‘πε ο Λευτέρης, έγειρε στον ξερόβραχο κι έκλαιγε πικρά. Πάνω στην ώρα κατέβηκε κι η πανέμορφη Λεμονίτσα από τ’ Ανεμοβούνι, με ανθισμένους αγάπανθους κι  ασφόδιλους πένθους στην αγκαλιά της, να μοιρολογήσει τον Ιησού. Και σαν είδε τον Πετράκο να κλαίει πικρά, του χάιδεψε τα μαλλιά. Η Ρηνούλα της είπε πως τον κυνηγάνε με μανία οι μπουραντάδες, κι η Λεμο¬νιά, αφού απόθεσε τα λουλούδια και θρήνησε λίγο το Χριστό, τον πήρε στ’ Ανεμοβούνι, στη στάνη της, βοσκόπουλο.

Το Μεγάλο Σάββατο τη νύχτα κατέβηκε η Λεμονιά στο σπηλιοξωκκλήσι και πήρε τ’ αναστάσιμο άγιο φως. Το ‘φερε στη στάνη κι άναψε τη λαμπάδα που βα¬στούσε ο Πετράκος. Χαράς ευαγγέλια. Με τη φλόγα σταυρώσανε τα ζωντανά, κατσικοπρόβατα, τη μάντρα, τα παχνιά, τις ταγίστρες, ψάλανε «Χριστός Ανέστη», φιληθήκανε σταυρωτά, αδερφικά.

Τη Λαμπρή πρωί, αφού ξεσκουμπιστήκανε τα κοπρόσκυλα, οι μπουραντάδες, κατέβηκε ο Πετράκος στο Χριστό με σκοινιά και παχνιά-ταγίστρες από τη στάνη κι έφτιαξε κούνιες, κρεμασμένες στην ανθισμένη μεγάλη βαλανιδιά. Τις στόλισε με αγριολούλουδα, παπαρούνες, μαργαρίτες, θαλασσόκρινα από το κατάγιαλο και πολύ πάθος, οίστρο γιορτινό. Χτύπησε την καμπανούλα στο ξωκκλήσι και με την μπουρού-κοχύλα φύσηξε δυνατά, για ν’ ακούσουν οι κοπελιές και τα παληκάρια να ‘ρθουνε στα Λαμπρόγιορτα, στα Λαμπροπανηγύρια. Με χαρούμενες φωνές και σφυρίγματα γεμίσανε στο Γαβαθιανό Χριστό, το πρόκλιτο, και στα καταπράσινα αρμυρίκια στρωθήκανε υφαντές πάνες με λουκουμάδες, τηγανίτες, πασπαλάδες, κλωστρά, κρασί, ανάμεσα σε λουλούδια και κρασοπότηρα. Το λαμπρό πανηγύρι ξεφάντωσε σαν οι λαχταριστές, κοκκινορόδινες, κι αφράτες παρθένες στολισμένες με τα γιορτινά τους ανε-βαίνουνε στις κούνιες, κι όλοι τραγουδάνε:

«Πάνω στην κούνια κάθονται

τέσσερα μαύρα μάτια,

τέσσερα χείλια κόκκινα

και δυο κορμιά δροσάτα.

(για ζευγάρια)

Κουνήσετε τις όμορφες,

κουνήσετε τις άσπρες,

κουνήσετε τις λεμονιές

με τον ανθό γεμάτες.

Πάνω στην κούνια κάτσανε

τέσσερα μαύρα μάτια,

τέσσερα χείλια κόκκινα

και δυο λιγνά κορμάκια.

Χριστός Ανέστη μάτια μου,

έλα να φιληθούμε,

και τις παλιές αγάπες μας

να ξαναθυμηθούμε.

Χριστός Ανέστη μάτια μου,

έλα να φιληθούμε,

κι αν σου αρέσει το φιλί,

έλα ν’ αρρβωνιαστούμε.

Χρίστος Ανέστη μάτια μου,

χάρηκαν οι γι’ αγγέλοι,

και μεις που ανταμώσαμε

οι πολυαγαπημένοι.

Το γυαλί το λεν κρουστάλλι,

βγήτε σεις να μπούνε κι άλλοι.

Άσπρες διόλες και κνικάτες,

βγείτε σεις να μπούνε κι άλλες.»

Έγινε αλλαγή στις κούνιες, ανεβήκανε άλλα ζευγάρια, κι άξαφνα ήρθε ο Ματζαράνας, με το τύμπανό του και τους παιχνιδιάτορες. Τον Βασλάρα Ασανιά με το σαντούρι του, τον Ορφέα από τα Ορφήκια με την κοχυλολύρα του. Και φούντωσε το Λαμπροπανηγύρι με τους Καλλονιάτες να τραγουδάνε:

«Θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά,

στ’ αγιού Γιωργιού το δώμα,

να κόψω δυο γαρύφαλα

να πλέξω φρουκαλιούδα,

να φρουκαλώ τη θάλασσα,

ν’ αράζουν τα καΐκια.

Ένα καΐκι άραξε

στου βασιλιά την πόρτα,

κι ο βασιλιάς δεν ήτανε,

μον τρεις βασιλοπούλες.

Η μια κεντά τον ουρανό

κι η άλλη το φεγγάρι,

η τρίτη η μικρότερη

κεντά τον άγιο Γιάννη.

- Κεντά το, κόρη μ’, κέντα το,

τ’ αρρβουνιασκού σ’ μαντήλι,

να το γεμίσεις ζάχαρη,

να στείλεις στ’ αργαστήρι,

κι απ’ τ’ αργαστήρι στο σκολειό,

κι απ’ το σκολειό στο σπίτι

κι αν ειν’ η πόρτα σφαλιχτή,

ριξ’ το απ’ το παναθύρι.»

«Το φλουρί το λεν ατσάλι,

έβγα συ, να μπει κι η άλλη».

Κι οι πανηγυριστές από την Πέτρα, που ανεβήκανε στις κούνιες, αποσώσανε:

«Μέσα στην κούνια έκατσες,

σαν την περιπλοκάδα,

και περιπλέκεις τα βουνά

και βγάζουν πρασινάδα.

Με τίμησες πουλάκι μου,

διπλά να σε τιμήσω,

να βγάλω από την τσέπη μου

μήλα να σου χαρίσω.

Τραγούδια και παινέματα,

ξέρω κι εγώ καμπόσα,

μα δε μ’ αφήνει να τα πω

η ταπεινή μου γλώσσα.»

Οι Πλωμαρίτες με το δικό τους μακρόσυρτο σκοπό:

«Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι,

καρδιές παρηγορούνε,

σαν τους νεκρούς που καρτερούν

Ανάσταση να δούνε.

Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι,

τα λεν οι παθημένοι,

τα λεν και βγαίνει ο καπνός,

μα φλόγα μέσα μένει.

Για δες λουλούδια που θωρώ

‘πο βάγιες ανθισμένες,

όσες θωρούν τα μάτια μου,

είναι ζωγραφισμένες.

Δεν ήξερα και ρώτησα,

πού ‘ναι γι απάνω βρύση,

πο ‘χει κορίτσια όμορφα,

ο κόσμος ν’ απορήσει.

Νύχτα ‘ναι και ξημερώνει,

κι η αυγή τα φανερώνει.»

Οι Πολιχνιάτες που ήρθανε στο Γαβαθά με το πλεούμενό τους, στις κούνιες τραγουδήσανε:

«Έχεις μαλλιά σα σέλινα

στις πλάτες σου ριγμένα,

κι όποιος γυρίσει και τα δει

τρελαίνεται για σένα.

Ρίξε τα μαλλιά σου πίσω

να σε δω να σ’ αγαπήσω.

Ρίξε τα μαλλιά σου πρίμα

σαν τον διάκο μες στο βήμα.

Τα μαλλιά σου τα πλεγμένα

περιπλέξανε και μένα.»

Τα μάτια κοιταζότανε μεταξύ τους σταθερά κι ακίνητα, χωρίς να βλέπουνε πουθενά αλλού. Με¬ρικά βουρκώσαν από πάθος και συγκίνηση. Ανοίξαν οι αγκαλιές και φιληθήκανε στόμα με στόμα, χείλια με χείλια. Αρραβωνιαστήκανε.

Στα ξεβγάλματα ο φίλος μου Ευαγγελιστής Ιωάννης μου ‘πε, ο Λιθόστρωτος μαρτυρικός Γαβαθάς είναι στα Γεροσόλυμα (κεφ. ιθ΄, 12). Στην Αιολίδα είναι τόπος για Λαμπροπανηγύρια και Λαμπροαρραβωνιάσματα.

Άρθρο του αείμνηστου Λέσβου δημοσιογράφου ΒΑΣΙΛΗ ΠΛΑΤΑΝΟΥ δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ» λίγο πριν το θάνατο του τον Απρίλιο του 2011

 

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ
Tο stonisi.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Ερχεται «Φως της Ανάστασης» για το Αναγνωστήριο Αγιάσου

Τι είπε ο πρόεδρος Κλεάνθης Κορομηλάς στον Κυριάκο Μητσοτάκη- Τι καλά νέα φέρνει ο Ηρακλής Κουντουρέλλης από τον υπουργό Μετανάστευσης και τον Δήμο Μυτιλήνης
ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

21 Απρίλη...

Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΑΔΙΤΗΣ, Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ειρήνης Λέσβου
ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Βιομηχανική κληρονομιά, από την Ξάνθη… στη Μυτιλήνη;

Μιλήσαμε με τη βιομηχανική αρχαιολόγο, Μαρία Πετρά, υπεύθυνη της εταιρείας Παστάλι που συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Τι γνωρίζουμε σήμερα για τον αυτισμό

Γράφει η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΖΗΣΗ, Καθηγήτρια Ψυχολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
ΑΧΙΝΟΣ

Πάτησε τον Αχινό, 25/4/2024

Το καυστικό σχόλιο της ημέρας
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Ένα μυθιστόρημα «αληθινό» για την πολιτική και τη Δικαιοσύνη

Με αφορμή την παρουσίαση βιβλίου του Δημήτρη Χατζηχαραλάμπους το Σάββατο στα Κεντρικά Λύκεια Μυτιλήνης, μιλήσαμε με τον συγγραφέα
ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Αποβολή, διαπόμπευση, λοβοτομή

Γράφει ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, δημοσιογράφος
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

ΒΑΣΤΡΙΑ: Στην καρδιά του Δάσους…

Ένα «μεγαλείο» ανευθυνότητας –Γράφει ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΜΝΗΝΑΚΑΣ*
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Κοινωνικές Συμμαχίες

Γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΡΛΑΣ, γιατρός
ΑΧΙΝΟΣ

Πάτησε τον Αχινό, 22/4/2024

Το καυστικό σχόλιο της ημέρας
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Κορίτσι έξι χρόνων μόνο χωρίς γονείς, έξω από την Ασφάλεια

Οι πρώτες μέρες της χούντας στη Μυτιλήνη μέσα από τις αναμνήσεις - Γράφει η ΝΟΡΑ ΡΑΛΛΗ*