× Στο Νησί
SOCIAL MEDIA

Τα Χριστούγεννα του Ανεμου

Γράφει ο ΞΕΝΟΦΩΝ Ε.ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ

Από το NEWSROOM Δημοσίευση 27/12/2020

Τα Χριστούγεννα του Ανεμου

Η χρονιά μετρούσε τις τελευταίες μέρες της. Το ημερολόγιο τοίχου, με τα αφελή τετράστιχα και τα γνωμικά της κακιάς ώρας στο πίσω μέρος τους, είχε ακόμα δέκα χαρτάκια, που ο Νικόλας ο Άνεμος τα διάβαζε κάθε πρωί με τα κολλυβογράμματά του, προσδοκώντας να ανιχνεύσει μιαν ελπίδα μέσα στα γραμμένα τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τον Νικόλα που λες, κανείς δεν τον ήξερε με το πραγματικό του όνομα. Μέτριος στο ανάστημα , αδύνατος, λιπόσαρκος, ζήτημα αν ξεπερνούσε τις σαράντα οκάδες, μαύρος, κάτι σαν Αιθίοπας στο πιο σκούρο του, που δεν ήξερες αν ήταν απ’ τον καυτό λεσβιακό ήλιο που τον σιγόκαιγε μ’ όλους τους καιρούς ή απ’ τα απανωτά στρώματα καρβουνόσκονης, που άφηναν τα εκατοντάδες καμίνια που έκαιγε σ’ όλη του την ζωή.

Και για κάρβουνα και για ασβέστη. Και πού να ξέρει τι θα πει σωματική καθαριότητα, μπάνιο με σαπούνι και ζεστό νερό, που έπρεπε να κουβαλήσει νερό το Ρηνιώ με τις λαγήνες απ’ την κοινοτική βρύση και να το βράσει στο καζάνι με φωτιά από κλαριά και ξύλα απ’ τα γύρω χωράφια, για να πλύνει το σώμα του ο άντρας της .

Το παρατσούκλι «Άνεμος» του το είχαν κολλήσει, επειδή κινούνταν με απίστευτες ταχύτητες σ’ όλη την περιοχή. Με τα πόδια, εννοείται, γιατί η φτώχια δεν του επέτρεπε ούτε γαϊδουράκι να αποκτήσει. Εδώ πατούσε κι εκεί βρισκόταν , που λες, ο Νικόλας ο Άνεμος, πάντα ξυπόλητος, έτσι που τα πέλματά του είχαν γίνει πιο ανθεκτικά κι από τις πιο χοντρές σόλες των αρβυλών. Ξυπόλητος στο μάζεμα της ελιάς, που τα γεμάτα τσουβάλια της τα κουβαλούσε ως το κοντινότερο προσβάσιμο σημείο στον ώμο, ξυπόλητος στο καλοκαιρινό κυνήγι των ορτυκιών και των τρυγονιών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όχι βέβαια πως είχε όπλο. Άλλωστε και να μπορούσε ν’ αποκτήσει θα του το αφαιρούσε αμέσως ο αστυνόμος, αφού ο Άνεμος αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο ανατροπής της καθεστηκυίας τάξεως. Αλλά κα με τη σφεντόνα που χειριζόταν καλά τα κατάφερνε. Και στον καιρό των ορτυκιών μπορεί να μάζευε μέχρι και δέκα και δεκαπέντε κομμάτια στην εξόρμησή του, την ίδια στιγμή που οπλοφόροι κυνηγοί γύριζαν με λιγότερα θηράματα.

Εξαιρετικό και θρεπτικό φαϊ για το Ρηνιώ τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του. Με τραχανό ή με πατάτες στο ταψί, μπορεί να κάλυπταν και δυο μέρες , που λέει ο λόγος. Έτσι κι αλλιώς το κρέας ή το πουλερικό πολύ σπάνια συναντούσε το τραπέζι τους. Ξυπόλητος και στο κάψιμο των καμινιών, κι ας πατούσε τα αναμμένα κάρβουνα. Σαν αναστενάρης.

Μ’ ένα αχαμνό γαϊδουράκι, δανεικό από έναν ξάδερφό του, πού έτσι κι αλλιώς το χρειαζόταν μόνο στο μάζεμα της ελιάς, κουβαλούσε υπομονετικά βδομάδες ολόκληρες, αρχίζοντας από την άνοιξη τις ασβεστόπετρες και τα λιόξυλα που κάνουν πολύ καλό κάρβουνο. Όχι καλύτερο απ’ τα πρινάρια, αλλά αυτά θέλανε πολλή δουλειά και εργαλεία για να τα κόψεις.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Κι ο Άνεμος έξω από ένα τσεκούρι κι ένα πριόνι, άλλα εργαλεία δεν διέθετε. Έτσι λοιπόν μάζευε τα λιόξυλα που έμεναν στα κτήματα, μετά το κλάδεμα, άχρηστα για τους αφεντάδες και τα κουβαλούσε στον τόπο του καμινιού του. Ήταν βέβαια και φορές που οι ιδιοκτήτες των κτημάτων του ζητούσαν αντάλλαγμα και συμφωνούσαν τελικά ένα-δυο τσουβάλια κάρβουνα, ανάλογα με την ποσότητα των ξύλων που θα παραχωρούσαν.


Ήταν μάστορας ο Άνεμος στο στήσιμο και στο κάψιμο των καμινιών. Σ’ ένα μικρό πλάτωμα, δίπλα στο δρόμο, που κανείς δεν ήξερε ποιανού ήταν, είχε στήσει τα καμίνια του. Ένα ασβεστοκάμινο κι ένα για ξυλοκάρβουνα. Τοποθετούσε με τέχνη και λεπτομέρεια τα ξύλα της ελιάς που είχε σωρούς γύρω του, χτίζοντας ένα μικρό βουναλάκι , δυο μέτρα το πολύ ύψος. Κι απάνω έστρωνε μπόλικα «πιφκατσίγινα», πευκοβελόνες δηλαδή, που τις σκέπαζε με χώμα.

Πολύ, τόσο όσο να μη φαίνεται πως αυτός ο μικρός χωμάτινος όγκος έκρυβε άλλα υλικά από κάτω του. Έξι ή οχτώ τρύπες ανάλογα με τον όγκο του λόφου, στο κάτω μέρος του, που εφάπτονταν με τη γη και μια στην κορυφή, σαν καπνοδόχος κι όλα ήταν έτοιμα. Αργά το βράδυ, όταν η κάψα του καλοκαιριού ξεθύμαινε, έβαζε φωτιά σ’ όλες τις τρύπες της βάσης κι άρχιζε η διαδικασία της μετατροπής των ξύλων σε κάρβουνο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Κάθε λίγο, αυτός ήξερε και παρακολουθώντας άγρυπνος την πορεία της εσωτερικής φωτιάς, έκλεινε μια μια τις τρύπες, ώστε να λιγοστεύει ο αέρας και να μετατρέπεται το ξύλο στο καλύτερο κάρβουνο.


Δέκα μέτρα πιο πέρα, το ασβεστοκάμινο του Άνεμου, σαν ένας μεγάλος στρογγυλός φούρνος μπηγμένος στη γη, που στο εσωτερικό του τον έχτιζε πέτρα την πέτρα, με προσοχή για να μη μένει πόντος ακάλυπτος, κι όταν έφτανε στο επίπεδο του εδάφους , σχημάτιζε έναν τρούλο, κλείνοντας το άνοιγμα αφήνοντας μόνο μια μικρή τρύπα στην κορυφή.

Κι ύστερα άναβε τη φωτιά στο στόμιο του καμινιού, τροφοδοτώντας την συνεχώς με κλαριά και, πιο σπάνια, με πυρήνα από τα εργοστάσια της περιοχής. Δυο εικοσιτετράωρα περίπου κρατούσε το κάψιμο ώσπου οι πέτρες γίνονταν άσπρες, κάτασπρες σαν βαμβάκι και τότε ο Νικόλας άφηνε τη φωτιά να σβήσει κλείνοντας το στόμιο περιμένοντας να κρυώσει η καμένη πέτρα για να ξεφορτώσει το καμίνι.


Δυο καμίνια το χρόνο, όλο κι όλο το εισόδημα του Άνεμου, να ζήσει τη γυναίκα το Ρηνιώ και τα δυο παιδιά τους. Ούτε ένα λιόδεντρο , στο νησί της ελιάς, για το λάδι της χρονιάς τους, ούτε εκατό μέτρα γης να φυτεύουν κανένα λαχανικό, να ενισχύουν το τραπέζι τους.


Ευτυχώς που το Ρηνιώ, παλιά παρακόρη αρχοντάδων, πήγαινε στα σπίτια τους για πλύσιμο ρούχων και άλλες βαριές δουλειές εξασφαλίζοντας περισσεύματα τροφίμων που της έδιναν οι νοικοκυρές, οι αφέντρες.


Το καλοκαίρι έβγαινε εύκολα. Με λίγες ντομάτες κι άλλα λαχανικά της εποχής, μερικές ελιές και ψωμί που μια φορά την εβδομάδα το Ρηνιώ ζύμωνε κι έψηνε στον κοινόχρηστο φούρνο της γειτονιάς, σπρώχνανε τις μέρες. Ό,τι έτρωγε ο Νικόλας στα καμίνια το πότιζε με μπόλικο ρακί, που είχε πάντα μαζί με το κουμάρι το νερό, σε πεντακοσάρα μπουκάλα, συμπληρώνοντας το άδειο τμήμα του στομαχιού του. Ταυτόχρονα με την ελαφριά ζάλη που του προκαλούσε, περιόριζε τις απαιτήσεις του σώματός του.


Τον χειμώνα, όμως, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Στη μαξουλοχρονιά βγαίνανε κάποια μεροκάματα και μερικές καλαθίδες ελιές απ’ το κουκολόϊ, ξερές σχεδόν ξύλα, που όμως έβγαζαν μερικές οκάδες λάδι. Μαύρο κι άραχλο, αλλά ικανό να λαδώσει το έντερο της οικογένειας.


Τέλη Δεκεμβρίου του 1948, τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, οι γιαγιάδες νήστευαν ακόμα καιν το λάδι, περιμένοντας κατανυκτικά τη γέννηση του θείου βρέφους που θα τους συγχωρούσε τις αμαρτίες τους.

Ποιες αμαρτίες δηλαδή, που από την συνεχή δουλειά και την κούραση που δεν τις εγκατέλειπε ποτέ, ούτε να σκεφθούν την αμαρτία δεν είχαν χρόνο- και θα τους έδινε το χαρτί για τον παράδεισο. Αυτόν τον παράδεισο, που πάντοτε ονειρεύονταν και ποτέ δεν άγγιξαν στη μίζερη και άχαρη ζωή τους. Όσο και να έψαχναν, δύσκολα συναντούσαν μέρες ξενοιασιάς και ευτυχίας. Τη μέρα του γάμου τους, τα βαφτίσια των παιδιών τους και μερικά πανηγύρια, κυρίως καλοκαιρινά. Όπου σπάνια, πολύ σπάνια, έμπαιναν στον κύκλο του χορού.


Κυλούσαν οι μέρες ασπρίζονταν τα κατώφλια και τα πλατύσκαλα των σπιτιών, στολίζονταν με μυρσινιές και βάγιες οι πόρτες τους, οι μυρωδιές απ’ τα φοινίκια και τους κουραμπιέδες, τους μπακλαβάδες και τα κανταϊφια γέμιζαν την ατμόσφαιρα, προκαλώντας λιγούρα και πρόκληση προς το «αμαρτάνειν».
Στο σπίτι του Άνεμου δεν συνέβαινε τίποτα απ’ αυτά. Κακή χρονιά αυτή που έφευγε. Τα καμίνια δεν πήγαν καλά, μισή δραχμή η οκά το κάρβουνο, μαξούλι δεν υπήρχε να κάνουν κάνα μεροκάματο και μόνο σ’ ότι έφερνε το Ρηνιώ στηρίζονταν.

Ούτε καν το φιλόπτωχο της εκκλησίας δεν είχε την οικογένεια στα κατάστιχά της, με διαταγή του αστυνόμου , γιατί ο Νικόλας ο Άνεμος ήταν καταχωρημένος στους κομμουνιστές. Κι ας ήτανε το Ρηνιώ τακτική προσκυνήτρια κάθε Κυριακή και κάθε σκόλη, με τις μετάνοιες της και τις γονυκλισίες, τις μεταλαβιές και την υποχρεωτική νηστεία.

Όχι βέβαια στις πρώτες σειρές κοντά στις αρχόντισσες, αλλά στο πίσω μέρος του αριστερού κλίτους, που προορίζονταν για τις γυναίκες του λαού. Κι όλ’ αυτά τα ήξερε καλά ο παπάς, που την μεταλάβαινε κιόλας. Αλλά τι να κάνει ο άνθρωπος , που και να ήθελε να παρακούσει τον αστυνόμο-που δεν ήθελε- δεν μπορούσε.
Τι κομμουνιστής, δηλαδή ο Άνεμος; Ούτε από Μαρξ ήξερε, ούτε για Λένιν είχε ακούσει, ούτε για τη Σοβιετική Ένωση είχε πληροφορίες, ούτε για την ισότητα των δικαιωμάτων είχε ιδέα.

Πεινούσε και κρύωνε ο άνθρωπος κι ήθελε να χορτάσει ψωμί και να ρίξει κάνα ρούχο στο ρημαγμένο του κορμί, Ήξερε βέβαια πως γινόταν πόλεμος, άκουγε θαυμαστές ιστορίες για τον Πασχαλιά, τον μυθικό αρχηγό των Ανταρτών στο νησί, και ήταν σίγουρος πως άμα νικούσε αυτός, τουλάχιστον δε θα γουργούριζε το στομάχι του από την πείνα.

Και κάποιοι πιο πληροφορημένοι απ’ αυτόν, έλεγαν πως θα κατέβαιναν τα «κουτσνέλια» απ’ τη Ρωσία και θα μοιράσουνε τα κτήματα σ’ όλο τον κόσμο, να ‘χουν κι οι φτωχοί μια ρίζα να κρεμάσουν τον ντορβά τους. Αυτή ήταν όλη κι όλη η κομμουνιστική δραστηριότητα του Άνεμου κι οι βαριοί αναστεναγμοί του, όταν καταριόταν τη φτώχεια του.


Χριστούγεννα, λοιπόν, στο τέλος μιας καταραμένης δεκαετίας, και στο τσουκάλι του Άνεμου μόνο ραδίκια μαζεμένα στο βουνό μπορούσαν να βράσουν. Έβλεπε τα παιδιά του και ράγιζε η καρδιά του. Και τα κάλαντα που είπαν στη γειτονιά, μερικά φοινίκια και σύκα ξερά έφεραν στο παγωμένο σπίτι. Είπε στο Ρηνιώ να σφάξουν τη μια από τις τρεις κότες που είχαν στο λιλιπούτειο κοτέτσι τους. Μόνο που δεν σήκωσε το χέρι να τον χτυπήσει η γυναίκα του –που δεν μπορούσε να το διανοηθεί κάτι τέτοιο άλλωστε.


-Και πού θα βρίσκουμε αυγά για τα μωρά μας; του είπε.
Μαύρη απελπισία τον έπιασε τον Νικόλα. Έστυβε το κεφάλι του να βρει λύση. Και νόμισε ότι την βρήκε. Στον κήπο του ο δάσκαλος, που πήγαινε και τον βοηθούσε, παίρνοντας για αμοιβή ό, τι υπήρχε σ’ αυτόν. Από λαχανίδες και πράσα μέχρι πορτοκάλια, μήλα και απίδια τον καιρό που τα δέντρα ήταν φορτωμένα, ο δάσκαλος λοιπόν είχε κι ένα μεγάλο κοτέτσι με καμιά πενηνταριά κότες, μερικές γαλοπούλες και πάπιες.

Οι πόρτες του κήπου ήταν ξεκλείδωτες, μόνο το κοτέτσι είχε κλειδαριά κι ο Άνεμος ήξερε πού ήταν κρυμμένο το κλειδί, γιατί αρκετές φορές τον έβαλε ο δάσκαλος να το καθαρίσει. Και το αποφάσισε. Θα πήγαινε στον κήπο κι αν ήταν εκεί ο δάσκαλος θα του ζητούσε ένα πουλερικό να κάνει Χριστούγεννα με τα παιδιά του. Αν δεν ήταν θα έπαιρνε ένα από το κοτέτσι και την άλλη των Χριστουγέννων, που θα πήγαινε σίγουρα ο δάσκαλος στον μπαχτσέ του, θα τον έβρισκε να του πει την μικρή αταξία του, υποσχόμενος να ξεπληρώσει το χρέος με κάνα δυο μεροκάματα.


Το σκέφτηκε και τόκανε. Σε πέντε λεφτά, σαν Άνεμος που ήτανε βρέθηκε στον κήπο. «Δάσκαλε, δάσκαλε» φώναξε μια δυο φορές, και μη παίρνοντας απάντηση, προχώρησε ξεκλείδωσε το κοτέτσι κι έπιασε έναν θρεμμένο πετεινό, που κούρνιαζε μισοκοιμισμένος στην πρώτη από τις τραβέρσες που ήταν μπηγμένες από τοίχο σε τοίχο. Έβαλε το κεφάλι τού πετεινού κάτω από τη φτερούγα του για να μην κακαρίζει, ξανακλείδωσε την πόρτα του κοτετσιού και γύρισε γρήγορα στο σπίτι του. Να τον σφάξει, να τον ξεπουπουλιάσει, να τον μαγειρέψει το Ρηνιώ, πριν σκοτεινιάσει.


Δεν είχε προλάβει να κόψει το κεφάλι του κόκορα, όταν εμφανίστηκε μπροστά του ο ανθυπασπιστής της υποδιοικήσεως της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής Πλωμαρίου, με τον τελαμώνα του, το πιστόλι του κρεμασμένο στη δεξιά πλευρά του και την τεράστια κοιλιά του, άγριος και απειλητικός.


-Νικόλα συλαμβάνεσαι.
Απόρησε ο Άνεμος. Δεν μπορούσε να φαντασθεί λόγο ικανό να οδηγήσει στη σύλληψή του.
-Αυτόν τον κόκορα που κρατάς τον έκλεψες. Ήρθαν και μας το είπανε. Και αυτό λέγεται ζωοκλοπή που σε στέρνει στη φυλακή. Είχαν προλάβει οι στυλοβάτες του καθεστώτος να κάνουν το χρέος τους.


Μάταια ο Άνεμος προσπαθούσε να εξηγήσει στον ανθυπασπιστή, πως τον πετεινό τον πήρε από το κοτέτσι του δασκάλου, που τον είχε στη δούλεψή του. Μάταια παρακαλούσε να ρωτήσουν τον δάσκαλο κι αν πει αυτός πως έκλεψε το πουλερικό, να τον πάνε στη φυλακή. Τίποτα. Ο κ. ανθυπασπιστής ήταν ανένδοτος. Ο Άνεμος στο κρατητήριο και το κλοπιμαίον κατάσχεται. Το δικαστήριο στη Μυτιλήνη θα αποφάσιζε μετά τρεις μέρες, μετά τις αργίες.
Έκλαψε το Ρηνιώ, παρακαλούσε το όργανον της τάξεως, παρακολουθούσαν , μη μπορώντας να καταλάβουν τι συμβαίνει τα δυο μικρά παιδιά, χωρίς να αποτραπεί η επιβίβαση του εγκληματία στο REO της χωροφυλακής μαζί με το πειστήριον του εγκλήματος.


Τρεις νύχτες ο Άνεμος στο κρατητήριο, χωρίς μια μπουκιά ψωμί. Μόνο νερό έπινε, κάθε φορά που τον οδηγούσαν στην τουαλέτα. Χωρίς μπουκιά ψωμί περάσανε και το Ρηνιώ με τα παιδιά, μέρες των Χριστουγέννων. Μόνο με ένα μεγάλο κομμάτι από το πρόσφορο του αντίδωρου, που της έδωσε ο παπάς.
Ήρθε κι η μέρα της κρίσης.

Δε γινόταν όμως χωρίς την κατάθεση του δασκάλου. Που , όταν του εξήγησαν τα συμβάντα, είπε πως ο Άνεμος είχε την άδειά του να μπαίνει στον μπαχτσέ και το κοτέτσι του. Του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Τον κόκορα δεν τον έκλεψε, τον πήρε γιατί είχε ανάγκη και μετά θα τα έβρισκαν. Πολύ στεναχωρέθηκαν και ο ανθυπασπιστής και ο αστυνόμος-μοίραρχος, που δεν θα σημείωναν μια σοβαρή επιτυχία στην πάταξη του εγκλήματος. Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν κι αλλιώς. Τηλεφώνησαν στον εισαγγελέα που διέταξε την απόλυση του κρατούμενου.


Τον άφησαν ελεύθερο τον Άνεμο, επιστρέφοντάς του και τον σχεδόν σάπιο πια κόκορα. Σημείωσαν όμως στα υπ’ όψιν, την εξόχως αντεθνική συμπεριφορά του δάσκαλου, που είχε την υποχρέωση, ως εκ της θέσεώς του, να συμπαρατάσσεται με τις εθνικές επιδιώξεις των
Αρχών.

Το παραπάνω διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Προς το παρόν υγιαίνω», του συγγραφέα, εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ Θεσσαλονίκης 2013.

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ
Tο stonisi.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Ελλείμματα εκπροσώπησης στην Αυτοδιοίκηση

Γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΡΛΑΣ, Γιατρός-πρώην αιρετός Νομάρχης Σάμου
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Δυναμώνουμε το Σωματείο, ενισχύουμε την «Αγωνιστική Συσπείρωση Εκπαιδευτικών»

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, από την εκπομπή ΠΕΚ-τες
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γράφει ο Γραμματέας του ΚΟΣΜΟΥ και υποψήφιος ευρωβουλευτής Πέτρος Κόκκαλης
ΑΧΙΝΟΣ

Πάτησε τον Αχινό, 15/5/2024

Το καυστικό σχόλιο της ημέρας
ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Ο Γιάννης Συκάς μιλά για την εκπαίδευση στην εκπομπή ΠΕΚ‑τες

Την Τετάρτη στις 5 το απόγευμα στο «Ν» 99 fm
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Η ορατή ομόφυλη ελληνική οικογένεια

Γράφει η ΜΑΡΙΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗ, Διδακτόρισσα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Είδαμε Eurovision… εγώ, η Στρατής και το Παναγιωτελ’. Non binary by Lesvos

Γράφει ο Ταξίαρχος ε.α, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, συγγραφέας
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

ΕΔΩ ΛΗΜΝΟΣ : Κάσπακας, ο δρόμος για τον Αγιο Γιάννη

Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΑΔΙΤΗΣ*
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Η «Συνύπαρξη» προβάλλει το ντοκιμαντέρ «142 χρόνια»

Για την ταινία, την αυτοψία στη Βάστρια, αλλά και τις χρόνιες προσπάθειες για την έλευση Τούρκων επισκεπτών μιλήσαμε με τον Πάρη Βουνατσή και τον Γιάννη Παυλή
ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ

Το 1ο Γυμνάσιο Μυτιλήνης «βρίσκει» νέες πηγές στο διάστημα και αποτρέπει τροχαία!

Μιλήσαμε με τους μαθητές που συμμετείχαν σε διαγωνισμό και συνέδριο για τα επιτεύγματα του σχολείου και με τον καθηγητή τους, Ι. Λασκαρίδη
ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Σαπφώ: Ο πιο φιλόξενος πλανήτης

Άρτεμις Λεοντή: Εύα Σικελιανού-Πάλμερ Υφαίνοντας το μύθο μιας ζωής
ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑ ΜΠΛΟΥΖ

Η Αιβαλιώτισσα Ζωοδόχος Πηγή

Η Παναγιά των ορφανών στο Αϊβαλί των μύθων
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ