
Η συνέντευξη τύπου που παραχώρησε ο Δήμαρχος Δυτικής Λέσβου Ταξιάρχης Βέρρος την Τρίτη 26 Νοεμβρίου για την πορεία του αντιπλημμυρικού έργου στο λεκανοπέδιο της Καλλονής άφησε μια σαφή εικόνα για το πόσο πολύπλοκη, χρονοβόρα και τεχνικά απαιτητική είναι η διαδικασία που εξελίσσεται από το 2022. Παράλληλα, όμως, ανέδειξε και τα σημεία τριβής ανάμεσα στον Δήμο και την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, κυρίως ως προς τον συντονισμό, την ευθύνη και την έγκαιρη αξιολόγηση κρίσιμων τμημάτων του έργου.
Ο Δήμαρχος παρουσίασε αναλυτικά το ιστορικό της μελέτης, από την υπογραφή της σύμβασης τον Οκτώβριο του 2022 έως τις πρόσφατες καθυστερήσεις, επισημαίνοντας ότι ενώ η προκαταρκτική μελέτη εγκρίθηκε χωρίς σημαντικά προβλήματα, η οριστική μελέτη άρχισε να προσκρούει σε σοβαρά τεχνικά και θεσμικά εμπόδια. Η έλλειψη επικαιροποιημένων καμπυλών βροχόπτωσης, οι ενστάσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για το ένα από τα δύο προτεινόμενα φράγματα ανάσχεσης και ο αναγκαστικός επανασχεδιασμός μεγάλου τμήματος του υδρολογικού μοντέλου προκάλεσαν καθυστερήσεις και ανάγκασαν τον Δήμο να καλύψει από ίδιους πόρους μια επιπλέον δαπάνη 240.000 ευρώ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Δημάρχου, η ολοκλήρωση της μελέτης δεν αναμένεται πριν από το τέλος του 2026 ή τις αρχές του 2027, χρονικός ορίζοντας που παραπέμπει τη δημοπράτηση του έργου μέσα στο 2027.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε ο κ. Βέρρος στο ζήτημα του Τσικνιά, τον οποίο χαρακτήρισε «τον πυρήνα του προβλήματος». Σε αυτό το σημείο διατύπωσε και τις πιο έντονες αιχμές προς την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου. Όπως είπε, από το 2020 η Περιφέρεια είχε αναθέσει μελέτη μόνο για ένα τμήμα του ποταμού, η οποία όμως απορρίφθηκε το 2024 από τη δική της Διεύθυνση Περιβάλλοντος επειδή δεν κάλυπτε το σύνολο της κοίτης. Αυτή η αστοχία, σύμφωνα με τον Δήμαρχο, είναι καθοριστική, καθώς η ανάγκη ενιαίας μελέτης για ολόκληρο τον ποταμό καθυστερεί σήμερα την έκδοση περιβαλλοντικών όρων και απαιτεί νέα συμπληρωματική χρηματοδότηση περίπου 350.000 ευρώ, που ακόμη δεν έχει εξασφαλιστεί.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Δήμαρχος επέμεινε ότι ο Δήμος έχει περιορισμένες αρμοδιότητες στα αντιπλημμυρικά έργα και υπενθύμισε ότι τη θεσμική ευθύνη για τον καθαρισμό των ποταμών –και ειδικά του Τσικνιά– την έχει η Περιφέρεια. Όπως ανέφερε, «οι ποταμοί ήταν σε άθλια κατάσταση», γεγονός που συνέβαλε στην ένταση του πρόσφατου πλημμυρικού φαινομένου. Ταυτόχρονα, διευκρίνισε ότι ακόμη και σε περίπτωση άψογου καθαρισμού, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι ζημιές θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί· το πιθανότερο είναι πως η έντασή τους θα ήταν μικρότερη, χωρίς όμως να εκλείψει ο κίνδυνος.
Σε αυτό το σημείο τόνισε ότι η δημόσια συζήτηση πρέπει να είναι σοβαρή και ακριβής, χωρίς απλουστεύσεις. Τα αίτια της καταστροφής δεν ανάγονται σε έναν μόνο παράγοντα, αλλά σε έναν συνδυασμό θεσμικών καθυστερήσεων, τεχνικών δυσκολιών και έντονων καιρικών φαινομένων. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε, η έλλειψη έγκαιρων παρεμβάσεων από αρμόδιους φορείς –με κύρια αναφορά στην Περιφέρεια– επιβάρυνε την κατάσταση, σε μια περίοδο όπου η περιοχή παραμένει εκτεθειμένη έως ότου ολοκληρωθούν οι μελέτες και δρομολογηθούν τα έργα.
Αναφερόμενος στο ζήτημα των αποζημιώσεων των οικιών ο κ. Βέρρος τόνισε ότι η καταγραφή των ζημιών είναι σε εξέλιξη τα αιτήματα αποστέλλονται σταδιακά στις αρμόδιες υπηρεσίες και θεώρησε δεδομένο ότι αυτή τη φορά σε αντίθεση με το 2016 και τις καταστροφές την περίοδο εκείνη στην ίδια περιοχή, οι άνθρωποι θα αποζημιωθούν επειδή ο ίδιος θα φροντίσει για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Δείτε στο βίντεο που ακολουθεί την τοποθέτηση του Ταξιάρχη Βέρρου
Στη συνέχεια της συνέντευξης τύπου, τοποθετήθηκαν οι αντιδήμαρχοι του Δήμου Δυτικής Λέσβου, περιγράφοντας τις ενέργειες των υπηρεσιών κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το πλημμυρικό φαινόμενο. Οι αναφορές τους επικεντρώθηκαν στη διαχείριση του συμβάντος, στις πρώτες επιχειρήσεις στο πεδίο και στη διαδικασία καταγραφής των ζημιών.
Ο αντιδήμαρχος Τεχνικών Υπηρεσιών Ιορδάνης Ιορδάνου ανέφερε ότι ενημερώθηκε από πολίτη γύρω στις 5:30 το πρωί και ότι από την ίδια ώρα συνεργεία της υπηρεσίας βρίσκονταν σε σημεία της Καλλονής και της Σκάλας Καλλονής. Σύμφωνα με την τοποθέτησή του, οι μηχανικοί του Δήμου πραγματοποίησαν αυτοψίες σε περιοχές με σημαντικές επιπτώσεις, όπως η πλατεία Καλλονής, το δημοτικό σχολείο και το ειδικό σχολείο, ενώ δεύτερο κλιμάκιο κινήθηκε παράλληλα προς χωριά του βόρειου τμήματος του Δήμου για καταγραφή ζημιών. Ο κ. Ιορδάνου ανέφερε επίσης ότι υπήρξε συνεργασία με τη ΔΑΕΦΚ, η οποία έστειλε κλιμάκιο την επόμενη ημέρα.
Ο αντιδήμαρχος Πολιτικής Προστασίας Ανδρέας Αξής περιέγραψε ότι η πρόσβαση στην Καλλονή ήταν δύσκολη τις πρώτες πρωινές ώρες λόγω της υπερχείλισης του ποταμού Τσικνιά πάνω από τη γέφυρα. Όπως είπε, με εντολή του Δημάρχου μηχανήματα του Δήμου άνοιξαν τμήμα του επαρχιακού δρόμου, παρά το ότι δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του Δήμου. Στη συνέχεια, οι υπηρεσίες ασχολήθηκαν με τον καθαρισμό δρόμων και οικισμών. Ο κ. Αξής αναφέρθηκε επίσης στο θεσμικό πλαίσιο χρηματοδότησης, σημειώνοντας ότι η Πολιτική Προστασία των Δήμων δεν λαμβάνει πόρους για πλημμυρικά φαινόμενα από 1 Νοεμβρίου έως 1 Μαΐου, παρά μόνο για πυροπροστασία. Τόνισε ακόμη ότι η υπηρεσία διαθέτει περιορισμένο προσωπικό και βασίζεται σε ενίσχυση από άλλες δημοτικές δομές.

Ο αντιδήμαρχος Κοινωνικής Πρόνοιας Νίκος Αλεξανδρής επικεντρώθηκε στη διαδικασία υποστήριξης ευάλωτων πολιτών. Σύμφωνα με όσα είπε, υπηρεσιακά στελέχη εισήλθαν σε κατοικίες που είχαν πληγεί με στόχο τη μεταφορά ηλικιωμένων και τη διανομή γευμάτων, ενώ καταγράφηκαν οι καταστροφές στην οικοσκευή μέσω τριμελούς επιτροπής, ώστε τα σχετικά στοιχεία να διαβιβαστούν για αποζημιώσεις. Ο κ. Αλεξανδρής ανέφερε ότι σε αρκετές περιπτώσεις απαιτήθηκε παρουσία κοινωνικών λειτουργών λόγω των συνθηκών.
Τέλος, ο αντιδήμαρχος Αυτεπιστασίας Γιώργος Μακρογιάννης μίλησε για τις ζημιές στο αγροτικό οδικό δίκτυο και για την κατάσταση σε χωριά του βόρειου τομέα. Σύμφωνα με όσα ανέφερε, το φαινόμενο προκάλεσε σημαντικά προβλήματα σε χείμαρρους, παραποτάμους και τεχνικά έργα. Όπως είπε, κατά την άποψη του Δήμου, οι ζημιές στα συγκεκριμένα σημεία σχετίζονται και με την κατάσταση των υδατορεμάτων τα προηγούμενα χρόνια. Η ευθύνη για τον καθαρισμό τους, σύμφωνα με τις τοποθετήσεις των αντιδημάρχων, ανήκει θεσμικά στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.